Χαλκιδική |
Επανάληψη του «ελληνικού θαύματος» που παρατείνεται μέχρι τον Νοέμβριο - όπως έγραψε τελευταία ο γερμανικός τύπος, θέλει να εξασφαλίσει η χώρα μας και για το 2022, οπότε και ευελπιστεί να καταφέρει να πετύχει την ολική επαναφορά των τουριστικών μεγεθών του 2019.
Ο κ. Βασίλης Κικίλιας με δηλώσεις του στον Σκάι επιβεβαίωσε στην ουσία το «μακρύ ελληνικό καλοκαίρι», κάνοντας λόγο για ενεργή τουριστική περίοδο μέχρι τις 16 του επόμενου μήνα σε Κρήτη, Ρόδο, Κέρκυρα, αλλά και Αθήνα - Θεσσαλονίκη και ανακοίνωσε νέες κινήσεις, προκειμένου να αυξηθούν οι πτήσεις και να ενισχυθεί ταυτόχρονα το city break σε συνεχούς λειτουργίας προορισμούς που έχουν πληγεί περισσότερο μέσα στην κρίση.
«Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές, χρειάζεται όμως αυτοσυγκράτηση, διότι δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από διθυράμβους όσο οι εμβολιασμοί έχουν «κολλήσει» και όσο χρειάζεται να ρίξουμε το βάρος και σε άλλους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα οι υποδομές μας που έχουν φτάσει στα όριά τους», επισημαίνουν παρ΄ όλα αυτά, στελέχη της αγοράς, χτυπώντας «καμπανάκι» για την ανθεκτικότητα του τουριστικού μας προϊόντος και μάλιστα, στο άμεσο μέλλον.
«Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα»
Η φετινή επιτυχία δημιουργεί αυξημένες προσδοκίες, ενώ και ο κ. Κικίλιας δηλώνει «συγκρατημένα αισιόδοξος» υπό την προϋπόθεση της ομαδικής δουλειάς στην ίδια συνισταμένη που θα αναβαθμίσει την ποιότητα και θα φέρει περισσότερα έσοδα και θέσεις εργασίας. Υπογραμμίζει πάντως, πως η δουλειά «ενός υπουργού Τουρισμού είναι τώρα, το φθινόπωρο και το χειμώνα», υπονοώντας πως η επιτυχία δεν μπορεί να είναι συγκυριακή, αλλά πρέπει να βασίζεται στην καλή προετοιμασία.
Την ίδια ώρα, κορυφαίοι παράγοντες υποστηρίζουν ότι «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα».
«Η φετινή χρονιά ήταν απρόβλεπτη. Δεν περιμέναμε αυτό που προέκυψε. Οι δικές μας οι προβλέψεις ήταν πολύ χαμηλότερες από το διαφαινόμενο αποτέλεσμα φέτος.
Του χρόνου λοιπόν φαίνεται ότι τα πράγματα θα είναι ακόμα καλύτερα και ίσως φτάσουμε και τα νούμερα του 2019», παραδέχεται από την πλευρά του ο κ. Γιάννης Ρέτσος.
Ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ, μιλώντας στο πάνελ του συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών με θέμα η «Η Ελλάδα Μετά V», αναφέρθηκε όμως και σε μια άλλη μεγάλη πρόκληση: «Διότι για να μπορέσουμε να αντέξουμε σαν τουριστικός προορισμός, δεχόμενοι τόσο πολύ κόσμο για μεγάλη περίοδο πλέον της χρονιάς, πρέπει να αυξήσουμε την ποιότητα του προϊόντος μας.
Και για να αυξήσουμε την ποιότητα του προϊόντος μας, πρέπει να διασυνδέσουμε τη δραστηριότητα με άλλους τομείς.
Αν δεν βελτιώσουμε για παράδειγμα τα υλικά που προσφέρουμε στους τουρίστες μας, δεν μπορούμε να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί.
Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει οπωσδήποτε να διασυνδεθούμε με τον ελληνικό πρωτογενή τομέα και την παραγωγή. Αυτή είναι μια τεράστια πρόκληση, διότι θέλει και αλλαγή νοοτροπιών, θέλει όμως και να βρεθεί κοινό πεδίο συνεννόησης και στις δύο μεριές».
Ένα «θαύμα» που χρειάζεται συνέργειες
Το ζήτημα που αναδείχθηκε περισσότερο μέσα στην κρίση, ίσως είναι αυτό του υπερτουρισμού.
Προορισμοί όπως η Μύκονος ή η Σαντορίνη ή ακόμη και μικρότερα νησιά, είδαν τις υποδομές τους να «λυγίζουν», όταν κλήθηκαν να διαχειριστούν μέσα σε δύο μήνες τον ίδιο όγκο επισκεπτών που άλλες φορές τον έβλεπαν μέσα στον διπλάσιο χρόνο.
Τι θα μπορούσε να συμβεί, εάν για παράδειγμα η Ελλάδα υποδεχόταν ξανά του χρόνου 33 εκατομμύρια τουρίστες, όπως συνέβη το 2019;
«Εάν θέλουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε ανάπτυξη πρέπει πρώτα από όλα να διαχειριστούμε τους προορισμούς αυτούς βελτιώνοντας προφανώς τις υποδομές.
Και από την άλλη εμείς, ως ιδιώτες και ως πάροχοι της υπηρεσίας, να βελτιώσουμε το προϊόν μας σε επίπεδο τέτοιο, που να δεχόμαστε πλέον περισσότερο συνάλλαγμα με τον ίδιο κόσμο ή ακόμα και με λιγότερο κόσμο. Αυτό είναι μία τεράστια πρόκληση βέβαια.
Αυτό για να γίνει θέλει τρομερή συνέργεια.
Δεν είναι μόνο έργο της κεντρικής κυβέρνησης.
Πολύ μεγάλο βάρος πέφτει και στην τοπική αυτοδιοίκηση, πολύ μεγάλο βάρος πέφτει και στον ιδιωτικό τομέα», εξηγεί με απλά λόγια, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Αναμέτρηση με «ώριμους» ανταγωνιστές
Η Ελλάδα αναμένεται να δεχθεί πιο έντονες πιέσεις του χρόνου, όταν όλες οι χώρες θα μπουν δυναμικά στον στίβο του ανταγωνισμού.
Κυρίως η Ισπανία, αλλά και η Ιταλία και η Πορτογαλία ακόμη, θεωρούνται «ώριμοι» αντίπαλοι και φυσικά, δεν πρόκειται να καθίσουν «με σταυρωμένα τα χέρια».
Πρόσφατα, η TUI ανέδειξε την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο και την Τουρκία ως τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στη Μεσόγειο για την επόμενη σεζόν, ενώ κορυφαία στελέχη της συμφώνησαν χθες με τον κ. Κικίλια να ξεκινήσουν τη δραστηριότητα του Ομίλου σε επιλεγμένους ελληνικούς προορισμούς από τα τέλη Μαρτίου - στους οποίους φιλοδοξούν να οδηγήσουν ξανά πάνω από 3 εκατομμύρια επισκέπτες.
Τουριστικοί παράγοντες εκτιμούν ότι η χώρα μας εξακολουθεί να ξεχωρίζει έναντι των ανταγωνιστών της σε παραμέτρους όπως είναι η φιλικότητα, το φαγητό, η διαμονή και η ασφάλεια ακόμη, υστερεί όμως σε ζητήματα που σχετίζονται με τις δημόσιες υποδομές, την έλλειψη ταξιδιωτικών εμπειριών, την κατάσταση στους αρχαιολογικούς χώρους, την καθαριότητα ή την άναρχη δόμηση, ενώ πλέον και η κλιματική κρίση έχει αναδείξει τη σημασία της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των προορισμών.
Ο κ. Βασίλης Κικίλιας με δηλώσεις του στον Σκάι επιβεβαίωσε στην ουσία το «μακρύ ελληνικό καλοκαίρι», κάνοντας λόγο για ενεργή τουριστική περίοδο μέχρι τις 16 του επόμενου μήνα σε Κρήτη, Ρόδο, Κέρκυρα, αλλά και Αθήνα - Θεσσαλονίκη και ανακοίνωσε νέες κινήσεις, προκειμένου να αυξηθούν οι πτήσεις και να ενισχυθεί ταυτόχρονα το city break σε συνεχούς λειτουργίας προορισμούς που έχουν πληγεί περισσότερο μέσα στην κρίση.
«Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές, χρειάζεται όμως αυτοσυγκράτηση, διότι δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από διθυράμβους όσο οι εμβολιασμοί έχουν «κολλήσει» και όσο χρειάζεται να ρίξουμε το βάρος και σε άλλους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα οι υποδομές μας που έχουν φτάσει στα όριά τους», επισημαίνουν παρ΄ όλα αυτά, στελέχη της αγοράς, χτυπώντας «καμπανάκι» για την ανθεκτικότητα του τουριστικού μας προϊόντος και μάλιστα, στο άμεσο μέλλον.
«Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα»
Η φετινή επιτυχία δημιουργεί αυξημένες προσδοκίες, ενώ και ο κ. Κικίλιας δηλώνει «συγκρατημένα αισιόδοξος» υπό την προϋπόθεση της ομαδικής δουλειάς στην ίδια συνισταμένη που θα αναβαθμίσει την ποιότητα και θα φέρει περισσότερα έσοδα και θέσεις εργασίας. Υπογραμμίζει πάντως, πως η δουλειά «ενός υπουργού Τουρισμού είναι τώρα, το φθινόπωρο και το χειμώνα», υπονοώντας πως η επιτυχία δεν μπορεί να είναι συγκυριακή, αλλά πρέπει να βασίζεται στην καλή προετοιμασία.
Την ίδια ώρα, κορυφαίοι παράγοντες υποστηρίζουν ότι «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα».
«Η φετινή χρονιά ήταν απρόβλεπτη. Δεν περιμέναμε αυτό που προέκυψε. Οι δικές μας οι προβλέψεις ήταν πολύ χαμηλότερες από το διαφαινόμενο αποτέλεσμα φέτος.
Του χρόνου λοιπόν φαίνεται ότι τα πράγματα θα είναι ακόμα καλύτερα και ίσως φτάσουμε και τα νούμερα του 2019», παραδέχεται από την πλευρά του ο κ. Γιάννης Ρέτσος.
Ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ, μιλώντας στο πάνελ του συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών με θέμα η «Η Ελλάδα Μετά V», αναφέρθηκε όμως και σε μια άλλη μεγάλη πρόκληση: «Διότι για να μπορέσουμε να αντέξουμε σαν τουριστικός προορισμός, δεχόμενοι τόσο πολύ κόσμο για μεγάλη περίοδο πλέον της χρονιάς, πρέπει να αυξήσουμε την ποιότητα του προϊόντος μας.
Και για να αυξήσουμε την ποιότητα του προϊόντος μας, πρέπει να διασυνδέσουμε τη δραστηριότητα με άλλους τομείς.
Αν δεν βελτιώσουμε για παράδειγμα τα υλικά που προσφέρουμε στους τουρίστες μας, δεν μπορούμε να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί.
Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει οπωσδήποτε να διασυνδεθούμε με τον ελληνικό πρωτογενή τομέα και την παραγωγή. Αυτή είναι μια τεράστια πρόκληση, διότι θέλει και αλλαγή νοοτροπιών, θέλει όμως και να βρεθεί κοινό πεδίο συνεννόησης και στις δύο μεριές».
Ένα «θαύμα» που χρειάζεται συνέργειες
Το ζήτημα που αναδείχθηκε περισσότερο μέσα στην κρίση, ίσως είναι αυτό του υπερτουρισμού.
Προορισμοί όπως η Μύκονος ή η Σαντορίνη ή ακόμη και μικρότερα νησιά, είδαν τις υποδομές τους να «λυγίζουν», όταν κλήθηκαν να διαχειριστούν μέσα σε δύο μήνες τον ίδιο όγκο επισκεπτών που άλλες φορές τον έβλεπαν μέσα στον διπλάσιο χρόνο.
Τι θα μπορούσε να συμβεί, εάν για παράδειγμα η Ελλάδα υποδεχόταν ξανά του χρόνου 33 εκατομμύρια τουρίστες, όπως συνέβη το 2019;
«Εάν θέλουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε ανάπτυξη πρέπει πρώτα από όλα να διαχειριστούμε τους προορισμούς αυτούς βελτιώνοντας προφανώς τις υποδομές.
Και από την άλλη εμείς, ως ιδιώτες και ως πάροχοι της υπηρεσίας, να βελτιώσουμε το προϊόν μας σε επίπεδο τέτοιο, που να δεχόμαστε πλέον περισσότερο συνάλλαγμα με τον ίδιο κόσμο ή ακόμα και με λιγότερο κόσμο. Αυτό είναι μία τεράστια πρόκληση βέβαια.
Αυτό για να γίνει θέλει τρομερή συνέργεια.
Δεν είναι μόνο έργο της κεντρικής κυβέρνησης.
Πολύ μεγάλο βάρος πέφτει και στην τοπική αυτοδιοίκηση, πολύ μεγάλο βάρος πέφτει και στον ιδιωτικό τομέα», εξηγεί με απλά λόγια, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
Αναμέτρηση με «ώριμους» ανταγωνιστές
Η Ελλάδα αναμένεται να δεχθεί πιο έντονες πιέσεις του χρόνου, όταν όλες οι χώρες θα μπουν δυναμικά στον στίβο του ανταγωνισμού.
Κυρίως η Ισπανία, αλλά και η Ιταλία και η Πορτογαλία ακόμη, θεωρούνται «ώριμοι» αντίπαλοι και φυσικά, δεν πρόκειται να καθίσουν «με σταυρωμένα τα χέρια».
Πρόσφατα, η TUI ανέδειξε την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο και την Τουρκία ως τους πιο δημοφιλείς προορισμούς στη Μεσόγειο για την επόμενη σεζόν, ενώ κορυφαία στελέχη της συμφώνησαν χθες με τον κ. Κικίλια να ξεκινήσουν τη δραστηριότητα του Ομίλου σε επιλεγμένους ελληνικούς προορισμούς από τα τέλη Μαρτίου - στους οποίους φιλοδοξούν να οδηγήσουν ξανά πάνω από 3 εκατομμύρια επισκέπτες.
Τουριστικοί παράγοντες εκτιμούν ότι η χώρα μας εξακολουθεί να ξεχωρίζει έναντι των ανταγωνιστών της σε παραμέτρους όπως είναι η φιλικότητα, το φαγητό, η διαμονή και η ασφάλεια ακόμη, υστερεί όμως σε ζητήματα που σχετίζονται με τις δημόσιες υποδομές, την έλλειψη ταξιδιωτικών εμπειριών, την κατάσταση στους αρχαιολογικούς χώρους, την καθαριότητα ή την άναρχη δόμηση, ενώ πλέον και η κλιματική κρίση έχει αναδείξει τη σημασία της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των προορισμών.
Στελέχη από το χώρο του τουρισμού επισημαίνουν ότι η πολλαπλασιαστική επίδραση της «βαριάς βιομηχανίας» στην οικονομία θα μπορούσε να συμπαρασύρει και άλλους κλάδους προς την ανάπτυξη, αφού η διεθνής ανταγωνιστικότητά της αλλά και τα γρήγορα αντανακλαστικά της, διατηρούνται σε υψηλότερα επίπεδα από του συνόλου της ελληνικής οικονομίας.
Νένα Ουζουνίδου
bankingnews.gr
Νένα Ουζουνίδου
bankingnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου