Tο χρέος της Ελλάδας έχει διπλασιαστεί συγκριτικά με το 2010 τόσο σε σχέση με τα εισοδήματα των Ελλήνων, όσο και με τα περιουσιακά τους στοιχεία – οπότε είναι αδιανόητο να τάσσεται κανείς υπέρ της πολιτικής των μνημονίων, όταν έχει προηγηθεί αυτή η βιβλική καταστροφή.
Ανάλυση
Απλουστευμένα, το πραγματικό εισόδημα
προσδιορίζεται από το
ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται είτε για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών, είτε για «ίδιες» επενδύσεις ή/και για αποταμίευση.
Εάν λοιπόν το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται για την κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αναγκών μειώνεται, με την παράλληλη αύξηση αυτού που οδηγείται στην επί πλέον κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις αποταμιεύσεις, τότε το πραγματικό εισόδημα καλυτερεύει.
ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται είτε για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών, είτε για «ίδιες» επενδύσεις ή/και για αποταμίευση.
Εάν λοιπόν το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται για την κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αναγκών μειώνεται, με την παράλληλη αύξηση αυτού που οδηγείται στην επί πλέον κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις αποταμιεύσεις, τότε το πραγματικό εισόδημα καλυτερεύει.
Αντίθετα, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος, σαν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των τιμών ή των φόρων σημαίνει ότι, ένα μεγαλύτερο ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος διατίθεται για την αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών – οπότε, λιγότερα χρήματα κατευθύνονται στα μη βασικά καταναλωτικά αγαθά, στις αποταμιεύσεις και στις ίδιες επενδύσεις.
Για παράδειγμα, εάν από τα 1.000 € του μισθού μας διαθέτουμε σήμερα τα 200 € για την αγορά των βασικών αγαθών (καλάθι της νοικοκυράς), παραμένουν 800 € για τις υπόλοιπες ανάγκες ή τοποθετήσεις μας.
Εάν όμως λίγους μήνες αργότερα υποχρεωθούμε να διαθέσουμε 300 €, με το μισθό μας σταθερό στα 1.000 €, το πραγματικό μας εισόδημα μειώνεται αυτόματα, κατά το ποσόν της αύξησης της δαπάνης (100 € ή 10%).
Παραδόξως όμως, οι εργαζόμενοι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος τους, η οποία επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της αύξησης των τιμών – του πληθωρισμού δηλαδή.
Οι επενδύσεις τώρα, αυτές δηλαδή που
διενεργούνται από τους εκάστοτε επιχειρηματίες, στηρίζονται κυρίως στις
αποταμιεύσεις – οι οποίες, μέσω των τραπεζών, οδηγούνται στις
επιχειρήσεις (στην πραγματική οικονομία ή στις χρηματιστηριακές αγορές).
Το εισόδημα λοιπόν, η κατανάλωση, οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συνιστούν ένα αλληλοεξαρτώμενο σύνολο – το οποίο, σε τελική ανάλυση, δημιουργεί συνθήκες ύφεσης (φτώχειας) ή ανάπτυξης (πλούτου) σε μία οικονομία.
Το εισόδημα λοιπόν, η κατανάλωση, οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συνιστούν ένα αλληλοεξαρτώμενο σύνολο – το οποίο, σε τελική ανάλυση, δημιουργεί συνθήκες ύφεσης (φτώχειας) ή ανάπτυξης (πλούτου) σε μία οικονομία.
Στην περίπτωση βέβαια που ο περιορισμός του πραγματικού εισοδήματος οφείλεται, αφενός μεν στη μείωση του ονομαστικού μισθού (κάτι που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγινε αποδεκτό από τους εργαζομένους),
αφετέρου δε στην αύξηση των τιμών, όπως συμβαίνει «πιλοτικά» κυρίως
στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μειώνονται «γεωμετρικά» τόσο η κατανάλωση,
όσο οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις, η κατάσταση γίνεται εκρηκτική.
Εάν δε προσθέσει κανείς εκείνο το επί
πλέον μέρος του εισοδήματος που κατευθύνεται στην αποπληρωμή υφισταμένων
ιδιωτικών χρεών, «πυροδοτείται» αναμφίβολα μία αλυσιδωτή αντίδραση, με αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν (στασιμοπληθωρισμός, ανεργία, χρεοκοπίες τραπεζών, κοινωνικές αναταραχές κλπ).
Περαιτέρω, όταν ο πληθωρισμός είναι
«διπλός», όταν δεν είναι δηλαδή μόνο το επακόλουθο της ανόδου των τιμών
των πρώτων υλών (πετρέλαιο κλπ) και των εμπορευμάτων (σιτηρά κλπ) αλλά,
επίσης, των άμεσων ή έμμεσων φόρων, με στόχο την αντιμετώπιση της
υπερχρέωσης του δημοσίου, τα αποτελέσματα παύουν να είναι απλά
απρόβλεπτα – αφού τα εισοδήματα «συμπιέζονται» από πολλές, διαφορετικές
πλευρές, οπότε η ολοκληρωτική καταστροφή (η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου δηλαδή, των περιουσιακών στοιχείων κλπ), είναι προδιαγεγραμμένη.
Ολοκληρώνοντας, αυτό που δεν γίνεται εύκολα κατανοητό είναι το ότι, το
δημόσιο χρέος πρέπει να υπολογίζεται όχι μόνο σε σχέση με το ΑΕΠ αλλά,
επίσης, ανάλογα με τα εισοδήματα και τα περιουσιακά στοιχεία των Πολιτών – αφού αυτοί καλούνται σε τελική ανάλυση να το αποπληρώσουν μέσω των φόρων κοκ.
Στα πλαίσια αυτά το δημόσιο χρέος της
Ελλάδας έχει διπλασιαστεί συγκριτικά με το 2010 τόσο σε σχέση με τα
εισοδήματα των Ελλήνων, όσο και με τα περιουσιακά τους στοιχεία – αφού
έχουν μειωθεί πάνω από το 50%.
Ως εκ τούτου, είναι αδιανόητο να τάσσεται κανείς υπέρ της πολιτικής των μνημονίων ή υπέρ της βιωσιμότητας του χρέους, όταν έχει προηγηθεί αυτή η βιβλική καταστροφή στην Ελλάδα.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Συνεχίζοντας, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, η μείωση του βιοτικού επιπέδου μίας ανεπτυγμένης, «δυτικής» κοινωνίας έχει αρκετά περιθώρια – συγκρινόμενη
με αυτήν μίας αναπτυσσόμενης χώρας. Για παράδειγμα, το ποσοστό του
εισοδήματος που καταναλώνεται για είδη βασικής διατροφής σε πολλά μέρη
της Ασίας ξεπερνάει το 80%, όταν στη Γερμανία δεν είναι μεγαλύτερο του
10% (στην Ελλάδα μάλλον υπερβαίνει το 20%). Επομένως, υπάρχει αρκετός «χώρος» επιβολής φόρων, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για την εξόφληση των δημοσίων χρεών – αρκεί φυσικά να το αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα οι Πολίτες, χωρίς «περιττές» εξεγέρσεις και αντιδράσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός των
δημοσίων χρεών είναι δυνατόν να επιταχυνθεί με τη βοήθεια της πώλησης
περιουσιακών στοιχείων. Δηλαδή, ένα υπερχρεωμένο κράτος μπορεί να
«εξυπηρετήσει» τους δανειστές του, πουλώντας πάγια στοιχεία του (ακίνητη
περιουσία, δημόσιες επιχειρήσεις κλπ), συνήθως σε εξευτελιστικές,
«υφεσιακές» τιμές, καθώς επίσης υποχρεώνοντας τους Πολίτες του να μεταφέρουν ένα μέρος των δικών τους περιουσιακών στοιχείων στο ίδιο
– με τη βοήθεια της αύξησης των φόρων, καθώς επίσης της μείωσης των
«κοινωνικών δαπανών, η οποία συνιστά ουσιαστικά μία «καλυμμένη» αύξηση
των φόρων.
Για παράδειγμα, όσον αφορά τη δημόσια Υγεία, όταν δυσχεραίνεται η πρόσβαση των Πολιτών στους γιατρούς του ΙΚΑ ή στα νοσοκομεία, πληρώνουν τόσο την ιατρική περίθαλψη, όσο και τα φάρμακα, από τα δικά τους χρήματα
– οπότε έμμεσα μεταβιβάζουν «πόρους» στο δημόσιο. Το ίδιο φυσικά ισχύει
με την Παιδεία, όπου τα έξοδα των Ελλήνων για φροντιστήρια, τα οποία
οφείλουν την ύπαρξη τους στη συνεχή υποβάθμιση των δημοσίων σχολείων, σε
συνδυασμό με τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, ξεπερνούν τα 5
δις € ετησίως (περί το 2,5% του ΑΕΠ ή το 10% των μηνιαίων αποδοχών των
εργαζομένων).
Κατά την άποψη μας, η μείωση του
πραγματικού εισοδήματος των Ελλήνων, μόνο από τους δύο αυτούς τομείς
(Παιδεία και Υγεία), είναι της τάξης τουλάχιστον του 20%, σε σχέση με τις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης – με τις ανάλογες υπηρεσίες κατά πολύ χειρότερες.
Η αποστολή των κυβερνήσεων των δανειστών
Περαιτέρω, εάν η κυβέρνηση ενός κράτους,
ακολουθώντας τις εντολές των δανειστών, καταφέρει τελικά να πείσει τους
«υπηκόους» της (τοποθετώντας τους σταδιακά προ τετελεσμένων
γεγονότων και κατηγορώντας τους «γκεμπελικά» για «κοινωνικό αμοραλισμό»
– αυξημένη φοροδιαφυγή, ιδιοτελή εκλογική ψήφο, διαφθορά κλπ)
ότι, η υπερχρέωση του δημοσίου οφείλεται αφενός μεν σε αυτούς, αφετέρου
στις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες (οι οποίες όμως παραμένουν
ατιμώρητες στο «απυρόβλητο»), έχει σίγουρα εκπληρώσει το πρώτο μέρος της
«αποστολής» της.
Πόσο μάλλον (το δεύτερο μέρος της «αποστολής» της)
όταν παράλληλα επιτύχει να επιβάλλει το άνοιγμα όλων των κλειστών
επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση της αγοράς και όλα
τα υπόλοιπα του νεοφιλελεύθερου δεκαλόγου – «βαφτίζοντας» τα αυθαίρετα διαρθρωτικές αλλαγές και προσφέροντας τα «βορά» στα θηρία του Καρτέλ, επιβραβεύοντας τα για την αποκρατικοποίηση της εξουσίας.
Για παράδειγμα, απελευθερώνοντας το κλειστό επάγγελμα των δικηγόρων, προσκαλούνται ουσιαστικά τα πανίσχυρα ξένα δικηγορικά γραφεία (πολλά
από αυτά απασχολούν περισσότερους από 1.000 νομικούς, ενώ είναι στην
υπηρεσία των πολυεθνικών φοροφυγάδων), με τα οποία δεν μπορεί να
ανταπεξέλθει ούτε το ίδιο το κράτος – όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες,
μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
Κατά την ίδια λογική, απελευθερώνοντας
το επάγγελμα των φαρμακοποιών, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις έλευσης
των πολυεθνικών φαρμακευτικών αλυσίδων – κάτι που ισχύει αντίστοιχα και
για τις μεταφορές. Επίσης, απελευθερώνοντας την «κοινωφελή» αγορά
ενέργειας (ΔΕΗ κλπ) ή ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ κλπ), δημιουργούνται οι επόμενες
προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών – οι οποίες τελικά εξαγοράζουν τα «υπολείμματα» των κοινωφελών επιχειρήσεων, επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες (αυξημένες τιμές κλπ).
Αρκεί να αναφέρει κανείς εδώ, όσον αφορά τη λειτουργία των πολυεθνικών ότι, οι
τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος από τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες της
Γερμανίας είναι υπερδιπλάσιες, σε σχέση με αυτές που προσφέρει η ΔΕΗ στη
χώρα μας – ενώ προωθείται πλέον, από τα ομοσπονδιακά γερμανικά
κρατίδια, η «επανακρατικοποίηση» όλων αυτών των εταιρειών, οι οποίες
πρόσφατα (1998) ιδιωτικοποιήθηκαν!
Για να καταφέρει βέβαια η εκάστοτε
κυβέρνηση να εκπληρώσει τη διπλή «αποστολή» της, πρέπει να «διογκώνει»
δημιουργικά τα πάσης φύσεως ελλείμματα (προϋπολογισμός, ΔΕΚΟ, νοσοκομεία
κλπ), να έχει τη «σιωπηρή συμφωνία» της μείζονος αντιπολίτευσης, να τοποθετεί έντεχνα τη μία κοινωνική ομάδα απέναντι στην άλλη, να «σβήνει» τυχόν σκάνδαλα, «προβάλλοντας» καινούργια
(με τη βοήθεια επιλεγμένων ΜΜΕ), να εκφοβίζει τους διαδηλωτές,
ενδεχομένως με τη βοήθεια κάποιων «λυπηρών» θανάτων ή «βομβιστικών»
επιθέσεων, να «προβάλλει» τις τρομοκρατικές απειλές, να διατηρεί τους
«παραδοσιακούς εχθρούς» της χώρας ετοιμοπόλεμους κλπ.
Επίλογος
Στα παραπάνω «πλαίσια», εξειδικεύοντας στο παράδειγμα της Ελλάδας, λύσεις υπάρχουν, όπως ισχυρίζεται η σκιώδης κυβέρνηση μας – αλλά και πολλές άλλες «διατεταγμένες» κυβερνήσεις στο πρόσφατο παρελθόν (Βραζιλία, Αργεντινή κλπ).
Αρκεί βέβαια να «ενοχοποιηθούν και να θυματοποιηθούν» οι Πολίτες, αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες,
καθώς επίσης να «εγκλωβισθεί» η κοινωνική συνοχή – να αποδεχθούν οι
Έλληνες τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου τους αδιαμαρτύρητα, να
περιθωριοποιηθούν, να υποταχθούν στη μοίρα τους ή/και σε κάποια
ηγεμονική δύναμη, να συμφιλιωθούν με την εξαθλίωση κλπ.
Άλλωστε, όλα συνηθίζονται από τον άνθρωπο – αρκεί η εξουσία να είναι σταθερή στις ολοκληρωτικές θέσεις της, να ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που κάνει, μοιράζοντας υποσχέσεις που δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει, καθώς επίσης να αφήνει αρκετό, «ικανό» καλύτερα χρόνο αφομοίωσης των «μονομερών» αποφάσεων της από τους Πολίτες.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν πραγματικά δεν χρειάζεται ανάπτυξη, δεν υπάρχει λόγος να εκδιωχθούν οι «θεσμοί», η διαπλοκή/διαφθορά μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν ατιμώρητες, ενώ είναι δυνατόν να περιορισθούν τα χρέη που συσσωρεύτηκαν στο κράτος, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να χρεοκοπήσει.
Έτσι ικανοποιούνται, εξυπηρετούνται καλύτερα τόσο οι αχόρταγες «αγορές», όσο και το Καρτέλ –
αφού όχι μόνο δεν χρειάζεται να συμβάλλουν στην αποφυγή της χρεοκοπίας
(μειώνοντας τα τοκογλυφικά επιτόκια, παύοντας να φοροαποφεύγουν κλπ)
αλλά, αντίθετα, αφενός μεν κερδίζουν ακόμη περισσότερα, εκμεταλλευόμενες
όλα τους τα όπλα (χρηματοπιστωτικά παράγωγα προϊόντα, εξαγορές κοινωφελών επιχειρήσεων σε χαμηλές τιμές κλπ), αφετέρου συνεχίζουν «απρόσκοπτα» την πορεία τους, επιλέγοντας ήρεμα το επόμενο θύμα που θα «κατασπαράξουν».
.
Σημείωση: Το κείμενο είναι μέρος μίας ανάλυσης από το Φεβρουάριο του 2011, με τον τίτλο «Ο θάνατος του κοινωνικού κράτους».
απο το analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου