Ἀλλ’ ὅσο
γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶνε γεγονὸς πανηγυρικό, τόσο οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι τὸ
ἀμφισβητοῦν. Αὐτοὶ θέλουν ἐπιχειρήματα, θέλουν θαύματα γιὰ νὰ
πεισθοῦν.
* * *
Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν
ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν πόλεων, νὰ πᾶμε στὴν
ὕπαιθρο, ν’ ἀναπνεύσουμε καθαρὸ ἀέρα.
ὕπαιθρο, ν’ ἀναπνεύσουμε καθαρὸ ἀέρα.
Ἂς βγοῦμε στὰ χωράφια, νὰ δοῦμε ἐκεῖ τὸ
θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως.
―Τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως στὰ χωράφια; μὰ τί σχέσι
ἔχει;…
Ἔχουμε μάτια, ἀλλὰ δὲ βλέπουμε.
Εἴδατε ποτὲ γεωργό; Τί κάνει;
Ὅ,τι καὶ ὁ νεκροθάφτης. Ὅπως ὁ νεκροθάφτης σκάβει λάκκο καὶ βάζει μέσ᾿
στὴ γῆ τὸ νεκρὸ τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ γεωργός.
Παίρνει ἕνα νεκρὸ
μικρούτσικο πρᾶγμα, ποὺ πολλὲς φορὲς εἶνε σὰν τὸ κεφάλι τῆς
καρφίτσας, παίρνει ἕνα σπόρο, ἀνοίγει λάκκο καὶ τὸ θάβει μέσα στὴ γῆ.
Ὁ
σπόρος δὲν ἔχει οὔτε φύλλα οὔτε ἄνθος.
Καὶ ὄχι μόνο θάβεται, ἀλλὰ καὶ
σαπίζει στὴ γῆ, ὅπως τὸ κορμὶ τοῦ πεθαμένου (γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐμεῖς οἱ
ὀρθόδοξοι κάνουμε κόλλυβα στὰ μνημόσυνα. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό,
ἀλλὰ δὲν μπορῶ ἐδῶ νὰ ἐπεκταθῶ).
Ἀφοῦ λοιπὸν σαπίσῃ ὁ σπόρος, μετά, ἀπὸ
’κεῖνο τὸ σάπιο πρᾶγμα, ―μεγάλα σου τὰ θαύματα, Θεέ μου!― βγαίνει ἕνα
ὡραῖο στάχυ· καὶ πᾷς τώρα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ βλέπεις μιὰ
θάλασσα πράσινη νὰ κυματίζῃ κάτω ἀπὸ τὶς πνοὲς τοῦ ἀνέμου.
Ἔλα ἐσύ,
ἐπιστήμη, νὰ φτειάξῃς, ἕνα σπυρὶ καλαμπόκι, ἕνα σπυρὶ σιτάρι. Μπορεῖς
νὰ τὸ φτειάξῃς;
Δὲν μπορεῖς. Τί παρατηροῦμε λοιπόν· ὅτι ἕνα σπυρὶ
πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Τά ’χουμε συνηθίσει αὐτὰ τὰ φαινόμενα καὶ δὲ μᾶς
κάνουν ἐντύπωσι. Ἕνα μικρὸ σπυράκι σὰν τὸ κεφάλι τῆς καρφίτσας ῥίχνεις
στὴ γλάστρα σου, ἐσὺ ἡ νοικοκυρά, κι ἀπ’ αὐτὸ βγαίνει ἕνα ὡραῖο
λουλούδι ποὺ εὐωδιάζει.
Πῶς γίνεται αὐτό;
Πῶς ἀπὸ ἕνα μικρὸ σπόρο, ποὺ
σπέρνει ὁ κηπουρός, βγαίνει ἀλλοῦ λεμονιά, ἀλλοῦ πορτοκαλιά, ἀλλοῦ ἐλιὰ
κ.τ.λ.; Καὶ μέσα ἀπὸ μικροὺς σπόρους βγαίνουν τεράστια δέντρα, πελώρια
πλατάνια, ποὺ κάτω ἀπ’ τὴ σκιά τους παίζει τὴ φλογέρα του ὁ βοσκός.
Πῶς;… Μυστήρια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσῃ ἡ ἐπιστήμη.
―Μὰ τί σχέσι
ἔχουν αὐτὰ μὲ τὸ θέμα;
Ἔχουν μεγάλη σχέσι. Γιά
διαβάστε νὰ δῆτε. Ἂν εἶστε Χριστιανοί, ἂν θέλετε νὰ φτειάξουμε σωστὴ
οἰκογένεια, πετάξτε ἀπὸ τὰ σπίτια σας τὶς ψευτοφυλλάδες καὶ τὰ
κοσμικὰ περιοδικά. Κάνετε ἕνα κοντρὸλ καὶ ἐλέγξτε τί διαβάζουν τὰ
παιδιά σας. Αὐτὰ ποὺ διαβάζουν τὰ Ἑλληνόπουλα δὲν τὰ διαβάζουν οὔτε
στὸ Χόλλυγουντ· τόσο αἰσχρὰ καὶ ἀκατονόμαστα εἶνε. Βάλτε λοιπὸν φωτιὰ
σὲ ὅλα αὐτά, γιὰ ν’ ἁγιάσῃ τὸ χέρι σας. Καὶ πάρτε νὰ διαβάσετε ―δῶστε
καὶ στὸ παιδί σας, ἂν τὸ ἀγαπᾶτε― τί; Τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει μέσα
θησαυρό. Τὰ ἄλλα εἶνε κόπρια τοῦ διαβόλου· διαμάντι τοῦ Θεοῦ εἶνε τὰ
λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων.
Ἀνοῖξτε λοιπόν, ἀδέρφια μου, σήμερα στὸ σπίτι τὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ στὸ 15ο κεφάλαιο, στίχους 35-38.
Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾷ σ’ αὐτὸν ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ λέει· Ἀνόητε! αὐτὸ ποὺ σπέρνεις ἐσὺ δὲν ἀνασταίνεται ἂν προηγουμένως δὲν πεθάνῃ· ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀνασταίνει ἀπὸ ἕνα νεκρὸ σπόρο ἕνα λουλούδι κ’ ἕνα πλατάνι ὁλόκληρο, ἐκεῖνος ἀνασταίνει καὶ τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ σὲ πείσῃ ὅτι ἔχει τὴ δύναμι καὶ ὁ ἴδιος ν’ ἀναστηθῇ ἀπὸ τὸν τάφο, κάνει καὶ ἄλλο θαυμάσιο.
Ἀνοῖξτε λοιπόν, ἀδέρφια μου, σήμερα στὸ σπίτι τὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ στὸ 15ο κεφάλαιο, στίχους 35-38.
Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾷ σ’ αὐτὸν ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ λέει· Ἀνόητε! αὐτὸ ποὺ σπέρνεις ἐσὺ δὲν ἀνασταίνεται ἂν προηγουμένως δὲν πεθάνῃ· ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀνασταίνει ἀπὸ ἕνα νεκρὸ σπόρο ἕνα λουλούδι κ’ ἕνα πλατάνι ὁλόκληρο, ἐκεῖνος ἀνασταίνει καὶ τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ σὲ πείσῃ ὅτι ἔχει τὴ δύναμι καὶ ὁ ἴδιος ν’ ἀναστηθῇ ἀπὸ τὸν τάφο, κάνει καὶ ἄλλο θαυμάσιο.
Ποιό;
Ἔκλεισε μέσα σ᾿
ἕνα ἀβγὸ τὴ δύναμι νὰ βγάζῃ ἕνα ζωντανὸ πουλί.
Μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς ν’
ἀνεβῶ ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς πάνω στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, ποὺ οἱ κορυφές
τους σμίγουν μὲ τὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ ἔπεσαν τόσα κορμιὰ νέων, γιὰ ν’
ἀνθίσῃ ἐδῶ ἡ ἐλευθερία.
Ἐκεῖ ὑπάρχουν φωλιὲς ποὺ κελαηδοῦν ἀηδόνια.
Μιὰ
μέρα λοιπόν, καθὼς ἤμουν κάτω ἀπὸ τὸ ἀντίσκηνο, μοῦ λέει κάποιος
στρατιώτης (κατήγετο ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ Μάνη, ἦταν ἀγράμματος βοσκός, εἶχε
ὅμως μέσ᾿ στὴν καρδιά του τὸ Θεό)·
―Ἀκοῦς, πάτερ μου, τὸ θαῦμα;
―Τί,
παιδάκι μου;
―Δὲν ἀκοῦς ἐδῶ ἀπάνω ποὺ κελαηδᾶνε τ᾿ ἀηδόνια; Θέ’ς νὰ
δῇς ἀπὸ ποῦ βγαίνει τ᾿ ἀηδόνι;
―Ἀπὸ ποῦ; ἐρωτῶ.
―Περίμενε, μοῦ λέει.
Σκαρφαλώνει λοιπὸν στὰ κλαδιὰ καὶ σὲ λίγο μοῦ φέρνει ἕνα μικρὸ
ἀβγουλάκι.
―Νά, μοῦ λέει, ἀπὸ ᾽δῶ βγαίνει τ’ ἀηδόνι!… Πολὺ μικρὸ εἶνε τὸ
ἀβγὸ τοῦ ἀηδονιοῦ. Δὲν εἶνε σὰν τὸ ἀβγὸ τῆς στρουθοκαμήλου ἢ τῆς χήνας ἢ
τῆς ὄρνιθας. Ἕνα μικρούτσικο. Ποιός θὰ περίμενε, μέσα ἀπὸ αὐτὸ νὰ
βγαίνῃ ἕνα ἀηδόνι νὰ κελαηδάῃ;
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ δὲν ἑορτάζεται τυχαίως τὴν ἐποχὴ αὐτή.
Συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοιξι. «Σήμερον ἔαρ μυρίζει» (ἐξαπ. Θωμ.), ψάλλει ἡ
Ἐκκλησία μας. Ἔχουμε ἄνοιξι τῆς φύσεως, καὶ μὲ τὴν ᾽Ανάστασι ἑορτάζουμε
τὴν ἄνοιξι τῆς πίστεως· τώρα ἀνθεῖ ἡ πίστις. Γι’ αὐτό, ἀδελφέ μου,
κάθε φορὰ ποὺ βλέπεις στὴ γλάστρα νὰ βγαίνῃ τριαντάφυλλο, κάθε φορὰ
ποὺ βλέπεις τὴ γῆ νὰ γεμίζῃ στάχυα, κάθε φορὰ ποὺ ἀκοῦς νὰ κελαηδῇ ἕνα
πουλὶ στὰ κλαδιά, τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε κ’ ἕνα μήνυμα Ἀναστάσεως.
«Χριστὸς ἀνέστη», φωνάζουν ὅλα.
Ἂν θέλῃς λοιπὸν νὰ βεβαιωθῇς γιὰ
τὴν Ἀνάστασι, ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θ᾿ ἀκούσῃς τὸ «Χριστὸς ἀνέστη»,
ἄνοιξε τὸ βιβλίο τῆς φύσεως καὶ θ᾿ ἀκούσῃς πάλι «Χριστὸς ἀνέστη».
Ἡ φύσις εἶνε βιβλίο ποὺ ἐπὶ αἰῶνες τώρα τὸ μελετοῦν οἱ ἐπιστήμονες,
ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀκόμη οὔτε τὸ ξεφύλλισαν. Καὶ σὲ κάθε σελίδα
γράφει· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»
(Ψαλμ. 103,24).
Ἂν ὅμως δὲν σοῦ φτάνουν
αὐτά, τότε ἄνοιξε καὶ κάτι ἄλλο. Ἄνοιξε τὴν ἱστορία. Θ’ ἀκούσῃς κ’
ἐκεῖ πάλι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ποῦ ἀκούγεται, σὲ ποιά ἱστορία; Ἀσφαλῶς
καὶ στὴν ἱστορία τῶν ἄλλων ἐθνῶν· ἔχουν καὶ αὐτὰ τὴν ἱστορία τους – δὲν
τὴν ὑποτιμῶ. Ἂν ὅμως ἀνοίξῃς τὴ δική μας ἱστορία καὶ ἔχῃς μέσα σου ἕνα
μόριο, ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀγάπης στὴν πατρίδα αὐτή, θ᾿ ἀκούσῃς μέσα στὶς
σελίδες της τὸ «Χριστὸς ἀνέστη».
Ποῦ ἀκούγεται; Ὑπάρχει μιὰ χρονολογία ποὺ γιὰ μᾶς εἶνε ὀδυνηρά. Εἶνε τὸ ἔτος 1453, ὅταν τὰ τέκνα τῆς Ἄγαρ κατέβασαν ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς Ἁγια – Σοφιᾶς τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἔστησαν τὴν ἡμισέληνο. Ἀπὸ τότε εἶχε σβήσει πιὰ τὸ γένος μας.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἕλληνος λησμονήθηκε. Ραγιᾶ τὸν φώναζαν ὅλοι. Στὸ χάρτη Ἑλλὰς δὲν ὑπῆρχε. Ὄχι ἕνα καὶ δύο, ἀλλὰ τριακόσα ἑξηνταοκτὼ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1453 μέχρι τὸ 1821, ἂν ἔπαιρνες τοὺς χάρτες, δὲν ἔβλεπες πουθενὰ Ἑλλάδα.
Ποῦ ἀκούγεται; Ὑπάρχει μιὰ χρονολογία ποὺ γιὰ μᾶς εἶνε ὀδυνηρά. Εἶνε τὸ ἔτος 1453, ὅταν τὰ τέκνα τῆς Ἄγαρ κατέβασαν ἀπὸ τὸν τροῦλλο τῆς Ἁγια – Σοφιᾶς τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἔστησαν τὴν ἡμισέληνο. Ἀπὸ τότε εἶχε σβήσει πιὰ τὸ γένος μας.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἕλληνος λησμονήθηκε. Ραγιᾶ τὸν φώναζαν ὅλοι. Στὸ χάρτη Ἑλλὰς δὲν ὑπῆρχε. Ὄχι ἕνα καὶ δύο, ἀλλὰ τριακόσα ἑξηνταοκτὼ χρόνια, ἀπὸ τὸ 1453 μέχρι τὸ 1821, ἂν ἔπαιρνες τοὺς χάρτες, δὲν ἔβλεπες πουθενὰ Ἑλλάδα.
Ἡ
Ἑλλάδα ἦταν σβησμένη, ἀφανισμένη σὲ τάφο δουλείας.
Καὶ ἐρωτοῦμε·
Ποιός
τὴν ἀνέστησε;
Ποιός πῆγε στὸν τάφο της καὶ τὴν ἔβγαλε;
Ἂς λένε ὅ,τι
θέλουν οἱ ἄπιστοι· ἕνα εἶνε γεγονός, ὅτι τὸ ἔθνος μας ἀναστήθηκε μὲ τὴ
δύναμι τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, ποὺ πῆγε στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου καὶ εἶπε
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,43), ὁ ἴδιος πῆγε καὶ στὸν ἄλλο τάφο καὶ
εἶπε·
Ἑλλάς, «δεῦρο ἔξω».
Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀνεστήθη· μὲ τὶς παντιέρες, μὲ
τὰ ῥάσα, μὲ τὰ εὐαγγέλια, μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα, μὲ τὴν πίστι τῶν πατέρων
μας. Ναί, ἀνεστήθη ἡ Ἑλλάς· καὶ πάνω στὰ μνήματα τῶν ἡρώων μας, ὅπου
ὑπάρχει ἐλευθέρα γῆ καὶ ὅπου κάμπος ἀνθίζει, ἀκούγεται «Χριστὸς ἀνέστη»
– «καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀνέστη».
* * *
«Χριστὸς ἀνέστη» λοιπόν, ἀδελφοί
μου· αὐτὸ ἤθελα ν’ ἀπευθύνω στὴν ἀγάπη σας. Ναί, «Χριστὸς ἀνέστη». Τὸ
φωνάζει ἡ κτίσις ὅλη. Τὸ φωνάζουν πρῶτα – πρῶτα οἱ ἄγγελοι ποὺ πέταξαν
ἀπὸ τὰ οὐράνια. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔπειτα ―πρὸς τιμήν τους― τὸ πρῶτο
«Χριστὸς ἀνέστη» τὸ εἶπαν γυναῖκες, οἱ μυροφόρες.
Ἔπειτα τὸ «Χριστὸς
ἀνέστη» τὸ φώναξαν οἱ μαθηταί.
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» διεκήρυξε ὁ Θωμᾶς· στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄπιστος, ἀλλὰ κατόπιν εἶπε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20, 29).
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· προηγουμένως βλάσφημος, ἀλλ’ ἔπειτα καὶ αὐτὸς διαπρύσιος κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου.
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκούγεται ἀπὸ ὅλη τὴ φύσι, ἀκούγεται καὶ ἀπὸ κάθε μέρος τῆς Ἑλληνικῆς πατρίδος, ποὺ εἶνε γῆ ἁγίων καὶ μαρτύρων.
Ὅπου νὰ πᾷς· στὴ Μάνη, στὴν Τριπολιτσά, στὸ Μεσολόγγι, στὴ Θεσσαλία, στὴ Μακεδονία μας, στοὺς τάφους τῆς Καστοριᾶς, τῆς Φλωρίνης, τῶν Γρεβενῶν, στῆσε τ’ αὐτί σου καὶ θ’ ἀκούσῃς «Χριστὸς ἀνέστη» ἀπὸ κάθε πέτρα καὶ κάθε κλαρί.
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» διεκήρυξε ὁ Θωμᾶς· στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄπιστος, ἀλλὰ κατόπιν εἶπε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20, 29).
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· προηγουμένως βλάσφημος, ἀλλ’ ἔπειτα καὶ αὐτὸς διαπρύσιος κῆρυξ τοῦ εὐαγγελίου.
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκούγεται ἀπὸ ὅλη τὴ φύσι, ἀκούγεται καὶ ἀπὸ κάθε μέρος τῆς Ἑλληνικῆς πατρίδος, ποὺ εἶνε γῆ ἁγίων καὶ μαρτύρων.
Ὅπου νὰ πᾷς· στὴ Μάνη, στὴν Τριπολιτσά, στὸ Μεσολόγγι, στὴ Θεσσαλία, στὴ Μακεδονία μας, στοὺς τάφους τῆς Καστοριᾶς, τῆς Φλωρίνης, τῶν Γρεβενῶν, στῆσε τ’ αὐτί σου καὶ θ’ ἀκούσῃς «Χριστὸς ἀνέστη» ἀπὸ κάθε πέτρα καὶ κάθε κλαρί.
Δὲν εἶνε ποίησις αὐτά. Ἂν δὲν τὰ πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ πάρω ἕνα κασσέλι καὶ νὰ κάνω τὸ λοῦστρο. Τὰ πιστεύω, ἀδέρφια μου.
Πιστεύω,
ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ νικητὴς τοῦ ᾅδου, ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πιστεύσατέ το
κ’ ἐσεῖς.
Ὅλα θὰ λήξουν στὸν κόσμο αὐτόν· καὶ ἡ γῆ θὰ σεισθῇ, καὶ οἱ
πολιτεῖες θὰ πέσουν· ἕνας μόνο θὰ μείνῃ, θὰ ζῇ καὶ θὰ βασιλεύῃ· ᾿Ιησοῦς
Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοῦ
αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγίου Νείλου Πειραιῶς τὴν 9-5-1965
augoustinos-kantiotis.gr
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου