Η ραγδαία πτώση της τιμής της λίρας φθείρει την εικόνα του Ερντογάν προεκλογικά |
Ενα μήνα πριν από τις
πρόωρες εκλογές του Ιουνίου, η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε
κατάσταση πολιορκίας, με την τουρκική λίρα να σημειώνει το ένα χαμηλό
ρεκόρ μετά το άλλο, τον πληθωρισμό σε διψήφια επίπεδα και το ξένο
κεφάλαιο να εγκαταλείπει τη χώρα.
Την ευθύνη φέρει σε μεγάλο βαθμό ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς κωφεύει στις
εκκλήσεις διεθνών οργανισμών όπως του ΔΝΤ, στις προειδοποιήσεις οικονομολόγων και στις υποβαθμίσεις της Τουρκίας από οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Η οικονομία δεν είναι μόνον χαίνουσα πληγή της Τουρκίας και αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν. Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές προεξοφλούν πως θα είναι αυτή που θα τον καταβάλει, καθώς δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις παθογένειές της, αν, βεβαίως, επανεκλεγεί.
Οι πλέον απαισιόδοξοι εκτιμούν πως η Τουρκία θα οδηγηθεί τελικά σε πτώχευση.
Εχοντας αναγορεύσει εαυτόν σε «εχθρό των επιτοκίων», ο Ερντογάν παρεμβαίνει στο έργο της κεντρικής τράπεζας εμποδίζοντας μια ουσιαστική αύξηση του κόστους δανεισμού.
Στόχος του, να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα τον ρυθμό ανάπτυξης και μαζί με αυτόν και τη δημοφιλία του.
Αφήνει να διαφανεί πλέον η πρόθεσή του να διαδραματίσει και ρόλο κεντρικού τραπεζίτη.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε προ ημερών στο Λονδίνο, υποσχέθηκε πως σε περίπτωση επανεκλογής του στο τιμόνι της Τουρκίας, θα αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη για τη νομισματική πολιτική και θα μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια.
Ανάλογο ήταν το μήνυμα ανακοίνωσης που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα η προεδρία της Τουρκίας, ύστερα από έκτακτο συμβούλιο του Ερντογάν με το οικονομικό του επιτελείο.
Ολα αυτά συμβαίνουν, όμως, σε μια συγκυρία εξαιρετικά αρνητική για την Τουρκία, που όπως όλες οι αναδυόμενες αγορές εγκαταλείπεται από το ξένο κεφάλαιο όταν ενισχύεται το δολάριο και αυξάνονται τα επιτόκια στις ΗΠΑ. Εν ολίγοις, οι επενδυτές τείνουν, έτσι κι αλλιώς, να εγκαταλείψουν τα περιουσιακά στοιχεία της Τουρκίας και η στάση του Ερντογάν επισπεύδει τη φυγή τους.
Αποτέλεσμα, η συνεχής διολίσθηση της τουρκικής λίρας που από την αρχή του έτους έχει χάσει περίπου το 18% της αξίας της έναντι του δολαρίου, με την ισοτιμία της να κυμαίνεται στις 4,55 λίρες έναντι ενός δολαρίου.
Για τον ίδιο λόγο εκτινάσσεται το κόστος δανεισμού της Τουρκίας, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του τουρκικού Δημοσίου να βρίσκονται πλέον στο απαγορευτικό 14,570%.
Κι όλα αυτά ενώ έχει προηγηθεί στα μέσα του περασμένου μήνα προειδοποίηση του οίκου Moody’s για τις ολέθριες επιπτώσεις που θα έχει η πτώση του νομίσματος στις τουρκικές τράπεζες. Ακολούθησε στις αρχές Μαΐου υποβάθμιση του τουρκικού χρέους από τη Standard & Poor’s, η οποία πλέον κατατάσσει τα τουρκικά ομόλογα στο ίδιο επίπεδο με του Βιετνάμ.
Χθες, άλλωστε, ο τρίτος από τους μεγάλους οίκους, η Fitch, προειδοποίησε πως η ρητορική του Τούρκου προέδρου μπορεί να οδηγήσει σε νέες υποβαθμίσεις της τουρκικής οικονομίας. Εδώ και μήνες, άλλωστε, το ΔΝΤ καλεί την Αγκυρα να ανακόψει την πορεία του πληθωρισμού και να προσγειώσει την τουρκική οικονομία σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρά την ομοβροντία προειδοποιήσεων, η πολιτική ηγεσία της γείτονος επιμένει να διατηρεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με κάθε κόστος. Λίγες ημέρες μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ ανακοίνωσε νέο πακέτο δαπανών ύψους 5,6 δισ. δολαρίων και ο Ερντογάν υποσχέθηκε επιταγές που θα φτάσουν κατ’ ευθείαν στις τσέπες των συνταξιούχων.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι μια θεαματική ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, υψηλότερη από τους ρυθμούς της Κίνας, καθώς το περασμένο έτος το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,4%. Η ανάπτυξη αυτή συνοδεύεται, όμως, από το τίμημα ενός διψήφιου πληθωρισμού που εγγίζει πλέον το 11% πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των Τούρκων, συμπεριλαμβανομένων και των τμημάτων του πληθυσμού που έχουν έως τώρα αποτελέσει πιστό πολιτικό ακροατήριο του Ταγίπ Ερντογάν.
Πηγή: Καθημερινή
Την ευθύνη φέρει σε μεγάλο βαθμό ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς κωφεύει στις
εκκλήσεις διεθνών οργανισμών όπως του ΔΝΤ, στις προειδοποιήσεις οικονομολόγων και στις υποβαθμίσεις της Τουρκίας από οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Η οικονομία δεν είναι μόνον χαίνουσα πληγή της Τουρκίας και αχίλλειος πτέρνα του Ερντογάν. Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές προεξοφλούν πως θα είναι αυτή που θα τον καταβάλει, καθώς δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις παθογένειές της, αν, βεβαίως, επανεκλεγεί.
Οι πλέον απαισιόδοξοι εκτιμούν πως η Τουρκία θα οδηγηθεί τελικά σε πτώχευση.
Εχοντας αναγορεύσει εαυτόν σε «εχθρό των επιτοκίων», ο Ερντογάν παρεμβαίνει στο έργο της κεντρικής τράπεζας εμποδίζοντας μια ουσιαστική αύξηση του κόστους δανεισμού.
Στόχος του, να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα τον ρυθμό ανάπτυξης και μαζί με αυτόν και τη δημοφιλία του.
Αφήνει να διαφανεί πλέον η πρόθεσή του να διαδραματίσει και ρόλο κεντρικού τραπεζίτη.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε προ ημερών στο Λονδίνο, υποσχέθηκε πως σε περίπτωση επανεκλογής του στο τιμόνι της Τουρκίας, θα αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη για τη νομισματική πολιτική και θα μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια.
Ανάλογο ήταν το μήνυμα ανακοίνωσης που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα η προεδρία της Τουρκίας, ύστερα από έκτακτο συμβούλιο του Ερντογάν με το οικονομικό του επιτελείο.
Ολα αυτά συμβαίνουν, όμως, σε μια συγκυρία εξαιρετικά αρνητική για την Τουρκία, που όπως όλες οι αναδυόμενες αγορές εγκαταλείπεται από το ξένο κεφάλαιο όταν ενισχύεται το δολάριο και αυξάνονται τα επιτόκια στις ΗΠΑ. Εν ολίγοις, οι επενδυτές τείνουν, έτσι κι αλλιώς, να εγκαταλείψουν τα περιουσιακά στοιχεία της Τουρκίας και η στάση του Ερντογάν επισπεύδει τη φυγή τους.
Αποτέλεσμα, η συνεχής διολίσθηση της τουρκικής λίρας που από την αρχή του έτους έχει χάσει περίπου το 18% της αξίας της έναντι του δολαρίου, με την ισοτιμία της να κυμαίνεται στις 4,55 λίρες έναντι ενός δολαρίου.
Για τον ίδιο λόγο εκτινάσσεται το κόστος δανεισμού της Τουρκίας, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του τουρκικού Δημοσίου να βρίσκονται πλέον στο απαγορευτικό 14,570%.
Κι όλα αυτά ενώ έχει προηγηθεί στα μέσα του περασμένου μήνα προειδοποίηση του οίκου Moody’s για τις ολέθριες επιπτώσεις που θα έχει η πτώση του νομίσματος στις τουρκικές τράπεζες. Ακολούθησε στις αρχές Μαΐου υποβάθμιση του τουρκικού χρέους από τη Standard & Poor’s, η οποία πλέον κατατάσσει τα τουρκικά ομόλογα στο ίδιο επίπεδο με του Βιετνάμ.
Χθες, άλλωστε, ο τρίτος από τους μεγάλους οίκους, η Fitch, προειδοποίησε πως η ρητορική του Τούρκου προέδρου μπορεί να οδηγήσει σε νέες υποβαθμίσεις της τουρκικής οικονομίας. Εδώ και μήνες, άλλωστε, το ΔΝΤ καλεί την Αγκυρα να ανακόψει την πορεία του πληθωρισμού και να προσγειώσει την τουρκική οικονομία σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρά την ομοβροντία προειδοποιήσεων, η πολιτική ηγεσία της γείτονος επιμένει να διατηρεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με κάθε κόστος. Λίγες ημέρες μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ ανακοίνωσε νέο πακέτο δαπανών ύψους 5,6 δισ. δολαρίων και ο Ερντογάν υποσχέθηκε επιταγές που θα φτάσουν κατ’ ευθείαν στις τσέπες των συνταξιούχων.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι μια θεαματική ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας, υψηλότερη από τους ρυθμούς της Κίνας, καθώς το περασμένο έτος το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7,4%. Η ανάπτυξη αυτή συνοδεύεται, όμως, από το τίμημα ενός διψήφιου πληθωρισμού που εγγίζει πλέον το 11% πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των Τούρκων, συμπεριλαμβανομένων και των τμημάτων του πληθυσμού που έχουν έως τώρα αποτελέσει πιστό πολιτικό ακροατήριο του Ταγίπ Ερντογάν.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου