Τι χρησιμεύει το Πρωτογενές Πλεόνασμα (Π.Π.);
Στην πληρωμή των τόκων επί του συνολικού κρατικού χρέους. Με τη θετική διαφορά μεταξύ δαπανών και εισπράξεων πληρώνονται μόνον οι τόκοι και τίποτε άλλο!
Αν όμως συμβεί ακριβώς αυτό, τότε το χρέος δεν μεγαλώνει και τούτο είναι το πιο σημαντικό.
Στην πράξη, μέχρι σήμερα και ας πούμε λίγα χρόνια μετά την
πτώση της δικτατορίας, το κράτος δεν ήταν ποτέ σε θέση να πληρώσει τόκους παλαιών δανείων χωρίς να δανειστεί νέο χρήμα.
Κι επειδή γνωρίζω τη φιλομάθεια και την αυστηρότητα των αναγνωστών της «Κ», να διευκρινίσω λίγο καλύτερα τα προηγούμενα, με τη βοήθεια του καθηγητή Χρυσάφη Ιροδάνογλου και του εξαιρετικού πανεπιστημιακού βοηθήματος προς τους φοιτητές του.
Αρχικώς, οι δαπάνες για τόκους, που απαιτούν είπαμε το αντίστοιχο Π.Π., αυξήθηκαν από 0,3% του ΑΕΠ το 1973 σε 1,4% το 1980.
Η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Ακολούθως όμως, οι τόκοι «εμφανίζουν τη μεγαλύτερη άνοδο από κάθε άλλη κατηγορία δημόσιων δαπανών» και πήγαν στο 9,4%.
Στη δεκαετία που ακολουθεί εξελίσσεται η μεγάλη προσπάθεια ένταξης στο ευρώ. Οι τόκοι ανεβαίνουν μέχρι το υψηλότατο σημείο τους, στο 12,4% το 1994.
Από εκεί και μετά, η πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής αποκλιμακώνει, αρχικώς 6,9% το 2000 και μέχρι το 4,4% το 2005.
Σημαντικότερο είναι όμως το γεγονός ότι η επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ, σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση του νομίσματος και την οριστική πρόσδεση της δραχμής με το ευρώ δημιουργούν Π.Π. που το 2000 ήρκεσε για την κάλυψη του 41% του ποσού που χρειαζόταν να πληρώσουμε σε τόκους.
Αυτό ήταν ό,τι το καλύτερο έχουμε ποτέ καταφέρει.
Στα χρόνια του ευρώ, ειδικά από το 2003 και μετά, η δανειακή χίμαιρα και ο υπερδανεισμός των κυβερνήσεων οδήγησαν σε άνοδο του βάρους των τόκων στο 7,3% το 2011.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι, πιεζόμενοι και τότε από το Ταμείο, διευκόλυναν την περικοπή του χρέους (Μάρτιος και Νοέμβριος 2012) και πήραν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης των βαρών από το χρέος. Με αποτέλεσμα, η αναλογία των τόκων που πρέπει να καλύπτει το δημόσιο ταμείο, να μειώνεται συνεχώς.
Η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό που συζητεί ήδη η Βουλή βρίσκεται στο 3,1% για το 2017. Το ποσοστό αυτό, κάτι σαν το επιτόκιο επί του συνολικού χρέους, είναι ιστορικά το χαμηλότερο κόστος που έχει ποτέ, στην ιστορία του, πληρώσει το κράτος για τα (πάντοτε πολύ μεγάλα) δάνειά του.
Εδώ γίνεται ο «καβγάς». Το Βερολίνο ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να βρίσκει μόνη της αυτό το «3,5%», δημιουργώντας το ανάλογο πλεόνασμα, χωρίς δηλαδή να δανείζεται για την πληρωμή του, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε νέα αύξηση του χρέους. Το Ταμείο λέει ότι, έτσι όπως λειτουργούν η χώρα και οι κυβερνήσεις της, αυτό είναι αδύνατον να συμβεί. Η συζήτηση συνεχίζεται...
απο τη kathimerini.gr
Στην πληρωμή των τόκων επί του συνολικού κρατικού χρέους. Με τη θετική διαφορά μεταξύ δαπανών και εισπράξεων πληρώνονται μόνον οι τόκοι και τίποτε άλλο!
Αν όμως συμβεί ακριβώς αυτό, τότε το χρέος δεν μεγαλώνει και τούτο είναι το πιο σημαντικό.
Στην πράξη, μέχρι σήμερα και ας πούμε λίγα χρόνια μετά την
πτώση της δικτατορίας, το κράτος δεν ήταν ποτέ σε θέση να πληρώσει τόκους παλαιών δανείων χωρίς να δανειστεί νέο χρήμα.
Κι επειδή γνωρίζω τη φιλομάθεια και την αυστηρότητα των αναγνωστών της «Κ», να διευκρινίσω λίγο καλύτερα τα προηγούμενα, με τη βοήθεια του καθηγητή Χρυσάφη Ιροδάνογλου και του εξαιρετικού πανεπιστημιακού βοηθήματος προς τους φοιτητές του.
Αρχικώς, οι δαπάνες για τόκους, που απαιτούν είπαμε το αντίστοιχο Π.Π., αυξήθηκαν από 0,3% του ΑΕΠ το 1973 σε 1,4% το 1980.
Η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Ακολούθως όμως, οι τόκοι «εμφανίζουν τη μεγαλύτερη άνοδο από κάθε άλλη κατηγορία δημόσιων δαπανών» και πήγαν στο 9,4%.
Στη δεκαετία που ακολουθεί εξελίσσεται η μεγάλη προσπάθεια ένταξης στο ευρώ. Οι τόκοι ανεβαίνουν μέχρι το υψηλότατο σημείο τους, στο 12,4% το 1994.
Από εκεί και μετά, η πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής αποκλιμακώνει, αρχικώς 6,9% το 2000 και μέχρι το 4,4% το 2005.
Σημαντικότερο είναι όμως το γεγονός ότι η επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ, σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση του νομίσματος και την οριστική πρόσδεση της δραχμής με το ευρώ δημιουργούν Π.Π. που το 2000 ήρκεσε για την κάλυψη του 41% του ποσού που χρειαζόταν να πληρώσουμε σε τόκους.
Αυτό ήταν ό,τι το καλύτερο έχουμε ποτέ καταφέρει.
Στα χρόνια του ευρώ, ειδικά από το 2003 και μετά, η δανειακή χίμαιρα και ο υπερδανεισμός των κυβερνήσεων οδήγησαν σε άνοδο του βάρους των τόκων στο 7,3% το 2011.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι, πιεζόμενοι και τότε από το Ταμείο, διευκόλυναν την περικοπή του χρέους (Μάρτιος και Νοέμβριος 2012) και πήραν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης των βαρών από το χρέος. Με αποτέλεσμα, η αναλογία των τόκων που πρέπει να καλύπτει το δημόσιο ταμείο, να μειώνεται συνεχώς.
Η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό που συζητεί ήδη η Βουλή βρίσκεται στο 3,1% για το 2017. Το ποσοστό αυτό, κάτι σαν το επιτόκιο επί του συνολικού χρέους, είναι ιστορικά το χαμηλότερο κόστος που έχει ποτέ, στην ιστορία του, πληρώσει το κράτος για τα (πάντοτε πολύ μεγάλα) δάνειά του.
Εδώ γίνεται ο «καβγάς». Το Βερολίνο ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να βρίσκει μόνη της αυτό το «3,5%», δημιουργώντας το ανάλογο πλεόνασμα, χωρίς δηλαδή να δανείζεται για την πληρωμή του, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε νέα αύξηση του χρέους. Το Ταμείο λέει ότι, έτσι όπως λειτουργούν η χώρα και οι κυβερνήσεις της, αυτό είναι αδύνατον να συμβεί. Η συζήτηση συνεχίζεται...
απο τη kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου