Κυριακή 23 Απριλίου 2017

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»-Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Η ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶ­νε τὸ ἰσχυρότερο προπύργιο τῆς πίστε­ώς μας. 
Ἀλλ’ ὅσο γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶνε γεγο­νὸς πανη­γυρικό, τόσο οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι τὸ ἀμφισβητοῦν. Αὐτοὶ θέλουν ἐπιχειρήματα, θέ­λουν θαύματα γιὰ νὰ πεισθοῦν.

* * *


Ἐ­λᾶτε λοιπὸν νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμό­σφαιρα τῶν πόλεων, νὰ πᾶμε στὴν
ὕπαιθρο, ν’ ἀναπνεύσουμε καθαρὸ ἀέρα.
 Ἂς βγοῦ­με στὰ χωράφια, νὰ δοῦμε ἐκεῖ τὸ θαῦ­μα τῆς Ἀναστάσεως.
 ―Τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως στὰ χωράφια; μὰ τί σχέσι ἔχει;… 
Ἔ­χουμε μάτια, ἀλλὰ δὲ βλέπουμε. 
Εἴδατε ποτὲ γεωργό; Τί κάνει; 
 Ὅ,τι καὶ ὁ νεκρο­θάφτης. Ὅ­πως ὁ νεκροθάφτης σκάβει λάκκο καὶ βάζει μέσ᾿ στὴ γῆ τὸ νεκρὸ τὸ σῶ­μα, ἔτσι καὶ ὁ γεωρ­γός. 
Παίρνει ἕνα νεκρὸ μικρούτσικο πρᾶγμα, ποὺ πολλὲς φορὲς εἶνε σὰν τὸ κε­­φάλι τῆς καρ­φίτσας, παίρνει ἕνα σπόρο, ἀνοίγει λάκκο καὶ τὸ θάβει μέσα στὴ γῆ.
 Ὁ σπόρος δὲν ἔχει οὔ­τε φύλλα οὔτε ἄνθος. 
Καὶ ὄχι μόνο θάβεται, ἀλλὰ καὶ σαπίζει στὴ γῆ, ὅπως τὸ κορμὶ τοῦ πεθαμένου (γι᾿ αὐτὸ ἀ­κριβῶς ἐμεῖς οἱ ὀρθό­δοξοι κάνουμε κόλλυβα στὰ μνημόσυνα. Ἔ­χει μεγάλη σημασία αὐ­τό, ἀλλὰ δὲν μπορῶ ἐ­δῶ νὰ ἐπεκταθῶ)
Ἀφοῦ λοιπὸν σαπίσῃ ὁ σπόρος, μετά, ἀπὸ ’κεῖνο τὸ σάπιο πρᾶγμα, ―με­γάλα σου τὰ θαύ­ματα, Θεέ μου!― βγαίνει ἕνα ὡραῖο στάχυ· καὶ πᾷς τώ­ρα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ βλέπεις μιὰ θάλασσα πράσινη νὰ κυματίζῃ κάτω ἀπὸ τὶς πνοὲς τοῦ ἀνέμου. 

Ἔλα ἐσύ, ἐπιστήμη, νὰ φτειάξῃς, ἕνα σπυρὶ κα­λαμπόκι, ἕνα σπυρὶ σι­τάρι. Μπορεῖς νὰ τὸ φτειάξῃς; 
 Δὲν μπορεῖς. Τί παρατηροῦμε λοι­πόν· ὅτι ἕνα σπυρὶ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Τά ’χουμε συνηθίσει αὐτὰ τὰ φαινόμενα καὶ δὲ μᾶς κάνουν ἐντύπωσι. Ἕνα μικρὸ σπυράκι σὰν τὸ κεφάλι τῆς καρ­φίτσας ῥίχνεις στὴ γλά­στρα σου, ἐσὺ ἡ νοικοκυρά, κι ἀπ’ αὐτὸ βγαί­νει ἕνα ὡραῖο λουλούδι ποὺ εὐωδιάζει. 
Πῶς γίνεται αὐτό; 
Πῶς ἀπὸ ἕνα μικρὸ σπόρο, ποὺ σπέρνει ὁ κηπουρός, βγαίνει ἀλλοῦ λεμονιά, ἀλλοῦ πορτοκαλιά, ἀλλοῦ ἐλιὰ κ.τ.λ.; Καὶ μέ­σα ἀπὸ μικροὺς σπό­ρους βγαίνουν τεράστια δέντρα, πελώρια πλα­τάνια, ποὺ κάτω ἀπ’ τὴ σκιά τους παίζει τὴ φλογέρα του ὁ βοσκός. 
Πῶς;… Μυστήρια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐξη­γήσῃ ἡ ἐπιστήμη. 
―Μὰ τί σχέσι ἔχουν αὐτὰ μὲ τὸ θέμα;

Ἔχουν μεγάλη σχέσι. Γιά διαβάστε νὰ δῆτε. Ἂν εἶστε Χριστιανοί, ἂν θέλετε νὰ φτειάξουμε σωστὴ οἰκογέ­νεια, πετάξτε ἀ­πὸ τὰ σπίτια σας τὶς ψευ­τοφυλλάδες καὶ τὰ κοσμικὰ περιοδικά. Κά­νετε ἕνα κοντρὸλ καὶ ἐλέγξτε τί διαβάζουν τὰ παιδιά σας. Αὐτὰ ποὺ διαβάζουν τὰ Ἑλλη­νόπουλα δὲν τὰ διαβά­ζουν οὔτε στὸ Χόλλυγουντ· τόσο αἰσχρὰ καὶ ἀκατο­νόμαστα εἶνε. Βάλτε λοιπὸν φωτιὰ σὲ ὅλα αὐ­τά, γιὰ ν’ ἁγιά­σῃ τὸ χέρι σας. Καὶ πάρτε νὰ διαβάσετε ―δῶ­στε καὶ στὸ παιδί σας, ἂν τὸ ἀγα­πᾶτε― τί; Τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει μέ­σα θησαυ­ρό. Τὰ ἄλλα εἶνε κόπρια τοῦ διαβόλου· δια­μάντι τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστό­λων. 
Ἀνοῖξτε λοιπόν, ἀδέρφια μου, σήμερα στὸ σπίτι τὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ στὸ 15ο κεφάλαιο, στίχους 35-38. 
Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾷ σ’ αὐτὸν ποὺ ἀμ­φισβητεῖ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ λέει· Ἀνόητε! αὐτὸ ποὺ σπέρνεις ἐσὺ δὲν ἀνασταί­νεται ἂν προηγουμένως δὲν πεθάνῃ· ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀνασταίνει ἀπὸ ἕνα νεκρὸ σπόρο ἕνα λουλούδι κ’ ἕνα πλατάνι ὁλόκληρο, ἐκεῖ­νος ἀνασταίνει καὶ τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ σὲ πείσῃ ὅτι ἔχει τὴ δύναμι καὶ ὁ ἴδιος ν’ ἀναστηθῇ ἀπὸ τὸν τάφο, κάνει καὶ ἄλλο θαυμάσιο.
 Ποιό;
 Ἔκλεισε μέσα σ᾿ ἕ­να ἀβγὸ τὴ δύναμι νὰ βγάζῃ ἕνα ζωντανὸ που­λί.
 Μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς ν’ ἀνεβῶ ὡς στρατι­ωτι­κὸς ἱερεὺς πάνω στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, ποὺ οἱ κορυφές τους σμίγουν μὲ τὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ ἔπεσαν τόσα κορμιὰ νέων, γιὰ ν’ ἀν­θίσῃ ἐδῶ ἡ ἐλευθερία. 
Ἐκεῖ ὑπάρχουν φωλιὲς ποὺ κελαηδοῦν ἀηδόνια.
 Μιὰ μέρα λοιπόν, καθὼς ἤμουν κάτω ἀπὸ τὸ ἀντίσκηνο, μοῦ λέει κά­ποιος στρατιώτης (κατήγετο ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ Μάνη, ἦταν ἀγράμματος βοσκός, εἶχε ὅμως μέσ᾿ στὴν καρδιά του τὸ Θεό)·
―Ἀ­κοῦς, πά­τερ μου, τὸ θαῦμα;
 ―Τί, παιδάκι μου;
 ―Δὲν ἀ­κοῦς ἐδῶ ἀπάνω ποὺ κελαηδᾶνε τ᾿ ἀ­ηδόνια; Θέ’ς νὰ δῇς ἀπὸ ποῦ βγαίνει τ᾿ ἀη­δόνι;
 ―Ἀ­πὸ ποῦ; ἐρωτῶ.
 ―Περίμενε, μοῦ λέει. Σκαρφαλώνει λοιπὸν στὰ κλαδιὰ καὶ σὲ λίγο μοῦ φέρ­νει ἕνα μικρὸ ἀβγουλάκι. 
―Νά, μοῦ λέει, ἀπὸ ᾽δῶ βγαίνει τ’ ἀηδόνι!… Πολὺ μικρὸ εἶνε τὸ ἀβγὸ τοῦ ἀηδονιοῦ. Δὲν εἶνε σὰν τὸ ἀβγὸ τῆς στρουθοκαμήλου ἢ τῆς χήνας ἢ τῆς ὄρνιθας. Ἕνα μικρούτσικο. Ποιός θὰ περίμενε, μέσα ἀπὸ αὐτὸ νὰ βγαίνῃ ἕνα ἀηδόνι νὰ κελαηδάῃ;  
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ δὲν ἑορτάζεται τυχαίως τὴν ἐποχὴ αὐτή. Συμπίπτει μὲ τὴν ἄ­νοιξι. «Σήμερον ἔαρ μυρίζει» (ἐξαπ. Θωμ.), ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἔχουμε ἄνοιξι τῆς φύσεως, καὶ μὲ τὴν ᾽Ανάστασι ἑορτάζουμε τὴν ἄ­νοι­ξι τῆς πίστεως· τώρα ἀνθεῖ ἡ πίστις. Γι’ αὐ­­τό, ἀ­δελφέ μου, κάθε φορὰ ποὺ βλέ­πεις στὴ γλά­στρα νὰ βγαίνῃ τριαντάφυλλο, κάθε φορὰ ποὺ βλέπεις τὴ γῆ νὰ γεμίζῃ στά­χυα, κάθε φο­ρὰ ποὺ ἀκοῦς νὰ κελαηδῇ ἕνα πουλὶ στὰ κλαδιά, τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε κ’ ἕνα μήνυμα Ἀναστάσεως. «Χριστὸς ἀνέστη», φωνάζουν ὅλα.  
Ἂν θέλῃς λοιπὸν νὰ βεβαιωθῇς γιὰ τὴν Ἀ­νάστασι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θ᾿ ἀκούσῃς τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἄνοιξε τὸ βιβλίο τῆς φύ­­σεως καὶ θ᾿ ἀκούσῃς πάλι «Χριστὸς ἀνέστη». Ἡ φύσις εἶνε βιβλίο ποὺ ἐπὶ αἰῶ­νες τώρα τὸ μελετοῦν οἱ ἐπιστήμονες, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀκόμη οὔτε τὸ ξεφύλλισαν. Καὶ σὲ κάθε σελίδα γράφει· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔρ­γα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).

 Ἂν ὅμως δὲν σοῦ φτάνουν αὐτά, τότε ἄ­νοιξε καὶ κάτι ἄλλο. Ἄνοιξε τὴν ἱστορία. Θ’ ἀ­κού­σῃς κ’ ἐκεῖ πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ποῦ ἀ­κούγεται, σὲ ποιά ἱστορία; Ἀσφαλῶς καὶ στὴν ἱστορία τῶν ἄλλων ἐθνῶν· ἔχουν καὶ αὐτὰ τὴν ἱστορία τους – δὲν τὴν ὑποτιμῶ. Ἂν ὅμως ἀ­νοίξῃς τὴ δική μας ἱστορία καὶ ἔχῃς μέσα σου ἕνα μόριο, ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀγάπης στὴν πατρίδα αὐτή, θ᾿ ἀκούσῃς μέσα στὶς σελίδες της τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». 
Ποῦ ἀκούγεται; Ὑπάρ­χει μιὰ χρονολογία ποὺ γιὰ μᾶς εἶνε ὀδυνηρά. Εἶνε τὸ ἔτος 1453, ὅταν τὰ τέκνα τῆς Ἄγαρ κα­τέβασαν ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς Ἁ­για – Σοφιᾶς τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἔστησαν τὴν ἡμισέληνο. Ἀπὸ τότε εἶχε σβήσει πιὰ τὸ γένος μας. 
Τὸ ὄ­νομα τοῦ Ἕλληνος λησμονήθηκε. Ραγιᾶ τὸν φώναζαν ὅλοι. Στὸ χάρτη Ἑλλὰς δὲν ὑπῆρχε. Ὄχι ἕνα καὶ δύο, ἀλλὰ τριακόσα ἑξην­ταοκτὼ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1453 μέχρι τὸ 1821, ἂν ἔπαιρνες τοὺς χάρτες, δὲν ἔβλεπες πουθενὰ Ἑλ­λάδα. 
Ἡ Ἑλλάδα ἦταν σβησμένη, ἀφανισμένη σὲ τάφο δουλείας. 
Καὶ ἐρωτοῦμε· 
Ποιός τὴν ἀνέστησε; 
Ποιός πῆγε στὸν τάφο της καὶ τὴν ἔβγαλε;
 Ἂς λένε ὅ,τι θέλουν οἱ ἄπιστοι· ἕνα εἶνε γεγονός, ὅτι τὸ ἔθνος μας ἀναστή­θηκε μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ Χριστός, ποὺ πῆγε στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,43), ὁ ἴδιος πῆγε καὶ στὸν ἄλλο τάφο καὶ εἶ­πε·
 Ἑλλάς, «δεῦρο ἔξω». 
Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀ­νεστήθη· μὲ τὶς παντιέ­ρες, μὲ τὰ ῥάσα, μὲ τὰ εὐαγγέλια, μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα, μὲ τὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Ναί, ἀνεστήθη ἡ Ἑλλάς· καὶ πάνω στὰ μνήματα τῶν ἡρώων μας, ὅπου ὑπάρχει ἐλευθέρα γῆ καὶ ὅπου κάμπος ἀνθί­ζει, ἀκούγεται «Χριστὸς ἀνέστη» – «καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀνέστη».

* * *


«Χριστὸς ἀνέστη» λοιπόν, ἀδελφοί μου· αὐ­­τὸ ἤθελα ν’ ἀπευθύνω στὴν ἀγάπη σας. Ναί, «Χριστὸς ἀνέστη». Τὸ φωνάζει ἡ κτίσις ὅλη. Τὸ φωνάζουν πρῶτα – πρῶτα οἱ ἄγγελοι ποὺ πέταξαν ἀπὸ τὰ οὐράνια. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔπειτα ―πρὸς τιμήν τους― τὸ πρῶτο «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ εἶπαν γυναῖκες, οἱ μυροφόρες. 
Ἔπειτα τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ φώναξαν οἱ μαθηταί. 
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δι­εκήρυξε ὁ Θωμᾶς· στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄπιστος, ἀλλὰ κατόπιν εἶπε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20, 29). 
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· προηγουμένως βλά­σφη­μος, ἀλλ’ ἔπειτα καὶ αὐτὸς διαπρύσιος κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου. 
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκούγεται ἀπὸ ὅλη τὴ φύσι, ἀκούγεται καὶ ἀπὸ κάθε μέρος τῆς Ἑλληνικῆς πατρίδος, ποὺ εἶνε γῆ ἁ­γίων καὶ μαρτύρων.
 Ὅπου νὰ πᾷς· στὴ Μά­νη, στὴν Τριπολιτσά, στὸ Μεσολόγγι, στὴ Θεσ­σαλία, στὴ Μακεδονία μας, στοὺς τάφους τῆς Καστοριᾶς, τῆς Φλωρίνης, τῶν Γρεβενῶν, στῆ­σε τ’ αὐτί σου καὶ θ’ ἀκούσῃς «Χριστὸς ἀ­νέστη» ἀπὸ κάθε πέτρα καὶ κάθε κλαρί.  

Δὲν εἶνε ποίησις αὐτά. Ἂν δὲν τὰ πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ πάρω ἕνα κασσέλι καὶ νὰ κάνω τὸ λοῦστρο. Τὰ πιστεύω, ἀδέρφια μου. 
Πιστεύω, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ νικητὴς τοῦ ᾅ­δου, ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πιστεύσατέ το κ’ ἐσεῖς. 
Ὅλα θὰ λήξουν στὸν κόσμο αὐτόν· καὶ ἡ γῆ θὰ σεισθῇ, καὶ οἱ πολιτεῖες θὰ πέσουν· ἕνας μόνο θὰ μείνῃ, θὰ ζῇ καὶ θὰ βασιλεύῃ· ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖ­δες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοῦ αἰῶνας· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Νείλου Πειραιῶς τὴν 9-5-1965

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου