«Προσθεσε μας πιστι, Κυριε!» (Λουκ. 17,5)
Ἡ
ῥίζα, ἀγαπητοί μου, ἡ ῥίζα τῆς ἁγίας μας θρησκείας ποιά εἶνε;
Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ ἡ ἁγία μας θρησκεία ἔχει ῥίζα.
Καὶ ἡ ῥίζα της εἶνε τὸ δόγμα, ἡ ἀλήθεια. Ποιά ἀλήθεια· ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Θεός! τὸ μαρτυροῦν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὅλο τὸ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ σύμπαν· τὸ φωνάζουν τὰ
θαύματα, τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε. Τρία θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τ᾽ ἀναλύσουμε; Ἀποφάσισα νὰ ἐξηγήσω τώρα τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ κατὰ ἕναν ἄλλο τρόπο· θὰ ἀναφέρω παραδείγματα καὶ εἰκόνες, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὰ σπουδαῖα νοήματά του.
Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ ἡ ἁγία μας θρησκεία ἔχει ῥίζα.
Καὶ ἡ ῥίζα της εἶνε τὸ δόγμα, ἡ ἀλήθεια. Ποιά ἀλήθεια· ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Θεός! τὸ μαρτυροῦν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὅλο τὸ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ σύμπαν· τὸ φωνάζουν τὰ
θαύματα, τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκανε. Τρία θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τ᾽ ἀναλύσουμε; Ἀποφάσισα νὰ ἐξηγήσω τώρα τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ κατὰ ἕναν ἄλλο τρόπο· θὰ ἀναφέρω παραδείγματα καὶ εἰκόνες, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὰ σπουδαῖα νοήματά του.
* * *
Ἔξω ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα ὑπάρχουν
ἐργοστάσια, τῆς Δ.Ε.Η. καὶ τὰ ἄλλα· ἐργοστάσια μεγάλα, ποὺ προκαλοῦν
θαυμασμὸ καὶ δίνουν ἐργασία σὲ χιλιάδες ἐργάτες· ἐργάζονται μέρα καὶ
νύχτα καὶ βγάζουν μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς τὸ χρυσάφι (γιατὶ ὑπάρχει
τριῶν λογιῶν χρυσάφι· τὸ κίτρινο μέταλλο – ἡ λίρα, τὸ μαῦρο – τὸ
κάρβουνο πού ᾽νε μέσα στὴ γῆ, καὶ τὸ ἄσπρο – τὰ νερά, οἱ ὑδάτινοι
πόροι).
Ἀπὸ τὸ κάρβουνο λοιπόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, γίνεται τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Ἐάν, τώρα, παρουσιαστῇ κάποιος καὶ πῇ, ὅτι τὰ ἐργοστάσια αὐτὰ –ποὺ γιὰ νὰ γίνουν κοπίασαν μηχανικοί, ἀρχιτέκτονες καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες, ἐργολάβοι, τεχνῖτες, ἐργάτες–, ὅτι τὰ ἐργοστάσια παρουσιάστηκαν ἔτσι σὲ μιὰ νύχτα, χωρὶς κανένα χέρι ἀνθρώπου, ὅτι φύτρωσαν μόνα του πάνω στὸ ἔδαφος ὅπως φυτρώνουν τὰ μανιτάρια, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ;
Καὶ ἂν αὐτὸς ὁ κύριος συνεχίζῃ νὰ τὸ λέῃ, θ᾽ ἀρχίσουμε ν᾽ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴ διανοητική του ὑγεία, γιὰ τὸ μυαλό του.
Καὶ ἂν ἐπιμένῃ, θὰ εἰδοποιήσουμε τὸ ἑκατὸ νὰ ἔρθῃ νὰ τὸν παραλάβῃ, γιατὶ εἶνε τρελλός. Μόνον ἄνθρωπος ποὺ δὲν λειτουργεῖ τὸ λογικό του μπορεῖ νὰ ἰσχυριστῇ ὅτι ἕνα ἐργοστάσιο ἔγινε μόνο του. Κάποιος τὸ ἔφτειασε, καὶ εἶνε ἀξιοθαύμαστος.
Καὶ ὄχι μόνο τὸ ἐργοστάσιο, ἀλλὰ καὶ κάθε οἰκοδομὴ ἔχει τὸν τεχνίτη της, τὸν οἰκοδόμο της. «Πᾶς γὰρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι κατασκευάζεται ἀπὸ κάποιον, κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ κατασκεύασε τὰ σύμπαντα εἶνε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4).
Ἀπὸ τὸ κάρβουνο λοιπόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, γίνεται τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Ἐάν, τώρα, παρουσιαστῇ κάποιος καὶ πῇ, ὅτι τὰ ἐργοστάσια αὐτὰ –ποὺ γιὰ νὰ γίνουν κοπίασαν μηχανικοί, ἀρχιτέκτονες καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες, ἐργολάβοι, τεχνῖτες, ἐργάτες–, ὅτι τὰ ἐργοστάσια παρουσιάστηκαν ἔτσι σὲ μιὰ νύχτα, χωρὶς κανένα χέρι ἀνθρώπου, ὅτι φύτρωσαν μόνα του πάνω στὸ ἔδαφος ὅπως φυτρώνουν τὰ μανιτάρια, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ;
Καὶ ἂν αὐτὸς ὁ κύριος συνεχίζῃ νὰ τὸ λέῃ, θ᾽ ἀρχίσουμε ν᾽ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴ διανοητική του ὑγεία, γιὰ τὸ μυαλό του.
Καὶ ἂν ἐπιμένῃ, θὰ εἰδοποιήσουμε τὸ ἑκατὸ νὰ ἔρθῃ νὰ τὸν παραλάβῃ, γιατὶ εἶνε τρελλός. Μόνον ἄνθρωπος ποὺ δὲν λειτουργεῖ τὸ λογικό του μπορεῖ νὰ ἰσχυριστῇ ὅτι ἕνα ἐργοστάσιο ἔγινε μόνο του. Κάποιος τὸ ἔφτειασε, καὶ εἶνε ἀξιοθαύμαστος.
Καὶ ὄχι μόνο τὸ ἐργοστάσιο, ἀλλὰ καὶ κάθε οἰκοδομὴ ἔχει τὸν τεχνίτη της, τὸν οἰκοδόμο της. «Πᾶς γὰρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι κατασκευάζεται ἀπὸ κάποιον, κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ κατασκεύασε τὰ σύμπαντα εἶνε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4).
Ἀλλὰ γιατί μιλάω γιὰ ἐργοστάσιο; Θέλω νὰ σᾶς δείξω κάποιο ἄλλο
ἐργοστάσιο, χιλιάδες, ἑκατομμύρια φορὲς ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο τῆς
Δ.Ε.Η.. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Εἶνε πολὺ κοντά μας· εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε
ἄνθρωπος! Εἶνε διπλός, ὁρατὸς καὶ ἀόρατος. Ἀόρατη εἶνε ἡ ψυχή. Δὲν
μιλάω τώρα γιὰ τὴν ψυχή, μιλάω γιὰ τὸ σῶμα. Δὲν ὑπάρχει τελειότερο
ἐργοστάσιο ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Τὸ ἐξετάζουν γιατροί, βιολόγοι,
σοφοὶ διαφόρων ἐπιστημῶν καὶ μένουν ἔκθαμβοι. Τί νὰ πρωτοθαυμάσουμε
ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο αὐτό;
Τὸ πρῶτο ποὺ σημειώνουν ὅλοι εἶνε ἡ στάσι του, ὅτι ἀπ᾽ ὅλα τὰ
ζωντανὰ πλάσματα τῆς δημιουργίας μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὀρθοβάμων,
βαδίζει ὄρθιος. Τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα, αὐτὸς ἔχει τὸ κεφάλι
ψηλά, βλέπει τὰ ἄστρα. Οἱ φιλόλογοι λένε, ὅτι ἄν-θρωπος ὠνομάστηκε
ἀπὸ τὸ ἄνω + θρῴσκω (=ἀναπηδῶ, τείνω, σπεύδω), ὥστε νὰ βλέπῃ τὰ ἄνω,
τὸν οὐρανό, τὸν Θεό. Καὶ μόνο αὐτό;
Θέλετε κι ἄλλο; Ὅπως ἕνα ἐργοστάσιο ἔχει ὁπλισμό, τὰ σίδερα,
ἔτσι καὶ τὸ σῶμα μας ἔχει ὡς ὁπλισμὸ τὰ ὀστᾶ, τὰ κόκκαλα. Πόσα εἶνε; Ἂν
τὰ μετρήσουμε, εἶνε περίπου 250.
Κι ὅπως οἱ σιδερένιες βέργιες τοῦ ὁπλισμοῦ συνδέονται μεταξύ
τους μὲ τσιμέντο, τὴ σάρκα τῆς οἰκοδομῆς, ἔτσι καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ
σκελετοῦ συνδέονται μὲ σάρκες καὶ μῦς, ποὺ εἶνε πάνω ἀπὸ 650· καὶ κάθε
ἴνα μυὸς ἕνα θαῦμα.
Στὸ σῶμα μας λειτουργεῖ ὑδραγωγεῖο. Παίρνει τὸ νερὸ καὶ τὴν
τροφὴ καὶ γίνονται αἷμα, περνάει ἀπὸ φλέβες καὶ ἀρτηρίες μὲ ἕνα
τεράστιο δίκτυο, διοχετεύεται παντοῦ καὶ γίνεται –τί χημεῖο!– ἀλλοῦ
χολή, ἀλλοῦ νύχι, ἀλλοῦ τρίχα, ἀλλοῦ κόκκαλο, ἀλλοῦ σάρκα κ.τ.λ..
Μέσα στὸ σῶμα μας λειτουργεῖ τέλειο ὑδραυλικὸ σύστημα, κι αὐτὸ εἶνε τὰ νεφρά, ποὺ φιλτράρουν τὸ νερό. Μεγάλη ἡ σημασία τους.
Εἴμαστε ἐφωδιασμένοι καὶ μὲ τὸ τελειότερο ἐργαλεῖο. Ποιό; Τὸ
χέρι, ποὺ κάνει μύριες ἐργασίες. Μ᾽ αὐτό· τὸ παιδὶ μὲ κιμωλία γράφει
στὸν πίνακα, ὁ ἐπιστήμονας μὲ πέννα συγγράφει ἔργα, ὁ γιατρὸς μὲ
νυστέρι χειρουργεῖ, ὁ ζωγράφος μὲ χρωστῆρα ζωγραφίζει πίνακες ποὺ
μιλᾶνε, ὁ γλύπτης μὲ σμίλη λαξεύει Παρθενῶνες, ὁ γεωργὸς σπέρνει
καὶ θερίζει, ὁ πλοίαρχος ὁ πιλότος κι ὁ ὁδηγὸς χειρίζονται τὸ πηδάλιο,
ὁ μουσικὸς κάνει τὸ βιολὶ καὶ τὴν κιθάρα νὰ κελαϊδοῦν…. Ὅλα τὰ
θαυμαστὰ ἔργα γίνονται μὲ τὸ χέρι. Ἂν εἶχε κι ὁ ἄνθρωπος χέρι σὰν τὸ
πόδι τοῦ βοδιοῦ ἢ τοῦ λιονταριοῦ, θὰ ὑπῆρχε πολιτισμός; Καὶ μόνο τὸ
χέρι;
Ὅπως ὁ στρατὸς ἔχει ραντάρ, ἕνα μεγάλο «αὐτί» ποὺ ἀκούει τὸν
ἦχο τῶν ἀεροπλάνων, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέλειο ραντάρ, τὸ αὐτί,
θαυμάσια συσκευὴ μὲ λεπτεπίλεπτα ὄργανα.
Ἡ πιὸ ἀπαραίτητη ὅμως συσκευή μας εἶνε τὸ μάτι. Μία τέλεια
φωτογραφικὴ καὶ κινηματογραφικὴ μηχανή! Μπορεῖς νὰ πῇς ὅτι μιὰ
φωτογραφικὴ μηχανὴ φυτρώνει ἔτσι μόνη της;
Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς προίκισε μὲ ὅλα αὐτά!
Γι᾽ αὐτὸ ἕνας πιστὸς ποιητὴς (ὁ ᾽Ιωάννης Πολέμης) ἔγραψε·
• Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ᾽ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π᾽ ἀφρίζει κι ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνὰ
καὶ τ᾽ ἄνθη, ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωσες τὰ μάτια.
• Κι ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴν ἥσυχη ἀμμουδιὰ
κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμένο ἀηδόνι
κι ὅταν ἀκούω τ᾽ ἀγέρι στοῦ δέντρου τὰ κλαδιὰ
κι ὅταν ἀκούω ἀκόμη τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιώνη
καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωσες τ᾽ αὐτιά.
• Κι ὅταν στὸ δρόμο βρίσκω γέρο, τυφλό, ζητιᾶνο
ἢ κι ὀρφανὰ παιδάκια, ποὺ τρέμουν καὶ πεινοῦν,
καὶ σταματῶ μ᾽ ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη κάνω
κρυφὰ ἀπ᾽ τοὺς διαβάτες, ποὺ δίπλα μου περνοῦν,
κι εὐφραίνετ᾽ ἡ ψυχή μου κι ἀγάλλεται καὶ χαίρει,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωσες τὸ χέρι.
Ὅπως δέχεσαι ὅτι ὑπάρχει κάποιος ποὺ ἔφτειαξε τὸ ἐργοστάσιο,
ἔτσι ἡ λογικὴ σὲ ὑποχρεώνει νὰ δεχθῇς, ὅτι καὶ τὸ τέλειο αὐτὸ
ἐργοστάσιο, τὸν ἄνθρωπο, τὸ ἔφτειαξε ὁ Θεός.
* * *
Μὰ γιατί, ἀγαπητοί μου, τὰ λέμε αὐτά; γιατί μιλᾶμε γιὰ αἰσθήσεις τοῦ σώματος;
Διότι εἶνε σχετικὰ μὲ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Θέλεις νὰ δῇς θαύματα; Ἄνοιξε λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο. Βλέπεις
σήμερα, ὅτι ὁ Χριστὸς σὲ κλάσμα τοῦ λεπτοῦ θεράπευσε δύο παθήσεις στὶς
σπουδαιότερες αἰσθήσεις μας, τὴν τύφλωσι καὶ τὴν κώφωσι.
Δυὸ ἄνθρωποι
δὲν ἔβλεπαν, καὶ ἕνας ἄλλος δὲν ἄκουγε. Καὶ ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε κάποτε
«Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3), ἔτσι ἔδωσε τὸ φῶς στοὺς δύο τυφλοὺς καὶ τὴ
λαλιὰ στὸν κωφάλαλο. Δύο θαύματα.
Ἀλλὰ κάποιος θὰ πῇ· Ἐγὼ δὲν πιστεύω τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἂν δὲν
πιστεύῃς τὸ Εὐαγγέλιο, ἀνέβα τότε τὴ νύχτα στὸ βουνό, ἄνοιξε τὰ
μάτια σου, κοίταξε τὸν οὐρανό, τὰ ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια ἄστρα,
καὶ πές μου· Ποιός τὰ ἔκανε ὅλ᾽ αὐτά, τὶς τεράστιες σφαῖρες ποὺ
κινοῦνται μέσα στὸ ἄπειρο;
Ὅλα κηρύττουν, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κοντὰ
λοιπὸν σ᾽ αὐτὰ ἔρχεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὡς σῶμα εἶνε τὸ
τελειότερο ἐργοστάσιο ποὺ ὑπάρχει, καὶ μᾶς ὑποχρεώνει κατὰ ἀδήριτη
λογικὴ νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἔκανε ὁ Θεός.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ
Δαυῒδ λέει· «Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ ἐμοῦ…» (Ψαλμ. 138,6) Θεέ μου,
λέει, μὲ μάγεψες, σὲ θαύμασα μελετώντας τὸ σῶμα μου, τὶς αἰσθήσεις μου,
ὅλη τὴν ὕπαρξί μου.
Ἂν ὅμως κάποιος δὲν θέλῃ νὰ πιστέψῃ, τότε, κι ἂν ὁ ἴδιος ὁ
Χριστὸς ἔρθῃ πάλι κάτω στὴ γῆ καὶ σταυρωθῇ στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως καὶ
ἀναστηθῇ, αὐτὸς πάλι δὲν θὰ πιστέψῃ. Τὸ βλέπουμε σήμερα κι αὐτὸ στὸ
εὐαγγέλιο· πίστεψε ὅλος ὁ κόσμος ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φαρισαίους. Αὐτοὶ ὄχι
μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ ἄνοιξαν τὰ ἄθλια στόματά τους καὶ ἐξέχεαν
βόρβορο συκοφαντίας καὶ διαβολῆς κατὰ τοῦ Χριστοῦ (βλ. Ματθ. 9,34).
Λοιπὸν δὲν λείπουν τὰ τεκμήρια. Ἐγὼ ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Καὶ μιὰ
πέτρα ἀκόμα, ποὺ κλείνει μέσα της –ποιός τὸ φανταζόταν– πυρηνικὴ
ἐνέργεια, βεβαιώνει τὴν πίστι μας.
Ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς ποὺ πιστεύετε. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας στοὺς
κράχτες τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ἔρχεται λογισμὸς
ἀπιστίας νὰ κλονίσῃ τὴν πίστι σας, γονατίστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ
σύμπαντος καὶ πέστε· «Πρόσθεσέ μας πίστι, Κύριε» (Λουκ. 17,5). «Κύριε,
βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (πρβλ. Μᾶρκ. 9,24). Δός μας, Χριστέ, τὴν πίστι
τῶν προγόνων μας, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν, τῶν
διδασκάλων καὶ πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Εὔχομαι, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων νὰ ἔχετε πίστι ἀκράδαντη καὶ καμμία δύναμι σατανικὴ νὰ μὴν κλονίσῃ ποτὲ τὴν πίστι σας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 2-8-1981 μὲ ἄλλο τίτλοaugoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου