Η Ουάσιγκτον συχνά αποκαλεί τη Τουρκία ζωτικό σύμμαχο, τη στιγμή που ο
Τούρκος Πρόεδρος Recep Tayyip Erdoğan και η κυβέρνησή του, απειλούν
ανοιχτά τις αμερικανικές δυνάμεις που συνεργάζονται με τους Κούρδους στη
Βόρεια Συρία.
Όταν οι Αμερικανοί προειδοποιούσαν πως τα αμερικανικά στρατεύματα θα υπερασπιστούν τον
εαυτό τους, ο Erdoğan μίλησε για «οθωμανικό χαστούκι», κερδίζοντας πόντους στο αντιαμερικανικό κοινό της χώρας του.
Το The National Interest, δημοσίευσε ανάλυση καταπέλτη για τη πραγματικότητα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα.
Αν και πρακτικά κανείς δεν πιστεύει πως οι δυο κυβερνήσεις θα έρθουν σε σύγκρουση, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, είτε ψεύδονται είτε αυταπατώνται όταν κάνουν λόγο για ενιαία πολιτική των δυο χωρών.
Μετά την επίσκεψη στην Άγκυρα, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Rex Tillerson διακήρυξε: «Θα ενεργούμε από κοινού από εδώ και στο εξής. Θα ξεπεράσουμε τα ζητήματα που προκαλούν δυσκολίες και θα τα επιλύσουμε.»
Ωστόσο, η απειλή της ανοιχτής σύγκρουσης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι πραγματική και καταδεικνύει το βαθμό στον οποίο έχουν αποκλίνει τα συμφέροντά τους.
Οι διαφορές συνεχίζουν να αυξάνονται ήμερα με την ημέρα και με κάθε νέα στρατιωτική επιχείρηση. Αντί να θυσιάζει τις αμερικανικές αξίες και τα συμφέροντα, η Ουάσιγκτον πρέπει να εγκαταλείψει τις φανταστικές προσδοκίες της και να δημιουργήσει μια πιο ρεαλιστική σχέση με τον Erdoğan.
Διαδοχικές κυβερνήσεις εθελοτυφλούσαν στην εμφανή αποξένωση της Τουρκίας.
Η Άγκυρα παραμένει στο ΝΑΤΟ και η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ παραμένει στο Incirlik, αλλά πρακτικά, τίποτα άλλο δεν δεσμεύει τις δύο κυβερνήσεις μεταξύ τους.
Η σχέση τους είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος.
Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε και η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτεθεί στην Τουρκία ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ.
Μετά από τα σκαμπανευάσματα στις σχέσεις με τη Μόσχα για τη κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους, ο Erdoğan έχει βελτιώσει τους δεσμούς με τον Putin.
Η Άγκυρα αγοράζει ακόμη και αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 από τη Μόσχα, υπονομεύοντας τις προσπάθειες της συμμαχίας για τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των μελών της. Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι η Τουρκία θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, εάν η Ρωσία κατέληγε σε πόλεμο με την Αμερική ή την Ευρώπη.
Επιπλέον, η Άγκυρα εμπόδισε ενεργά τους στόχους των Ηνωμένων Πολιτειών στη Συρία.
Εστιάζοντας στην κατάρρευση του καθεστώτος Assad, για χρόνια η κυβέρνηση του Erdoğan επέτρεψε προσωπικό και εξοπλισμός του ISIS να διασχίσει τα τουρκικά σύνορα. Υπήρχαν ακόμη και αξιόπιστες κατηγορίες ότι ο γιος του Erdoğan συμμετείχε σε παράνομο εμπόριο πετρελαίου με το ISIS. Μόνο μετά την εκτέλεση των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Τουρκία, η Άγκυρα αναλάμβανε έναν πιο ενεργό ρόλο ενάντια στους τζιχαντιστές αν και πάλι η προτεραιότητα ήταν οι Κούρδοι και όχι το ισλαμικό χαλιφάτο.
Κατά έναρξη της ειρωνικά ονομαζόμενης επιχείρησης «Κλάδος Ελαίας» κατά των κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων που συμμάχησαν με την Ουάσινγκτον ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, η Τουρκία κατέστρεψε τα σχέδια της κυβέρνησης Trump για τη δημιουργία μιας «κουρδικής» δύναμης συνοριακής ασφάλειας για την αστυνόμευση του βορρά της Συρίας.
Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων αξιωματούχων καταγγέλλει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσινγκτον και απειλεί να επιτεθεί εναντίον αμερικανικού προσωπικού που σταθμεύει μαζί με τις κουρδικές δυνάμεις στη Β. Συρία.
Αξιωματούχοι των ΗΠΑ παραπονέθηκαν ότι η πολιτική της Άγκυρας δεν ήταν «χρήσιμη», λες και αυτός ήταν ο στόχος της κυβέρνησης του Erdoğan.
Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει γίνει εχθρική και προς άλλες χώρες. Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ έγιναν έντονα αρνητικές.
Ο Τούρκος ηγέτης κάποτε προώθησε την προσέγγιση με την Ελλάδα και ορισμένοι αναλυτές ήλπιζαν για μια παρόμοια προσέγγιση με την Κύπρο, στην οποία η Άγκυρα εισέβαλε το 1974, καταλαμβάνοντας περισσότερο από το ένα τρίτο του νησιού για να δημιουργήσει ένα εθνοτουρκικό κράτος. Αλλά η κυβέρνηση Erdoğan έχει αυξήσει τις εντάσεις με την Αθήνα για τα ελληνικά νησιά που διεκδικεί, και αρνήθηκε να κάνει παραχωρήσεις για να τερματίσει την κυπριακή διαμάχη.
Το ενδιαφέρον του Erdoğan για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποθέτοντας ότι ήταν πάντα γνήσιο, βρίσκεται σε τέλμα.
Με την κατάρρευση της Συρίας, χρησιμοποίησε τους πρόσφυγες ως όπλο εκβιασμού ενάντια στην Ευρώπη.
Προώθησε τον ισλαμισμό σε μια περιοχή όπου ο εξτρεμισμός είναι απειλή, συνεχίζει τις μάχες κατά των Κούρδων εντός και εκτός συνόρων, επέβαλε αποκλεισμό των Κούρδων του Ιράκ μετά την απόφαση για ανεξαρτητοποίηση και εισέβαλε στη Συρία.
Τέλος, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016, ο Erdoğan δημιούργησε μια εκλογική δικτατορία. Ξεκίνησε την πρωθυπουργία του ως σύμμαχος των φιλελευθέρων που επιδίωκε να εξαλείψει τις αυταρχικές παγίδες του Ατατούρκ που χρονολογούνται από τη δημιουργία της τουρκικής δημοκρατίας. Ο κεμαλισμός ωστόσο, καθιέρωσε τον εθνικισμό και υποστηρίχθηκε αμείλικτα από τον στρατό.
Ο Erdoğan από τη πρώτη στιγμή δεν ενδιαφέρθηκε για τα δικαιώματα των άλλων, παρά μόνο τα δικά του.
Το Freedom House επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν είναι ελεύθερη χώρα. Η Άγκυρα έχει φυλακίσει περισσότερους από 70 δημοσιογράφους.
Το State Department δημοσίευσε μια έκθεση εβδομήντα πέντε σελίδων σχετικά με τις καταχρήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων δολοφονιών, των βασανιστηρίων, της έλλειψης δίκαιης δίκης, της μαζικής φυλάκισης, της παραβίασης της ελεύθερης έκφρασης, της ανεπαρκούς προστασίας των πολιτών σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, του υπερπληθυσμού των φυλακών κτλ.
Από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία παραμένει εν ισχύ σχεδόν δύο χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η Διεθνής Αμνηστία παρατήρησε ότι «η διαφωνία της γνώμης καταπιέστηκε αμείλικτα, στους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς ακτιβιστές και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.»
Πρόσφατα, τουλάχιστον τριάντα ακτιβιστές συνελήφθησαν για τα σχόλιά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία ονομάστηκαν «προπαγάνδα για ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις».
Οι ακαδημαϊκοί, οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης και οι φοιτητές έχουν επίσης στοχοποιηθεί για τη κριτική τους προς το «σουλτάνο».
Τα βασανιστήρια συνεχίζονται καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας απολάμβαναν ατιμωρησία. Περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες άνθρωποι κρατήθηκαν, πολλοί για αστείους λόγους, όπως η κατοχή ενός δολαρίου ΗΠΑ, που υποτίθεται ότι αποδείκνυε συμμετοχή στη φερόμενη συνωμοσία, αρχηγός της οποίας είναι ο κληρικός Fethullah Gülen. Άλλοι συνελήφθησαν επειδή είχαν λογαριασμό σε δημόσια τράπεζα που ανήκε στον οργανισμό Gülen. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν οι Taner Kılıç και İdil Eser, προέδρος και διευθυντής, αντίστοιχα, της Amnesty International Turkey.
Ο Erdoğan παραδέχτηκε κατ ‘ουσίαν ότι ο Αμερικανός πάστορας Andrew Brunson συνελήφθη στη Τουρκία σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει τις ΗΠΑ σε ανταλλαγή με τον Gülen, ο οποίος κατοικεί στην Πενσυλβάνια. Πολλοί Ευρωπαίοι κρατήθηκαν για παρόμοιους σκοπούς.
Η Human Rights Watch αναφέρει: «Όπου και αν κοιτάξετε, οι ισορροπίες που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου στην Τουρκία διαβρώνονται.» Περίπου 140.000 άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα και είναι αδύνατο να ξαναβρούν εργασία. Πολλοί που άσκησαν κριτική στον Erdoğan δεν μπορούν να φύγουν από τη χώρα, διότι τα διαβατήριά τους έχουν κατασχεθεί, μετατρέποντας τη Τουρκία σε μια τεράστια ανοιχτή φυλακή.
Ο Erdoğan έδειξε τη βαρβατότητά του ακόμη και στην Ουάσιγκτον, όταν οι σωματοφύλακές τους, επιτέθηκαν σε ειρηνικούς διαδηλωτές, κοντά στη τουρκική πρεσβεία. Προστατευμένοι από τη διπλωματική ασυλεία, τραυμάτισαν πολλούς ανθρώπους, κάποιους σοβαρά με τον Τούρκο πρόεδρο να κατηγορεί τον Trump επειδή επιτρέπει στους ανθρώπους να τον επικρίνουν.
Ο Tillerson αναγνώρισε ότι οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται «σε μια μικρή κρίση».
Στην πραγματικότητα, παρά το «φιλικό» κλίμα μεταξύ του Tillerson και του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu, λίγα είναι πλέον τα κοινά συμφέροντα των δυο χωρών.
Οι προσεχείς εκλογικές εξελίξεις, καθιστούν ακόμη λιγότερο πιθανό το συμβιβασμό.
Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν έχει χάσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης και, ως εκ τούτου, σύναψε συμμαχία με το Εθνικιστικό Κόμμα για τις εκλογές του επόμενου έτους. Το τελευταίο μπορεί να είναι κοσμικό, αλλά παραμένει ακόμη πιο αφοσιωμένο σε μια βίαια και επιθετική εξωτερική πολιτική. Ο Ερντογάν δεν μπορεί να αντέξει να κάνει παραχωρήσεις στην Αμερική, η οποία είναι ήδη μισητή στη Τουρκία.
Η Amanda Sloat του Ινστιτούτου Brookings υποστήριξε την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων «πριν είναι πολύ αργά». Αλλά είναι ήδη πολύ αργά.
Καλύτερα να χωριστούν οι δρόμοι ΗΠΑ-Τουρκίας, με την Άγκυρα να εγκαταλείπει το ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, οι δύο κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πιο πρακτική και συναλλακτική σχέση, επικεντρωμένη σε τομείς αμοιβαίας συνεργασίας.
Η Τουρκία δεν είναι πλέον σύμμαχος.
Η διμερής σχέσεις δεν ήταν ποτέ ζωτικής σημασίας και σήμερα σώζονται μετά βίας. Δεν είναι απαραίτητο η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον να είναι αντίπαλοι. Αλλά όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα ωφεληθούν αν οι δύο κυβερνήσεις απέρριπταν το προσωπείο της φιλίας που τώρα καμουφλάρει τις τεράστιες διαφορές τους.
Πηγή: The National Interest
Όταν οι Αμερικανοί προειδοποιούσαν πως τα αμερικανικά στρατεύματα θα υπερασπιστούν τον
εαυτό τους, ο Erdoğan μίλησε για «οθωμανικό χαστούκι», κερδίζοντας πόντους στο αντιαμερικανικό κοινό της χώρας του.
Το The National Interest, δημοσίευσε ανάλυση καταπέλτη για τη πραγματικότητα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα.
Αν και πρακτικά κανείς δεν πιστεύει πως οι δυο κυβερνήσεις θα έρθουν σε σύγκρουση, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, είτε ψεύδονται είτε αυταπατώνται όταν κάνουν λόγο για ενιαία πολιτική των δυο χωρών.
Μετά την επίσκεψη στην Άγκυρα, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Rex Tillerson διακήρυξε: «Θα ενεργούμε από κοινού από εδώ και στο εξής. Θα ξεπεράσουμε τα ζητήματα που προκαλούν δυσκολίες και θα τα επιλύσουμε.»
Ωστόσο, η απειλή της ανοιχτής σύγκρουσης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι πραγματική και καταδεικνύει το βαθμό στον οποίο έχουν αποκλίνει τα συμφέροντά τους.
Οι διαφορές συνεχίζουν να αυξάνονται ήμερα με την ημέρα και με κάθε νέα στρατιωτική επιχείρηση. Αντί να θυσιάζει τις αμερικανικές αξίες και τα συμφέροντα, η Ουάσιγκτον πρέπει να εγκαταλείψει τις φανταστικές προσδοκίες της και να δημιουργήσει μια πιο ρεαλιστική σχέση με τον Erdoğan.
Διαδοχικές κυβερνήσεις εθελοτυφλούσαν στην εμφανή αποξένωση της Τουρκίας.
Η Άγκυρα παραμένει στο ΝΑΤΟ και η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ παραμένει στο Incirlik, αλλά πρακτικά, τίποτα άλλο δεν δεσμεύει τις δύο κυβερνήσεις μεταξύ τους.
Η σχέση τους είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος.
Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε και η Ρωσία δεν πρόκειται να επιτεθεί στην Τουρκία ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του ΝΑΤΟ.
Μετά από τα σκαμπανευάσματα στις σχέσεις με τη Μόσχα για τη κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους, ο Erdoğan έχει βελτιώσει τους δεσμούς με τον Putin.
Η Άγκυρα αγοράζει ακόμη και αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 από τη Μόσχα, υπονομεύοντας τις προσπάθειες της συμμαχίας για τη βελτίωση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των μελών της. Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι η Τουρκία θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, εάν η Ρωσία κατέληγε σε πόλεμο με την Αμερική ή την Ευρώπη.
Επιπλέον, η Άγκυρα εμπόδισε ενεργά τους στόχους των Ηνωμένων Πολιτειών στη Συρία.
Εστιάζοντας στην κατάρρευση του καθεστώτος Assad, για χρόνια η κυβέρνηση του Erdoğan επέτρεψε προσωπικό και εξοπλισμός του ISIS να διασχίσει τα τουρκικά σύνορα. Υπήρχαν ακόμη και αξιόπιστες κατηγορίες ότι ο γιος του Erdoğan συμμετείχε σε παράνομο εμπόριο πετρελαίου με το ISIS. Μόνο μετά την εκτέλεση των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Τουρκία, η Άγκυρα αναλάμβανε έναν πιο ενεργό ρόλο ενάντια στους τζιχαντιστές αν και πάλι η προτεραιότητα ήταν οι Κούρδοι και όχι το ισλαμικό χαλιφάτο.
Κατά έναρξη της ειρωνικά ονομαζόμενης επιχείρησης «Κλάδος Ελαίας» κατά των κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων που συμμάχησαν με την Ουάσινγκτον ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, η Τουρκία κατέστρεψε τα σχέδια της κυβέρνησης Trump για τη δημιουργία μιας «κουρδικής» δύναμης συνοριακής ασφάλειας για την αστυνόμευση του βορρά της Συρίας.
Ένας μεγάλος αριθμός Τούρκων αξιωματούχων καταγγέλλει την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσινγκτον και απειλεί να επιτεθεί εναντίον αμερικανικού προσωπικού που σταθμεύει μαζί με τις κουρδικές δυνάμεις στη Β. Συρία.
Αξιωματούχοι των ΗΠΑ παραπονέθηκαν ότι η πολιτική της Άγκυρας δεν ήταν «χρήσιμη», λες και αυτός ήταν ο στόχος της κυβέρνησης του Erdoğan.
Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει γίνει εχθρική και προς άλλες χώρες. Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ έγιναν έντονα αρνητικές.
Ο Τούρκος ηγέτης κάποτε προώθησε την προσέγγιση με την Ελλάδα και ορισμένοι αναλυτές ήλπιζαν για μια παρόμοια προσέγγιση με την Κύπρο, στην οποία η Άγκυρα εισέβαλε το 1974, καταλαμβάνοντας περισσότερο από το ένα τρίτο του νησιού για να δημιουργήσει ένα εθνοτουρκικό κράτος. Αλλά η κυβέρνηση Erdoğan έχει αυξήσει τις εντάσεις με την Αθήνα για τα ελληνικά νησιά που διεκδικεί, και αρνήθηκε να κάνει παραχωρήσεις για να τερματίσει την κυπριακή διαμάχη.
Το ενδιαφέρον του Erdoğan για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποθέτοντας ότι ήταν πάντα γνήσιο, βρίσκεται σε τέλμα.
Με την κατάρρευση της Συρίας, χρησιμοποίησε τους πρόσφυγες ως όπλο εκβιασμού ενάντια στην Ευρώπη.
Προώθησε τον ισλαμισμό σε μια περιοχή όπου ο εξτρεμισμός είναι απειλή, συνεχίζει τις μάχες κατά των Κούρδων εντός και εκτός συνόρων, επέβαλε αποκλεισμό των Κούρδων του Ιράκ μετά την απόφαση για ανεξαρτητοποίηση και εισέβαλε στη Συρία.
Τέλος, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016, ο Erdoğan δημιούργησε μια εκλογική δικτατορία. Ξεκίνησε την πρωθυπουργία του ως σύμμαχος των φιλελευθέρων που επιδίωκε να εξαλείψει τις αυταρχικές παγίδες του Ατατούρκ που χρονολογούνται από τη δημιουργία της τουρκικής δημοκρατίας. Ο κεμαλισμός ωστόσο, καθιέρωσε τον εθνικισμό και υποστηρίχθηκε αμείλικτα από τον στρατό.
Ο Erdoğan από τη πρώτη στιγμή δεν ενδιαφέρθηκε για τα δικαιώματα των άλλων, παρά μόνο τα δικά του.
Το Freedom House επισημαίνει ότι η Τουρκία δεν είναι ελεύθερη χώρα. Η Άγκυρα έχει φυλακίσει περισσότερους από 70 δημοσιογράφους.
Το State Department δημοσίευσε μια έκθεση εβδομήντα πέντε σελίδων σχετικά με τις καταχρήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων δολοφονιών, των βασανιστηρίων, της έλλειψης δίκαιης δίκης, της μαζικής φυλάκισης, της παραβίασης της ελεύθερης έκφρασης, της ανεπαρκούς προστασίας των πολιτών σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, του υπερπληθυσμού των φυλακών κτλ.
Από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία παραμένει εν ισχύ σχεδόν δύο χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, η Διεθνής Αμνηστία παρατήρησε ότι «η διαφωνία της γνώμης καταπιέστηκε αμείλικτα, στους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς ακτιβιστές και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.»
Πρόσφατα, τουλάχιστον τριάντα ακτιβιστές συνελήφθησαν για τα σχόλιά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία ονομάστηκαν «προπαγάνδα για ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις».
Οι ακαδημαϊκοί, οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης και οι φοιτητές έχουν επίσης στοχοποιηθεί για τη κριτική τους προς το «σουλτάνο».
Τα βασανιστήρια συνεχίζονται καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας απολάμβαναν ατιμωρησία. Περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες άνθρωποι κρατήθηκαν, πολλοί για αστείους λόγους, όπως η κατοχή ενός δολαρίου ΗΠΑ, που υποτίθεται ότι αποδείκνυε συμμετοχή στη φερόμενη συνωμοσία, αρχηγός της οποίας είναι ο κληρικός Fethullah Gülen. Άλλοι συνελήφθησαν επειδή είχαν λογαριασμό σε δημόσια τράπεζα που ανήκε στον οργανισμό Gülen. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν οι Taner Kılıç και İdil Eser, προέδρος και διευθυντής, αντίστοιχα, της Amnesty International Turkey.
Ο Erdoğan παραδέχτηκε κατ ‘ουσίαν ότι ο Αμερικανός πάστορας Andrew Brunson συνελήφθη στη Τουρκία σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει τις ΗΠΑ σε ανταλλαγή με τον Gülen, ο οποίος κατοικεί στην Πενσυλβάνια. Πολλοί Ευρωπαίοι κρατήθηκαν για παρόμοιους σκοπούς.
Η Human Rights Watch αναφέρει: «Όπου και αν κοιτάξετε, οι ισορροπίες που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου στην Τουρκία διαβρώνονται.» Περίπου 140.000 άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα και είναι αδύνατο να ξαναβρούν εργασία. Πολλοί που άσκησαν κριτική στον Erdoğan δεν μπορούν να φύγουν από τη χώρα, διότι τα διαβατήριά τους έχουν κατασχεθεί, μετατρέποντας τη Τουρκία σε μια τεράστια ανοιχτή φυλακή.
Ο Erdoğan έδειξε τη βαρβατότητά του ακόμη και στην Ουάσιγκτον, όταν οι σωματοφύλακές τους, επιτέθηκαν σε ειρηνικούς διαδηλωτές, κοντά στη τουρκική πρεσβεία. Προστατευμένοι από τη διπλωματική ασυλεία, τραυμάτισαν πολλούς ανθρώπους, κάποιους σοβαρά με τον Τούρκο πρόεδρο να κατηγορεί τον Trump επειδή επιτρέπει στους ανθρώπους να τον επικρίνουν.
Ο Tillerson αναγνώρισε ότι οι διμερείς σχέσεις βρίσκονται «σε μια μικρή κρίση».
Στην πραγματικότητα, παρά το «φιλικό» κλίμα μεταξύ του Tillerson και του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu, λίγα είναι πλέον τα κοινά συμφέροντα των δυο χωρών.
Οι προσεχείς εκλογικές εξελίξεις, καθιστούν ακόμη λιγότερο πιθανό το συμβιβασμό.
Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν έχει χάσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης και, ως εκ τούτου, σύναψε συμμαχία με το Εθνικιστικό Κόμμα για τις εκλογές του επόμενου έτους. Το τελευταίο μπορεί να είναι κοσμικό, αλλά παραμένει ακόμη πιο αφοσιωμένο σε μια βίαια και επιθετική εξωτερική πολιτική. Ο Ερντογάν δεν μπορεί να αντέξει να κάνει παραχωρήσεις στην Αμερική, η οποία είναι ήδη μισητή στη Τουρκία.
Η Amanda Sloat του Ινστιτούτου Brookings υποστήριξε την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων «πριν είναι πολύ αργά». Αλλά είναι ήδη πολύ αργά.
Καλύτερα να χωριστούν οι δρόμοι ΗΠΑ-Τουρκίας, με την Άγκυρα να εγκαταλείπει το ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, οι δύο κυβερνήσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πιο πρακτική και συναλλακτική σχέση, επικεντρωμένη σε τομείς αμοιβαίας συνεργασίας.
Η Τουρκία δεν είναι πλέον σύμμαχος.
Η διμερής σχέσεις δεν ήταν ποτέ ζωτικής σημασίας και σήμερα σώζονται μετά βίας. Δεν είναι απαραίτητο η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον να είναι αντίπαλοι. Αλλά όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα ωφεληθούν αν οι δύο κυβερνήσεις απέρριπταν το προσωπείο της φιλίας που τώρα καμουφλάρει τις τεράστιες διαφορές τους.
Πηγή: The National Interest
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου