Η απόσυρση των δραχμών και η αντικατάστασή τους από τα
τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα του ευρώ έγινε απρόσκοπτα καθώς το νέο
νόμισμα έγινε γρήγορα αποδεκτό από το κοινό, όπως προκύπτει από τον
υψηλό όγκο των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν σε ευρώ από τις πρώτες
ημέρες κυκλοφορίας του.
Ήδη, στο τέλος Ιανουαρίου του 2002, το μερίδιο των χαρτονομισμάτων ευρώ ανερχόταν σε 74% επί του συνόλου των κυκλοφορούντων, ενώ ο
αντίστοιχος μέσος όρος για τη ζώνη του ευρώ ήταν 68%.
Μέχρι δε τις 28 Φεβρουαρίου είχαν αποσυρθεί περίπου 2,7 τρισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 90% των δραχμών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία στο τέλος του 2001.
Η διαδρομή προς το ευρώ ήταν μακρά και δεν χαρακτηρίστηκε πάντα από τη δημοσιονομική προσήλωση που απαιτούσαν τα 5 κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ για την υπαγωγή στο ενιαίο νομισματικό περιβάλλον της Ευρώπης.
Όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ του 2015 η «Καθημερινή», ο Κώστας Σημίτης είχε θέσει ως στόχο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ το αργότερο έως 2001, ήτοι δύο χρόνια μετά τις υπόλοιπες χώρες, αλλά πριν εισαχθεί το ευρώ στη φυσική του μορφή.
Η συμμετοχή από 1.1.1999 δεν ήταν εφικτή, καθώς βασιζόταν στα οικονομικά στοιχεία του 1997. Ενα από τα κριτήρια που δεν πληρούσε η Ελλάδα τη χρονιά εκείνη ήταν η συμμετοχή επί δύο έτη στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ).
Σε σύσκεψη στις 15 Ιουλίου 1997 -με υπουργό Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκά Παπαδήμο, αποφασίστηκε να επιδιωχθεί η εισαγωγή της δραχμής στον ΜΣΙ την άνοιξη του 1998.
Στη συνέχεια, ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για την κατάλληλη ισοτιμία. «Χρειαζόταν μία ισοτιμία αξιόπιστη και διατηρήσιμη, που δεν θα δεχόταν πιέσεις, αλλά θα ήταν παράλληλα συνεπής με τον στόχο της περαιτέρω υποχώρησης του πληθωρισμού» λέει στην «Κ» ο κ. Παπαδήμος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάστηκε διαφορετικά σενάρια για το σωστό επίπεδο της υποτίμησης, ενώ αναλύσεις έγιναν και από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών και το γραφείο του πρωθυπουργού. Τελικά υπήρξε σύγκλιση γύρω από μία υποτίμηση της τάξης του 10-12%.
Ιδιαίτερο σκεπτικισμό για την ελληνική πρόταση εξέφραζαν τότε οι Γερμανοί, που μιλούσαν για ανάγκη υποτίμησης ακόμα και πάνω από 20%.
Τελικά συμφωνήθηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% και η εισαγωγή της στον ΜΣΙ με ισοτιμία 357 δραχμές/ECU και εύρος διακύμανσης +/- 15%, η οποία και ανακοινώθηκε –εξυπακούεται- αιφνιδιαστικά στις 16 Μαρτίου του 1998.
Τον Δεκέμβριο του 1999 η ελληνική κυβέρνηση υποβάλλει το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και στις 15 Ιανουαρίου 2000 οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και η ΕΚΤ αποφασίζουν την ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής κατά 3,5%. Με την απόφαση αυτή η ισοτιμία από 353 δρχ. /ευρώ καθορίζεται στις 340,750 δρχ.
Το τελευταίο κριτήριο ένταξης, ο πληθωρισμός, ικανοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2000 και ανακοινώθηκε στις 7 Μαρτίου του ιδίου έτους.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Μαρτίου, υπεβλήθη από την ελληνική κυβέρνηση η αίτηση ένταξης στο ευρώ και η πλήρης συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ.
Από την ημερομηνία αυτή και έπειτα οι εξελίξεις ήταν σχεδόν τυπικές:
Στις 11 Απριλίου 2000 η Κομισιόν εξαίρει τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας και ακολουθούν θετικές εκθέσεις την ένταξη της Ελλάδας.
Στις 3 Μαΐου 2000 η Κομισιόν εγκρίνει την ένταξη.
Στις 5 Ιουνίου του 2000 το ECOFIN εγκρίνει ομόφωνα την ένταξη και την 1η Ιανουαρίου 2001 η Ελλάδα καθίσταται πλήρες μέλος της ευρωζώνης με νόμισμα το ευρώ, η φυσική χρήση του οποίου ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου του 2002.
Πηγή: kathimerini.gr
Ήδη, στο τέλος Ιανουαρίου του 2002, το μερίδιο των χαρτονομισμάτων ευρώ ανερχόταν σε 74% επί του συνόλου των κυκλοφορούντων, ενώ ο
αντίστοιχος μέσος όρος για τη ζώνη του ευρώ ήταν 68%.
Μέχρι δε τις 28 Φεβρουαρίου είχαν αποσυρθεί περίπου 2,7 τρισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 90% των δραχμών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία στο τέλος του 2001.
Η διαδρομή προς το ευρώ ήταν μακρά και δεν χαρακτηρίστηκε πάντα από τη δημοσιονομική προσήλωση που απαιτούσαν τα 5 κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ για την υπαγωγή στο ενιαίο νομισματικό περιβάλλον της Ευρώπης.
Όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ του 2015 η «Καθημερινή», ο Κώστας Σημίτης είχε θέσει ως στόχο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ το αργότερο έως 2001, ήτοι δύο χρόνια μετά τις υπόλοιπες χώρες, αλλά πριν εισαχθεί το ευρώ στη φυσική του μορφή.
Η συμμετοχή από 1.1.1999 δεν ήταν εφικτή, καθώς βασιζόταν στα οικονομικά στοιχεία του 1997. Ενα από τα κριτήρια που δεν πληρούσε η Ελλάδα τη χρονιά εκείνη ήταν η συμμετοχή επί δύο έτη στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ).
Σε σύσκεψη στις 15 Ιουλίου 1997 -με υπουργό Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκά Παπαδήμο, αποφασίστηκε να επιδιωχθεί η εισαγωγή της δραχμής στον ΜΣΙ την άνοιξη του 1998.
Στη συνέχεια, ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για την κατάλληλη ισοτιμία. «Χρειαζόταν μία ισοτιμία αξιόπιστη και διατηρήσιμη, που δεν θα δεχόταν πιέσεις, αλλά θα ήταν παράλληλα συνεπής με τον στόχο της περαιτέρω υποχώρησης του πληθωρισμού» λέει στην «Κ» ο κ. Παπαδήμος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάστηκε διαφορετικά σενάρια για το σωστό επίπεδο της υποτίμησης, ενώ αναλύσεις έγιναν και από το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών και το γραφείο του πρωθυπουργού. Τελικά υπήρξε σύγκλιση γύρω από μία υποτίμηση της τάξης του 10-12%.
Ιδιαίτερο σκεπτικισμό για την ελληνική πρόταση εξέφραζαν τότε οι Γερμανοί, που μιλούσαν για ανάγκη υποτίμησης ακόμα και πάνω από 20%.
Τελικά συμφωνήθηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% και η εισαγωγή της στον ΜΣΙ με ισοτιμία 357 δραχμές/ECU και εύρος διακύμανσης +/- 15%, η οποία και ανακοινώθηκε –εξυπακούεται- αιφνιδιαστικά στις 16 Μαρτίου του 1998.
Τον Δεκέμβριο του 1999 η ελληνική κυβέρνηση υποβάλλει το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και στις 15 Ιανουαρίου 2000 οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και η ΕΚΤ αποφασίζουν την ανατίμηση της κεντρικής ισοτιμίας της δραχμής κατά 3,5%. Με την απόφαση αυτή η ισοτιμία από 353 δρχ. /ευρώ καθορίζεται στις 340,750 δρχ.
Το τελευταίο κριτήριο ένταξης, ο πληθωρισμός, ικανοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2000 και ανακοινώθηκε στις 7 Μαρτίου του ιδίου έτους.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Μαρτίου, υπεβλήθη από την ελληνική κυβέρνηση η αίτηση ένταξης στο ευρώ και η πλήρης συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ.
Από την ημερομηνία αυτή και έπειτα οι εξελίξεις ήταν σχεδόν τυπικές:
Στις 11 Απριλίου 2000 η Κομισιόν εξαίρει τα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας και ακολουθούν θετικές εκθέσεις την ένταξη της Ελλάδας.
Στις 3 Μαΐου 2000 η Κομισιόν εγκρίνει την ένταξη.
Στις 5 Ιουνίου του 2000 το ECOFIN εγκρίνει ομόφωνα την ένταξη και την 1η Ιανουαρίου 2001 η Ελλάδα καθίσταται πλήρες μέλος της ευρωζώνης με νόμισμα το ευρώ, η φυσική χρήση του οποίου ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου του 2002.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου