ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΚΔ΄ Κυριακής Εφεσ. β΄ 14-22
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Της Κυριακής : Λουκ. ι΄ 25-37
Ρωτοῦν πολλοί: Γιατί νὰ ὑπάρχει τόση δυστυχία στὸν κόσμο;
Γιατί ἀφήνει ὁ Θεὸς ἀθῶα παιδιὰ νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὶς ἀρρώστιες;...
Εὔλογα ἀκούγονται τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ κάποτε φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ θέτουν σὲ ἀμφισβήτηση τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Ὡστόσο ὁ Κύριος μὲ τὴν Παραβολὴ ποὺ μᾶς δίδαξε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ρίχνει τὸ φῶς τῆς ἀγάπης Του ποὺ δίνει ἀπάντηση σὲ κάθε παρόμοιο ἐρώτημα καὶ ἀμφιβολία.
Ἦταν κάποιος νομοδιδάσκαλος ποὺ πλησίασε τὸν
Κύριο καὶ Τὸν ρώτησε τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀπάντηση στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Πράγματι δὲν ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν μελετητὴ τοῦ Νόμου νὰ καταλάβει ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ἦταν νὰ ἀγαπᾶ ὁλοκληρωτικὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του.
Προχώρησε ὅμως ὁ νομοδιδάσκαλος κι ἔθεσε νέο ἐρώτημα: «Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;»· ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ πλησίον μου;...
Τότε βρῆκε ἀφορμὴ ὁ Κύριος νὰ διηγηθεῖ τὴ θαυμάσια
Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Κάποτε, εἶπε, ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
στὴν Ἱεριχώ.
Στὸ δρόμο ὅμως ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν. Αὐτοὶ τοῦ ἐπιτέθηκαν, πῆραν
ὅ,τι εἶχε πάνω του, ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε, καί, ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν ἄσχημα,
τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο κι ἔφυγαν.
Κατὰ σύμπτωση πέρασε ἀργότερα ἀπὸ τὸν δρόμο ἐκεῖνο ἕνας
Ἰουδαῖος ἱερέας, ὁ ὁποῖος τὸν εἶδε ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία. Παρομοίως
κι ἕνας λευίτης, ἄνθρωπος δηλαδὴ ποὺ διακονοῦσε στὸ ναό, ἂν καὶ πέρασε ἀπὸ τὸν
ἴδιο τόπο καὶ εἶδε ἀπὸ κοντὰ τὸν τραυματία, τὸν προσπέρασε ἀδιάφορα: «ἐλθὼν
καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε».
Τί κρίμα! Ὥστε λοιπὸν κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ δείξει
λίγη συμπόνια στὸ συνάνθρωπο; Ἦταν τόσο δύσκολο νὰ σταματήσουν γιὰ λίγο, νὰ
μιλήσουν στὸν πληγωμένο διαβάτη, νὰ τοῦ πλύνουν τὶς πληγές, νὰ τοῦ δώσουν λίγο
θάρρος καὶ ἐνίσχυση;... Ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ διακονοῦσαν καθημερινὰ στὶς θυσίες
πρὸς τὸν Θεό, δὲν μποροῦσαν νὰ θυσιάσουν ἔστω κάτι μικρὸ καὶ γιὰ τὸν
συνάνθρωπο;... Ποιὸς περίμεναν νὰ ἔρθει νὰ βοηθήσει;
Γιατί ὅμως νὰ κατακρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους;
Μήπως κάποτε δὲν φερόμαστε κι ἐμεῖς μὲ παρόμοια ἀδιαφορία καὶ ἀσπλαχνία;...
Ἄραγε δείχνουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς μοναχικοὺς γέροντες, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς πολύτεκνους, τοὺς ἄστεγους, τοὺς μετανάστες ἢ καὶ τοὺς ἀδελφούς μας στὶς χῶρες τοῦ λεγόμενου τρίτου κόσμου ποὺ στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὰ αὐτονόητα γιὰ μᾶς;
Βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ θυσίες καὶ κόπο.
Αὐτὸ ἀξίζει ὅμως. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ ρίξουμε τὴν πέτρα τοῦ ἀναθέματος στοὺς ἄλλους. Ἤ, ἀκόμη χειρότερα, στὸ Θεὸ ὁ Ὁποῖος τάχα δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑποφέρουν. Καὶ ὅμως Ἐκεῖνος ὄχι μόνο ἐνδιαφέρεται ἀλλὰ δείχνει ἄπειρο ἔλεος καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ μᾶς δείχνει ἡ συνέχεια τῆς Παραβολῆς.
Κάποια στιγμὴ πέρασε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο κι ἕνας κάτοικος τῆς Σαμάρειας, ἕνας Σαμαρείτης.
Αὐτὸς ὅμως δὲν φέρθηκε ὅπως οἱ ἄλλοι περαστικοί. Εἶδε τὸν τραυματισμένο ἄνθρωπο καὶ πόνεσε πολύ. Τὸν πλησίασε, ἔπλυνε τὶς πληγές του καὶ τὶς ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρασὶ καί, ἀφοῦ ἔδεσε τὰ τραύματα, ἀνέβασε τὸν τραυματία στὸ ζῶο του καὶ τὸν μετέφερε σὲ κοντινὸ πανδοχεῖο, ὅπου τὸν περιποιήθηκε μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια.
Διανυκτέρευσε μαζί του, καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, πρὶν συνεχίσει τὸν δρόμο του, πλήρωσε καλὰ τὸν ξενοδόχο ἀναθέτοντάς του τὴ φροντίδα τοῦ ταλαιπωρημένου ἐκείνου ἀνθρώπου. Μάλιστα τοῦ ἔδωσε παραγγελία νὰ κάνει ὅ,τι καλύτερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἐκεῖνος ἀνελάμβανε κατὰ τὴν ἐπιστροφή του νὰ τοῦ πληρώσει μὲ τὸ παραπάνω τὴ δαπάνη καὶ τὸν κόπο του.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ Σαμαρείτης αὐτὸς στάθηκε ἀληθινὰ «πλησίον» στὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε πέσει θύμα τῶν ληστῶν. Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπέδειξε ὁ Κύριος καὶ στὸ νομοδιδάσκαλο δίνοντας τέλος στὴ συζήτηση μὲ τὴν προτροπὴ νὰ τὸν μιμηθεῖ: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».
Στὴν πραγματικότητα ὅποιος μιμεῖται τὸν καλὸ Σαμαρείτη μιμεῖται τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς Παραβολῆς, ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦλθε στὴ γῆ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔβλεπε καταπληγωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Δὲν ἔμεινε ἀδιάφορος ὁ Θεὸς στὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία τοῦ κόσμου. Ἔστειλε τὸν Μονογενή Του Υἱὸ γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς πληγές μας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει πάλι ζωὴ κι ἐλπίδα.
Μᾶς ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία
Του, κι ἐκεῖ ἀνέθεσε στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους νὰ μᾶς φροντίζουν μὲ τὴ
διδαχὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἱερουργία τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ μᾶς μεταγγίζουν
ἁγιασμό, χάρη καὶ δύναμη. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὴν ἀγάπη στὸ πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ.
Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση στὰ ἀδιέξοδα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μυστικὴ δύναμη ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει τὴ γῆ μας πρόγευση τοῦ Παραδείσου!
Κι αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση στὰ ἀδιέξοδα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μυστικὴ δύναμη ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει τὴ γῆ μας πρόγευση τοῦ Παραδείσου!
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου