Κυριακή 28 Μαΐου 2017

«ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΕΑΥΤΟΙΣ» (Πράξ. 20,28)

 Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ἐπιθυμία, ἀγαπητοί μου, ἐπιθυμία μου ἦ­ταν νὰ βρίσκωμαι σ᾽ ἕνα χωριό. Ἀλλὰ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας καὶ παρακαλῶ νὰ ἀκούσετε μερικὰ ἁπλᾶ λόγια. Σήμερα ἑορτάζουν τριακόσοι δεκαοκτὼ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας. 

Αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου μικρό. Φτωχὸς στὴν ἔκφρασι, στὰ νοήματα, στὰ αἰσθήματα· ἔ­­ψαξα ὅμως καὶ βρῆκα ἕνα χρυσὸ νόμισμα. 
Δὲν εἶνε ἀπὸ ὕλη φθαρτή, ἀ­πὸ μέταλ­λο τῆς γῆς· εἶνε νόμισμα ἀξίας ἀπείρου, ἔχει δύναμι μεγάλη.

 Ἂν τὸ πάρετε καὶ τὸ θέσετε σὲ κυκλοφορία, χαρὰ στὰ σπίτια σας, χαρὰ στὴν πόλι σας, κ᾽ ἐγὼ θὰ
πῶ στὸν Κύριο· Μακάριος ὁ λαλῶν εἰς ὦτα ἀκουόντων (πρβλ. Ματθ. 11,15· 13,9,43. Μᾶρκ. 4,9. Λουκ. 8,8· 14,35. Ἀπ. 2,7,11,17,29· 3,6,13,22· 13,9). 
Ἐγὼ λοιπὸν ὁ φτωχὸς προσ­φέρω στὸν καθένα σας μιὰ λίρα.
 Μὴν κοιτάξετε ποιός εἶ­νε ὁ προσφέρων· κοιτάξτε τὸ προσφερόμενο.  
Ποιό εἶνε τὸ χρυσὸ νόμισμα;
 Εἶνε ἕνα ῥητό. Φτάνει ἕνα ῥητὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς νὰ σᾶς κά­νῃ πλουσίους. 
–Ἕνα ῥητὸ λοιπόν; αὐ­τὸ εἶ­νε τὸ χρυσὸ νόμισμα; μεγάλο πρᾶγμα…

 Μὰ δὲ διαβάσατε τὸν Δαυῒδ ποὺ λέει «Ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπὲρ χιλι­άδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου» (Ψαλμ. 118,72); παραπάνω ἀπ᾽ τὸ ἀ­σή­μι καὶ τὸ χρυσάφι ἀγάπησα, Κύριε, τὸ νόμο σου.  
Λοιπὸν τὸ χρυσὸ νόμισμα εἶνε ἕνα ῥητὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· ῥητὸ ποὺ τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας σὲ μία σύναξι πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων, ῥητὸ ἐπάνω στὸ ὁποῖο ῥητόρευσε καὶ φιλοσό­φησε ὁ Μέγας Βασίλειος, ῥητὸ ποὺ εἶνε τὸ ὅ­πλο τοῦ Χριστιανοῦ σὲ κάθε ἐποχή. Τὸ ῥητὸ αὐ­τὸ λέει· Ἀδελφοί, «προσέχετε ἑαυτοῖς» (Πράξ. 20,28).

* * *

Τί σημαίνει «προσέχετε ἑαυτοῖς»; Ἄνθρωποι, στρέψτε τὴν προσοχή, τὰ τηλεσκόπια καὶ μικροσκόπιά σας, ὄχι ἐπάνω στὰ φεγγάρια, σὲ ἀ­στερισμοὺς καὶ γαλαξίες, ἀλλὰ σ᾽ ἕνα ἄλ­λο ἄπειρο σύμπαν, τὸ ὁποῖο κλείνει καὶ ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος μέσα του. 
«Προσέχετε ἑ­αυ­τοῖς» ἴσον ἐπαγρύπνησις διαρκής· εἶνε τὸ «γνῶ­θι σαυτὸν» τῶν ἀρχαίων προγόνων μας, τὸ «ἔνδον σκάπτε» τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας.  
Ἀκόμη ἁπλούστερα. Τί κάνεις ὅταν βαδίζῃς σὲ δρόμο ὀλισθηρό; προσέχεις μὴ γλιστρήσῃς. Ἤ, σὲ μέρος ποὺ ὑπάρχουν κακοποιοί, τί κάνεις πρὶν κοι­μη­θῇς; ἀμπαρώνεις πόρτες καὶ παράθυ­­ρα· ὅσοι μά­λιστα ἔχουν παραδάκι, αὐτοὶ ἀσφα­λίζουν ἀκόμη πιὸ πολύ. Ἂν πᾶτε καὶ σὲ τρά­πε­ζα, «ναὸ» τοῦ μαμωνᾶ, ἐκεῖ ὑ­πάρχουν φρου­ροὶ ἕ­τοιμοι νὰ πυροβολήσουν ὅποιον πλησι­άσῃ νὰ διαρρήξῃ τὰ χρη­ματοκιβώτια. Ἔτσι λοιπόν, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ φυλάξῃς καὶ τὸ ἄλλο σπίτι, τὸ πνευματικό, τὸ σπίτι τῆς ψυ­χῆς.  
Ἔχει κι αὐτὸ παράθυρα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ. Ἂν ψάξετε τοὺς προφῆτες, θὰ δῆτε ὅτι ὁ Ἰερε­μίας ἔχει ἕνα σπουδαιότατο λόγο. «Ἀνέβη», λέει, «θά­να­τος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἰερ. 9,21). Βρῆκε δηλαδὴ ὁ ἐχθρὸς παράθυρο, σκαρφάλωσε σὰν τὸ λῃστὴ καὶ μπῆκε. 
Τὸ περίφημο αὐτὸ χωρίο ἑρ­μηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ λέει·
 Φυλάξτε τὰ παράθυρα τῆς ψυχῆς σας!
 «Θυρίδες», παράθυρα δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ τὰ φρουρῇς εἶνε – ποιά; οἱ πέντε αἰσθή­σεις· ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις, καὶ ἡ ἁφή. 
Ὅσοι θέλετε νὰ τὰ δῆτε αὐτὰ καλύτερα, σᾶς συνιστῶ ν᾽ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο τοῦ ἁ­γίου Νικοδήμου ποὺ λέγεται Περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων· ἐκεῖ θὰ δῆτε μία ἀνάλυσι τοῦ ῥητοῦ «Ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων». Φύλαγε λοιπὸν τὰ παράθυρά σου.

"Πρόσεχε σεαυτῷ" (Λευϊτ. 4,9). Πρόσεχε τί βλέπεις. «Οἱ ὀ­φθαλ­μοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παροιμ. 4,25). Μὴ ξε­χνᾷς, ὅτι μιὰ ματιὰ σὲ πάει στὸν παράδει­σο καὶ μιὰ ματιὰ σὲ πάει στὴν κόλασι. Θυμήσου τί ἔ­παθε ὁ Δαυΐδ· ἀπὸ μιὰ ματιὰ ἔπεσε, ἔ­κα­νε φόνο καὶ μοιχεία, καὶ ἐπὶ χρόνια μούσκευε μὲ δά­κρυα τὸ προσκέφαλό του. Ὦ ἐσεῖς ποὺ τὰ μάτια σας βόσκουν ἐπάνω σὲ αἰσχρὰ καὶ ἀ­κατονόμαστα, προσέξτε καλά· «διὰ τῶν θυρίδων» τῶν ὀφθαλμῶν μπαίνει μέσα ὁ θάνατος, γε­μίζει ἡ καρδιὰ αἰσθήματα βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα. Πρόσεχε ἀκόμα τί διαβάζεις. Εἶνε ἀρκετὸ ἕνα βιβλίο νὰ σὲ καταστρέψῃ. Στὸν ἄλλο κόσμο, νὰ εἶστε βέβαιοι, πολλοὶ νέοι καὶ νέες θὰ λένε· Κα­ταραμένη ἡ ὥρα ποὺ ἔπιασα στὰ χέρια μου βιβλία ποὺ μοῦ κλόνισαν τὴν πίστι καὶ τὴν ἠθική.

"Προσέχετε ἑαυτοῖς". Πρόσεχε τί βλέπεις, πρόσεχε ἀκόμα τί ἀκοῦς. Βούλωσε τὰ αὐτιά σου, νὰ μὴ δέχεσαι τὰ ἀπρεπῆ καὶ ἀνόητα, ὅ,τι ἄπιστο καὶ διεστραμμένο. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου καὶ καθάρισέ τα, γιὰ νὰ ἀκοῦς τὸν ἦχο τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος, ὅ,τι εἶνε ὡραῖο καὶ ὑψηλό.

"Προσέχετε ἑαυτοῖς". Δὲν εἶπα τίποτα. Ἐ­γὼ θὰ ἤμουν εὐχαριστημένος, στὴ γενεὰ ποὺ ζοῦ­με, στὰ πήλινα τοῦτα χρόνια, ἂν οἱ Χριστιανοὶ προσέχουν μάτια καὶ αὐτιά, προσ­έχουν δὲ καὶ τὴ γλῶσσα τους.
 Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τί λές.  
Νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμ­πρὸς θὰ μιλήσουμε γιὰ «ἄλγεβρα». 
Ἐδῶ πλέ­ον τὸν λόγο ἔχουν ἅγιοι ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου. Προσέχετε, μᾶς λένε, τί· τὴ σκέψι σας! Ναί, τὴ σκέψι. Γιατὶ καὶ γιὰ μιὰ σκέψι θὰ δώσετε λόγο στὸ Θεό. Πές μου τί σκέπτεσαι –ἰδίως τὴ νύχτα, ὅταν ξαπλώ­νεις στὸ κρεβάτι–, νὰ σοῦ πῶ τί εἶ­σαι. Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ κακὴ σκέψι. Μοιάζει σὰν τὸ μι­­κρόβιο πού, ἂν περάσῃ στὶς φλέβες, εἶ­νε ἱ­κανὸ νὰ μολύνῃ ὅλο τὸ αἷμα, νὰ κάνῃ τὸν ἄν­­θρω­­πο πτῶμα. «Προσέχετε ἑαυτοῖς», λοι­πόν, νὰ μὴ εἰσδύσῃ στὴν καρδιὰ πονηρὴ σκέψι. Πόσο δύσ­κολο εἶνε αὐτό! «Οἱ τὰ χερου­βὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες… πᾶσαν ἀποθώμε­θα μέριμναν». Ἀκοῦ­τε; «πᾶσαν μέριμναν». Σᾶς ἐρω­τῶ καὶ πέστε μου· μέσα στὴ μία ὥρα, ποὺ βαστάει ἡ θεία λειτουρ­γία, ποιός μένει ἀ­περίσπαστος καὶ δὲν φεύγει καθόλου ἡ σκέψι του; Φεύγει συνε­χῶς, τρέχει δε­ξιὰ κι ἀρι­στερά. Τὸ νὰ μαζέψῃς λοιπὸν τὸ μυαλό σου καὶ νὰ τό ᾽χῃς πάντα στὸ Θεὸ εἶνε μεγάλο πρᾶ­γμα, τὸ ὁποῖο μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγῶνα καὶ μόχθο κατώρθωσαν οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου οἱ λεγόμε­νοι νηπτικοί. Τώρα ἐμεῖς ἔχουμε θο­­λὰ μυαλά, τὸ μυαλό μας δὲν εἶνε καθαρό. Ὅ­ταν ἤ­μουν στὰ Γρεβενά, ἔτυχε νὰ βρεθῶ χει­μῶνα κοντὰ στὸν Ἁλιάκμονα ποταμό, ποὺ κατέ­βαινε ὁρμητικὸς καὶ τὸ ῥεῦμα του ἦταν θολό. Πῆγα καὶ Αὔγουστο, καὶ τότε τὸ ῥεῦμα ἔρ­ρεε τόσο καθαρό, ὥστε ἔβλεπα τὴ μορφή μου, καθρεφτι­ζόμουν μέσ᾽ στὰ νερά· ἔβλεπα στὸν πυθμένα τὰ πετραδάκια, ἄσπρα – μαῦ­ρα – κόκκινα, διέκρινα ἀκόμα καὶ τὰ ψαράκια ποὺ κολυμ­ποῦσαν. «Τοῖς τὰ φαῦλα πράσσουσι Θεὸς οὐκ ἐμφανίζεται». Θολὸ μυαλὸ δὲν βλέπει τὸ Θεό· καρδιὰ καθαρὴ τὸν βλέπει.

* * *

Ἀδελφοί μου, «προσέχε­τε ἑ­­­αυτοῖς» νύχτα – μέρα. Σῶσε με, Κύριε, λέει ἡ Γραφή, «ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμο­νίου μεσημβρινοῦ» (Ψαλμ. 90,5-6). Φυλαχθῆτε καὶ στὸ δρόμο καὶ στὴν πλατεῖα καὶ στὴν ἔρημο· παντοῦ καραδοκεῖ ὁ ἐχθρὸς κρατώντας ὅπλα τρομερά.
 
Ἀλλὰ ἐγὼ φοβᾶμαι τὸν διάβολο περισσότε­ρο ὅταν ἀφήνῃ τὰ ὑλικὰ ὅπλα καὶ φορῇ μά­σκα ἀγγέλου. Τότε πῶς θὰ φυλαχθῶ; Ὅταν ὁ τόπος μας ἀ­πειλεῖτο ἀπὸ ἐχθροὺς σιδηρόφρακτους, τὸ φρό­νημά μας ἦταν ὑγιές· τώρα ὁ διάβολος μᾶς ἐ­πιτίθεται μὲ προσωπεῖα, ὡραῖες μουτσοῦ­νες. 
Γελαστός, μελιστάλακτος, εὐγενέστατος, τζέν­τελμαν. 
Κρατάει πανέρια μὲ λουλούδια καὶ λέει· 
Ἔλα νέε μου, ἔλα κοπέλλα μου, πά­ρε, μὴ φοβᾶσαι… 

Παιδιά, προ­σέξτε· μὴν ἁπλώ­σετε χέρι στὰ πανέρια του, γιατὶ κάτω ἀπ᾽ τὰ λουλού­δια κρύβονται φίδια. «Προσέχετε ἑαυτοῖς», λέει ὁ Παῦλος· τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χρι­στός, ὁ Κύριός μας· «Γρηγορεῖτε» (Ματθ. 24,42 κ.ἀ.). 
«Προσέχετε ἑαυτοῖς μή­ποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾽ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη» (Λουκ. 21,34).
 
Θὰ φέρω δύο εἰκόνες, γιὰ νὰ αἰσθητοποιήσω τὸν κίνδυνο. 
Στὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ τελευταίου πολέμου, εἶδα στρατιῶτες στὴ σκοπιὰ πού, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν, κεντοῦ­σαν τὸ κορμί τους μὲ βελόνες!
 Κ᾽ ἐσὺ σκοπὸς εἶ­σαι· φύλαγε ἄγρυπνα λοιπόν.
 Καὶ ἡ ἄλλη εἰκόνα· στὶς 29 Μαΐου 1453 «ἑάλω ἡ Πόλις», ἔπεσε ἡ Βασιλεύουσα. 
Πῶς ἔπεσε; Ἔμεινε ἀφύλαχτη ἡ Κερκόπορτα. Καὶ ἐδῶ ὁ ἐχθρὸς εἶνε μπροστά μας, κινδυνεύουμε πάλι. Φυλάξτε τὰ τείχη. Ὅλοι στὶς θέσεις τους ἐν ἐπιφυλακῇ.
Κινδυνεύουμε ἀπὸ ἐχθροὺς ὄχι τόσο ἐξωτε­ρικοὺς ὅσο ἐσωτερικούς, ἀπὸ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὰ πάθη μας μὲ κορυφαῖο τὴ διχόνοια.
Ἀδελφοί, «προσέχετε ἑαυτοῖς». Μερικοὶ ἔ­χουν νὰ φυλάξουν ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό τους ἀλ­λὰ καὶ ἄλλους ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν εὐ­θύνη τους· ὁ οἰκογενειάρχης τὰ παιδιά του, ὁ δάσκα­λος τοὺς μαθητάς του, ὁ ἀξιωματικὸς τοὺς στρα­τιῶτες του, ὁ νομάρχης τὸ νομό του, ὁ ἐπίσκο­πος τὴν ἐπισκοπή του. Φυλάξτε τὰ ποίμνιά σας.
Ἂς σταθοῦμε στὶς ἐπάλξεις, ἂς φυλάξουμε τὶς νεώτερες Θερμοπύλες τοῦ γένους. Ἂν πρό­κειται ν᾽ ἀλλάξουμε πίστι, νὰ γίνουμε φράγ­κοι, προτεστάντες, χιλιασταί, ἰεχωβῖτες, ροταριανοί, μασόνοι· ἂν πρόκειται νὰ χάσουμε τὴν πίστι μας, χίλιες φορὲς νὰ πε­θάνουμε. Ὅ­λοι γεν­ναῖοι στρατιῶτες. Στῶμεν καλῶς, στῶ­μεν με­τὰ πίστεως. Τότε θὰ φανοῦμε ἄξιοι τῶν πατέρων μας, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη θὰ εἶνε αἰωνία.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν μητροπολιτικὸ ἱ. ναὸ Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν τὴν 26-5-1963.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 79β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου