ΕΙΜΑΣΤΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ;
«Ἐγένετο …χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς» (Πράξ. 11,26)
Θαυμάζει, ἀγαπητοί μου, κανεὶς
πολλὰ πράγματα. Πῶς π.χ. ἀπὸ ἕνα μικρὸ σπόρο βγαίνει ἕνα λουλούδι ἢ
ἕνα μεγάλο δέντρο. Ἀλλὰ πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ θαυμάσουμε πῶς ἀπὸ
τὸ λόγο, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος καὶ οἱ ἀπόστολοι, λόγια ἁπλᾶ,
φύτρωσε ἕνα οὐράνιο δέντρο, ἡ πίστις μας, ἡ ἁγία μας θρησκεία.
Μιὰ εἰκόνα ζωντανὴ τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ταχείας ἐξαπλώσεως τοῦ εὐαγγελίου, μᾶς παρουσιάζει σήμερα, Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, ὁ ἀπόστολος.
Τί μᾶς λέει; Πόσοι ἦταν οἱ
ἀπόστολοι; 12. Ἔμειναν 12; Ὄχι. Αὐτοὶ οἱ 12 ἔγιναν 70, οἱ 70 ἔγιναν 120, οἱ 120 ἔγιναν 3.000, οἱ 3.000 ἔγιναν 5.000, καὶ συνεχῶς αὐξάνονταν.
Μιὰ εἰκόνα ζωντανὴ τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ταχείας ἐξαπλώσεως τοῦ εὐαγγελίου, μᾶς παρουσιάζει σήμερα, Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, ὁ ἀπόστολος.
Τί μᾶς λέει; Πόσοι ἦταν οἱ
ἀπόστολοι; 12. Ἔμειναν 12; Ὄχι. Αὐτοὶ οἱ 12 ἔγιναν 70, οἱ 70 ἔγιναν 120, οἱ 120 ἔγιναν 3.000, οἱ 3.000 ἔγιναν 5.000, καὶ συνεχῶς αὐξάνονταν.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν περιωρίστηκε στὰ
ὅρια τῆς Παλαιστίνης· οἱ ἀπόστολοι ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ποὺ πίστευαν στὸ
Χριστὸ ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα καὶ διέδιδαν τὸ κήρυγμα στὶς
γειτονικὲς χῶρες· ἄλλοι πῆγαν στὴν Κύπρο, ἄλλοι στὴ Φοινίκη, καὶ ἄλλοι
ἔφτασαν στὴν Ἀντιόχεια ποὺ τότε ἦταν ἡ δεύτερη ἢ τρίτη πόλι τῆς
οἰκουμένης (ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐκεῖ τὸ ὀρθόδοξο πατριαρχεῖο
Ἀντιοχείας). Ἐκεῖ κήρυξε πρῶτος ὁ Βαρνάβας· καὶ ταπεινὸς ὅπως ἦταν,
ὅταν εἶδε ὅτι τὸ κήρυγμα ἔχει ἀνάγκη κι ἀπὸ ἄλλους ἐργάτες, πῆγε
στὴν Ταρσό, βρῆκε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἐν
συνεχείᾳ κήρυτταν καὶ οἱ δύο μαζί.
Ἕνα χρόνο ἐργάστηκαν. Καὶ ἐκεῖ
συνέβη ἕνα σημαντικὸ γεγονός. Μέχρι τότε ὅσοι πίστευαν στὸ Χριστὸ
λέγονταν «μαθηταὶ» – «μαθήτριαι» ἢ «οἱ τῆς ὁδοῦ» ἢ περιφρονητικὰ
«Γαλιλαῖοι» – «Ναζωραῖοι»· μὰ τώρα ποὺ οἱ πιστοὶ αὐξήθηκαν, πῆραν γιὰ
πρώτη φορὰ νέο ὄνομα, τιμητικὸ καὶ σχετικὸ μὲ «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα»
(Φιλ. 2,9)· ὠνομάστηκαν «Χριστιανοί» (Πράξ. 11,26).
* * *
Θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ σταθοῦμε ἐδῶ καὶ νὰ ἐξετάσουμε τί σημαίνει Χριστιανός. Σκεφτήκαμε ποτὲ τί σημαίνει τὸ ὄνομά μας;
Χριστιανὸς λέγεται αὐτὸς ποὺ ὄχι ἁπλῶς βαπτίστηκε καὶ πῆρε ἕνα
ὄνομα ἁγίου, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει ἕνα δρόμο «στενὸ καὶ
τεθλιμμένο» (βλ. Ματθ. 7,14), πάνω στὰ ἴχνη ποὺ χάραξε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ
αἷμα του. Καὶ ὅπως κάθε δρόμος ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος, ἔτσι καὶ ὁ δρόμος
αὐτὸς ἀρχίζει ἐδῶ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τέρμα του εἶνε τ᾽ ἀστέρια, ὁ οὐρανός.
Χριστιανὸς λοιπὸν εἶνε ὅποιος βαδίζει τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ μέχρι
τέλους.
Ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ εἶνε γνωστός· εἶνε ἡ ὁδὸς τῆς
αὐταπαρνήσεως, τῆς ἀληθείας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἁγνότητος, τῆς
φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Γιατί, ὅπως εἶπε ὁ
Χριστός, ὅλες οἱ ἐντολὲς «κρέμανται» ἀπὸ τὶς δυὸ μεγάλες ἀγάπες· ἡ μία
εἶνε φλόγα ποὺ φτάνει μέχρι τὸν οὐρανό, καὶ ἡ ἄλλη ἁπλώνεται
ὁριζοντίως ὣς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἡ μία εἶνε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,
«Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης
τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου» (Δευτ. 6,5), καὶ ἡ ἄλλη ἡ
ἀγάπη τοῦ πλησίον, «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ.
22,37-40).
Τὸ ἄριστο ὑπόδειγμα τῆς ἀγάπης αὐτῆς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ
«ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας» μας (Ἑβρ. 2,10). Ἐπάνω στὸ σταυρὸ ὁ Πιλᾶτος
κάρφωσε τὴν ἐπιγραφὴ Ἰησοῦς Ναζωραῖος «ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Μᾶρκ.
15,26).
Πιὸ ταιριαστὴ θὰ ἦταν μιὰ ἄλλη ἐπιγραφή, ποὺ νὰ φανερώνῃ πῶς
πέρασε τὴ ζωή του στὴ γῆ καὶ νὰ διαλαλῇ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν κόσμο.
Κατάλληλα λόγια γιὰ μιὰ τέτοια ἐπιγραφὴ βρίσκω ἐκεῖνα ποὺ ἔγραψε ὁ
ἀπόστολος Πέτρος· ὅτι ὁ Χριστὸς «διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38),
πέρασε τὴ ζωή του σκορπώντας τὸ φῶς· δὲν ὑπῆρχε ὥρα τῆς ζωῆς του ποὺ ὁ
Χριστὸς νὰ μὴ σκορπᾷ τὸ καλὸ στὸν κόσμο. «Διῆλθεν εὐεργετῶν», αὐτὴ εἶνε
ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ μπῇ ἐπάνω στὸ σταυρό.
«Διῆλθεν εὐεργετῶν».
Ἄρρωστοι στὸ Χριστὸ βρῆκαν τὸ γιατρὸ καὶ
τὸ φάρμακο, πεινασμένοι βρῆκαν ψωμί, διψασμένοι σωματικὰ καὶ
πνευματικὰ ὅπως ἡ Σαμαρείτιδα ξεδίψασαν, πονεμένοι βρῆκαν τὴν
παρηγοριά, παιδιὰ ἀπροστάτευτα βρῆκαν τὸν προστάτη, ἁμαρτωλὲς
γυναῖκες βρῆκαν τὴν ἄφεσι, ἄσωτοι ἄντρες βρῆκαν τὸν Πατέρα.
Ὁ Χριστὸς
πέρασε ἀπὸ τὴ γῆ αὐτὴ σκορπώντας συμπόνια, ἔλεος, ἀγάπη.
Ὅπως λοιπὸν ἔζησε ὁ Χριστός, ἔτσι νὰ βαδίσουμε κ᾽ ἐμεῖς· στὸ
δρόμο τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, στὸ δρόμο τῆς πίστεως
καὶ τῆς ἀρετῆς. Ὅποιος βαδίζει ἔτσι, αὐτὸς λέγεται Χριστιανός. Δὲν μᾶς
δόθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ χωρὶς ὑποχρεώσεις.
Στὸν κόσμο αὐτόν, ποὺ βασιλεύει σκοτάδι, κάθε Χριστιανὸς καὶ
κάθε Χριστιανὴ πρέπει νά ᾽νε φῶς, ἕνας μικρὸς ἥλιος.
Τὸ εἶπε ὁ Κύριος·
«Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν
τῶν ἀνθρώπων…» (Ματθ. 5,14-16). Στὴν κοινωνία αὐτή, ποὺ βασιλεύει ἡ
διαφθορά, ὁ Χριστιανὸς νά ᾽νε τὸ ἁλάτι ποὺ ἐξυγιαίνει καὶ νοστιμίζει,
νά ᾽νε τὸ προζύμι ποὺ ζυμώνει κι ἀνακουφίζει ὅλο τὸ κοινωνικὸ φύραμα,
κάθε ψυχή, κάθε οἰκογένεια.
Γιὰ νὰ γίνουν αὐτά, ὁ Χριστιανὸς πρέπει ν᾽ ἀγωνίζεται
διαρκῶς, νὰ μὴν ἀφήνῃ ποτέ τὰ ὅπλα του, νά ᾽νε πάντα ἐν ἐγρηγόρσει, νά
᾽νε στρατιώτης Χριστοῦ. Ν᾽ ἀγωνίζεται πρῶτα – πρῶτα ἐναντίον τοῦ
σατανᾶ ποὺ ἐξαπατᾷ, ἐναντίον τοῦ διεφθαρμένου κόσμου ποὺ περιβάλλει καὶ
ἐπηρεάζει, καὶ περισσότερο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ διεφθαρμένου
ἐγὼ καὶ τῶν παθῶν του, τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22.
Κολ. 3,9).
* * *
Ὅτι αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ
ἀποστολὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα·
ἐμεῖς εἴμαστε Χριστιανοί; ἀκολουθοῦμε τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ μας;
Στὰ
χαρτιὰ βέβαια εἴμαστε ὅλοι Χριστιανοί· κουράστηκαν τὰ χέρια τῶν
ἀστυνόμων νὰ γράφουν στὶς ταυτότητες «Χριστιανὸς ὀρθόδοξος».
Ἀλλὰ
εἴμαστε πραγματικὰ Χριστιανοί; Ἀπὸ ποῦ θὰ φανῇ ὅτι εἴμαστε;
Τὸ δέντρο
φαίνεται ἀπὸ τοὺς καρπούς, καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ φανῇ ἀπὸ τὰ ἔργα του.
Καὶ
τὰ ἔργα μας τί ἀποδεικνύουν, ἀδελφοί μου; Ζοῦμε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;
Μία ἀνατομία τῆς ὅλης ζωῆς μας (οἰκογένεια, κοινωνία, σχολεῖο,
στρατός, δικαστήρια, ἀγορά, ἐμπόριο, καλύβες καὶ παλάτια) θὰ ἔδειχνε
ὅτι ὁ Χριστιανὸς σήμερα εἶνε σπάνιο πρᾶγμα.
Σᾶς ἐρωτῶ· ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὴν πολυτέλεια, ἄντρας ἢ
γυναίκα, καὶ δὲν ἀρκεῖται στὸ ἁπλὸ ροῦχο ἢ ἔπιπλο ὅπως οἱ πρόγονοί μας,
ἀλλὰ ξοδεύει τόσα χρήματα γιὰ περιττά, μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται Χριστιανός;
Χριστιανὸς καὶ πολυτέλεια εἶνε δύο πράγματα ἀσυμβίβαστα. Εἴδαμε σήμερα
τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε ὁ «βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν
κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), νὰ κάθεται «οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ» (Ἰω. 4,6),
νὰ κάθεται ἔτσι στὸ πηγάδι, χωρὶς καρέκλες καὶ πολυθρόνες, σὰν ἕνας
ἁπλὸς ὁδοιπόρος, καὶ νὰ μιλᾷ μὲ μιὰ φτωχὴ γυναῖκα. Ὁ Χριστὸς ἔζησε ἁπλᾶ
καὶ ταπεινά, καὶ οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ζοῦν ἁπλᾶ καὶ ταπεινά, ὄχι μὲ
ἐπιδείξεις καὶ σπατάλες.
Κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρέσκεται νὰ πίνῃ νεράκι ἀπὸ τὴν πηγή,
ὅπως σήμερα ὁ Χριστὸς ποὺ εἶπε «Δός μοι πιεῖν» (ἔ.ἀ. 4,7), ἀλλὰ θέλει
ποτὰ οἰνοπνευματώδη, καὶ τὴ νύχτα κυλιέται στοὺς δρόμους ἢ γυρίζει στὸ
σπίτι καὶ τοὺς βασανίζει, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ ἀλκοὸλ καὶ τῆς μέθης,
ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὸ Χριστιανισμό;
Κι ὁ ἄλλος ἐκεῖνος, ποὺ ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ δὲν λέει
ἀλήθεια, ἀλλὰ ψεύδεται, μπορεῖ νὰ ἔχῃ σχέσι μὲ τὸ Χριστό; Χριστιανὸς καὶ
ψέμα δὲν συμβιβάζονται.
Κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρκεῖται στὰ λίγα, ἀλλὰ προσπαθεῖ μὲ χίλια
χέρια ν᾽ ἁρπάξῃ τὸν κόπο τοῦ ἄλλου, νὰ πλουτίσῃ καὶ νὰ θησαυρίσῃ,
αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὴν πλεονεξία, τὴν ἀδικία, τὴν ἁρπαγή, ἔχει καμμιὰ
σχέσι μὲ τὴ χριστιανοσύνη;
Μὰ κι ὁ ἄλλος ποὺ δὲν ἀγαπάει τὴ γυναῖκα ποὺ στεφανώθηκε ἀλλὰ
ἀλλάζει γυναῖκες ὅπως ἄλλαζε τοὺς ἄντρες ἡ Σαμαρείτιδα τοῦ σημερινοῦ
εὐαγγελίου (βλ. ἔ.ἀ. 4,18), ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὸ Χριστό; Χριστιανὸς
καὶ μοιχεία ἢ πορνεία δὲν συμβιβάζονται.
Μὰ κ᾽ ἐκεῖνος, ὁ χειρότερος ἀπ᾽ ὅλους, ποὺ μὲ τὴ μπουκιὰ στὸ
στόμα βλαστημάει τὰ θεῖα καὶ ἅγια, ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὸ Χριστό;
Χριστιανὸς καὶ βλαστήμια συμβιβάζονται;
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν χριστιανοσύνη. Χριστιανὸς θὰ πῇ διαμάντι,
φῶς· ἁπλότης, δικαιοσύνη, φιλαλήθεια, ἁγνότης, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη. Ἂν
αὐτὰ δὲν τά ᾽χουμε, εἴμαστε δέντρα ἄκαρπα καὶ «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν
καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Καὶ στὴν
ἄκαρπη συκιὰ ὁ Χριστὸς εἶπε «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένοιτο εἰς τὸν αἰῶνα»
(ἔ.ἀ. 21,19).
Ἂς πάρουμε στὰ χέρια τὴ ζυγαριὰ τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ζυγιστοῦμε.
Κι ἂς προσπαθήσῃ καθένας μας νὰ γίνῃ δένδρο καρποφόρο, μὲ καρποὺς τῆς
ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εὔχομαι, ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, στὸ
μάταιο αὐτὸ κόσμο, νὰ βαδίσουμε «ἀξίως τῆς κλήσεώς» μας (Ἐφ. 4,1),
ἀξίως τοῦ μεγάλου ὀνόματός μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς μιὰ μέρα νὰ
γίνουμε τέκνα ἄξια τοῦ οὐρανίου Βασιλέως καὶ νὰ ἑορτάζουμε ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Καισαριανῆς – Ἀθηνῶν τὴν 12-5-1963
Tὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 4,6)
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν ἀκούσαμε θαῦμα. Θαῦμα εἶνε ἕνας τυφλὸς νὰ δῇ τὸ φῶς, ἕνας κουφὸς νὰ ἀκούσῃ, ἕνας παράλυτος νὰ περπατήσῃ, ἕνας νεκρὸς ν᾽ ἀναστηθῇ. Τέτοιο πρᾶγμα δὲ λέει τὸ εὐαγγέλιο… Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπιμένω· διηγεῖται θαῦμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτά. Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ θαῦμα;
* * *
Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ στὴν πόλι
Συχὰρ τῆς Σαμαρείας τῆς Παλαιστίνης ζοῦσε μιὰ γυναίκα. Ἡ ζωή της δὲν
ἦταν καλή. Ζοῦσε ἄτακτα. Εἶχε χωρίσει μὲ τὸν πρῶτο ἄντρα της καὶ πῆρε
δεύτερο, ἔπειτα χώρισε μὲ τὸ δεύτερο καὶ πῆρε τρίτο, χώρισε μὲ τὸν τρίτο
καὶ πῆρε τέταρτο, χώρισε καὶ μὲ τὸν τέταρτο καὶ πῆρε πέμπτο· τέλος
χώρισε καὶ μ᾽ αὐτὸν καὶ συζοῦσε μ᾽ ἕναν ἕκτο παρανόμως. Τί νὰ ποῦμε;
Ἡ
γενεά μας δὲ μπορεῖ νὰ τὴν κατακρίνῃ· εἴμεθα κ᾽ ἐμεῖς σὲ μεγάλη
διαφθορά.
Παλαιότερα τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; ἀπ᾽ τὰ διαζύγια
ζοῦνε οἱ δικηγόροι κι ἀπ᾽ τὶς ἐκτρώσεις οἱ γιατροί. Ποῦ καταντήσαμε·
ἔφτειαξαν νέους νόμους, ποὺ κάνουν τὸ διαζύγιο ἀκόμα πιὸ εὔκολο. Εἶχε
πεῖ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ ὁ ἄντρας θ᾽ ἀλλάζῃ
γυναῖκα ὅπως ἀλλάζει πουκάμισο, καὶ ἡ γυναίκα θ᾽ ἀλλάζῃ ἄντρα ὅπως
ἀλλάζει φουστάνι. Ἐκεῖ φτάσαμε. Ἡ μοιχεία δὲν θεωρεῖται τίποτα. Σπάνιο
πρᾶγμα τώρα γυναίκα νὰ γνωρίσῃ ἕναν ἄντρα. Μία ἀπὸ τὶς νεοφώτιστες
γυναῖκες, ποὺ ἔχω βαπτίσει στὴ Φλώρινα, συναντήθηκε μὲ κάποια ξένη, ἀπὸ
ἄλλο μέρος, κ᾽ ἐκείνη τῆς μιλοῦσε περιφρονητικά.
―Ἐσεῖς εἶστε
γύφτισσες, λέει.
―Ἄκουσε, τῆς ἀπαντᾷ ἡ νεοφώτιστη· ἐμένα ποὺ μὲ βλέπεις
ἕναν ἄντρα γνώρισα, ἐσὺ πόσους ἔχεις γνωρίσει;
Τότε ἡ ἄλλη κατέβασε τὸ
κεφάλι…
Ἔτσι ζοῦσε καὶ ἡ Σαμαρείτισσα. Ἀλλὰ εἶχε κ᾽ ἕνα καλό.
Διότι δὲν
ὑπάρχει ἅγιος χωρὶς κάποιο ἐλάττωμα, καὶ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτωλὸς ποὺ νὰ
μὴν ἔχῃ καὶ κάτι καλό.
Καὶ ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ταιριάζει στὴ
γυναῖκα· εἶχε ντροπή.
Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε;
Τὸ χωριὸ εἶχε ἕνα
πηγάδι, ὅπου πήγαιναν πρωὶ – βράδυ ὅλες οἱ γυναῖκες κ᾽ ἔπαιρναν νερό.
Αὐτὴ λοιπὸν δὲν πήγαινε μαζί τους· πήγαινε τὸ μεσημέρι ποὺ ἔκαιγε ὁ
ἥλιος. «Ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη», λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ἰωάν. 4,6).
Ντρεπόταν,
καὶ πήγαινε μόνη. Σήμερα τέτοια ντροπὴ δὲ βλέπεις· οἱ γυναῖκες εἶνε
ξετσίπωτες, περπατοῦν γυμνές, μὲ τὰ μέλη ἀκάλυπτα, σὰν κρέατα
κρεμασμένα στὰ τσιγκέλια. Κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ γύμνια ἀρχίζει ἡ πορνεία καὶ ἡ
μοιχεία. Ντροπὴ δὲν ὑπάρχει.
Ἡ Σαμαρείτισσα ὅμως εἶχε τοῦτο τὸ καλό. Γι᾽ αὐτό, ἐνῷ τὴν
περιφρονοῦσαν ὅλοι, ἕνας τὴν πρόσεξε· ὁ Χριστός. Βάδισε χιλιόμετρα πεζῇ
καὶ ἦρθε στὸ χωριό της. Ἐπίτηδες ἦρθε, γι᾽ αὐτὴ τὴν ψυχή. Καὶ δὲν τὴν
εἶπε πόρνη, ἐλεεινή, τρισάθλια, ἀλλ᾽ ἄνοιξε συζήτησι μαζί της.
Διψασμένος ὅπως ἦταν, τῆς λέει· ―Δός μου νὰ πιῶ. Αὐτὴ
παραξενεύτηκε, διότι ἦταν Ἰουδαῖος, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες
εἶχαν μῖσος. ―Πῶς ἐσύ, τοῦ λέει, ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μένα, μιὰ
Σαμαρείτισσα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ· ―Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ σοῦ
ζητάει νερό… Ὁ Χριστὸς φαινόταν ἄνθρωπος, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, ἀλλὰ ἦταν
Θεός. Καὶ τί ζητοῦσε; Ἕνα ποτήρι νερό. Νερὸ ζήτησε καὶ τὴ Μεγάλη
Παρασκευὴ στὸ σταυρό· ἀφυδατωμένος ἀπὸ τὴν αἱμορραγία εἶπε «Διψῶ» (Ἰωάν.
19,28), καὶ ἀντὶ νερὸ τὸν πότισαν χολή.
Ποιός διψᾷ; Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ
σύννεφα, τὴ βροχή, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς· αὐτὸς πού, τὸ
δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, θὰ στερέψουν τὰ νερά.
Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸ κάποτε. Σᾶς τὸ λέω· εἴμεθα ἀχάριστοι. Ἄλλοτε
ὑπῆρχε εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό.
Θυμήθηκα τὴν ἐποχὴ πρὶν 80 χρόνια, ὅταν
ἤμουν μικρὸ παιδί, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ
σταυρό τους.
Τώρα; τὴ μπουκιὰ ἔχουν στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ
βλαστημᾶνε.
Ἀγνώμων ἄνθρωπε, θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ στερέψουν οἱ πηγές, καὶ
τότε θὰ τρέχῃς σὰν τρελλὸς νὰ βρῇς νερὸ καὶ θὰ γλείφῃς τὰ βράχια μέσ᾽
στὶς σπηλιὲς γιὰ νὰ δροσιστῇς.
Γι᾽ αὐτὸ τώρα, ὅταν τρῶς καὶ πίνῃς στὸ
σπίτι σου, λέγε «Δόξα σοι, ὁ Θεός».
―Δός μου νὰ πιῶ, λέει τώρα στὴ γυναῖκα· κι ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾽
αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες νὰ σοῦ δώσῃ τὸ ἀθάνατο
νερό. Γιατὶ ἐγώ ἔχω τὸ ἀθάνατο νερό…
―Τὸ ἀθάνατο νερό; Ποιό εἶν᾽
αὐτό; Δός μου το, Κύριε, νὰ μὴν ἔρχωμαι κάθε φορὰ ἐδῶ νὰ ἀντλῶ.
Ὁ Χριστὸς τῆς λέει·
―Φώναξε τὸν ἄντρα σου.
―Δὲν ἔχω ἄντρα.
―Καλὰ εἶπες· πέντε ἄντρες ἄλλαξες, κι οὔτε αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα εἶνε
νόμιμος.
Ἡ γυναίκα σκέφτηκε· Προφήτης θὰ εἶνε· ποῦ ξέρει τὰ μυστικά
μου;… Ὤ τὰ μυστικά μας!
Δὲν τὰ ξέρει ὁ ἄντρας σου – τὸν κοροϊδεύεις, δὲν
τὰ ξέρει ἡ γυναίκα σου, δὲν τὰ ξέρουν τὰ παιδιά σου, δὲν τὰ ξέρει
κανείς· τὰ ξέρει ὅμως ὁ Θεός, καὶ ἀλλοίμονό σου!…
―Βλέπω, Κύριε, λέει ἡ Σαμαρείτισσα, ὅτι εἶσαι προφήτης· λῦσε
μου μιὰ ἀπορία γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ· ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός,
στὰ Ἰεροσόλυμα ποὺ λέτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι, ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν ὅπως
ἔκαναν οἱ δικοί μας πρόγονοι;
Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ·
―Οὔτε στὸ Γαριζίν, οὔτε
στὰ Ἰεροσόλυμα· «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24).
Βαρυσήμαντα λόγια,
μὲ τὰ ὁποῖα κήρυξε μιὰ ἀλήθεια αἰώνια. Γι᾽ αὐτὸ ἡ πίστι μας δὲ
συγκρίνεται μὲ καμμιά θρησκεία τοῦ κόσμου.
Κι ὅταν στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς τῆς ἀπεκάλυψε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ
Μεσσίας, τότε ἐκείνη ἀφήνει τὴ στάμνα της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ λέει σὲ
ὅλους· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως αὐτὸς
εἶνε ὁ Χριστός;
Καὶ ἦρθαν ὅλοι, τὸν ἄκουσαν, καὶ πίστεψαν. Καὶ εἶπαν
στὴ γυναῖκα·
―Δὲν πιστεύουμε πλέον ἐπειδὴ τὰ εἶπες ἐσύ· πιστεύουμε,
γιατὶ μόνοι μας γνωρίσαμε ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός.
Ἡ Σαμαρείτιδα πίστεψε ἡ ἴδια, πίστεψαν τὰ παιδιά της καὶ πολλοὶ
συγγενεῖς της. Ἄλλαξε ὄνομα, ὠνομάστηκε Φωτεινή. Ἔγινε ἱεραπόστολος.
Ἔφυγε ἀπ᾽ τὸ χωριό της, περιώδευσε πόλεις καὶ χωριά, κήρυξε Χριστὸν
ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.
Ἔφτασε καὶ στὴν ἀλησμόνητο Σμύρνη
κ᾽ ἐκεῖ μαρτύρησε.
Ἐκεῖ οἱ Μικρασιᾶται πρόγονοί μας, μέσα σὲ 40 μέρες
τῆς ἔχτισαν μεγάλο ναό, καὶ ἐκεῖ σὰν σήμερα τὴν ἑώρταζαν οἱ Σμυρνιοί,
ἕως ὅτου ἦρθε ἡ καταστροφὴ τοῦ 1922. Στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς
λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ εἶπε· Ἕλληνες,
μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας· θὰ ξημερώσουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὸ ἔθνος
μας!
Ὕστερα τὸν ἅρπαξε τὸ ἄλογο πλῆθος καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια καὶ τὸ
αἷμα του ῥάντισε τὰ καλντερίμια. Μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ
αὐτοῦ μεταφέρθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ τοποθετήθηκε σὲ καινούργιο ναὸ τῆς
Ἁγίας Φωτεινῆς στὴ Νέα Σμύρνη Ἀθηνῶν, ποὺ ἔχτισαν οἱ πρόσφυγες, καὶ
ἐκεῖ τὴν ἑορτάζουν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ ἦταν σκοτεινὴ καὶ ἔγινε ἁγία Φωτεινή.
* * *
Πολλοί, ἀγαπητοί μου,
ἐμφανίστηκαν καὶ εἶπαν· Ἐμεῖς θ᾽ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία… Δὲν εἶνε
εὔκολη ἡ ἀλλαγή. Ἡ κακία εἶνε ἄβυσσος.
Παρ᾽ ὅλη τὴ μόρφωσι καὶ τὰ
«φῶτα», ὁ ἄνθρωπος παραμένει μέσα του ἕνας ἄγριος, ἕνα θηρίο. Ποιός
θὰ τὸν ἀλλάξῃ; Ὁ λύκος μαλλὶ ἀλλάζει, τὴ γνώμη του δὲν τὴν ἀλλάζει.
Διάφορα συστήματα καὶ κόμματα ὑπόσχονται ἀλλαγή. Μὰ τὰ προγράμματά τους
εἶνε ἀνεπαρκῆ. Μὲ ἀσπιρίνες καὶ ἔμπλαστρα δὲν θεραπεύεται ὁ καρκίνος.
Αὐτοὶ δὲν ἄλλαξαν οὔτε τὸν ἑαυτό τους, καὶ θ᾽ ἀλλάξουν τοὺς ἄλλους;
Δὲν ἀλλάζει ἡ κοινωνία ἔτσι. Ἕνας μόνο εἶνε ἡ ῥιζικὴ ἀλλαγή·
καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὸς παίρνει τὸ λύκο καὶ
τὸν κάνει ἀρνί, παίρνει τὸν κόρακα καὶ τὸν κάνει περιστέρι, παίρνει τὸ
κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι, παίρνει τὸν κακοῦργο καὶ τὸν κάνει ἅγιο.
Οἱ ἄλλοι κάνουν ἀλλαγὴ τοῦ δέρματος, ἀλλαγὴ ἐπιφανειακή. Μόνο ὁ
Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ τὴ βαθειὰ ἀλλαγή.
Πότε ὅμως;
Ὅταν ἐμεῖς πιστέψουμε καὶ τὸν ἀκολουθήσουμε ὅπως οἱ
πρόγονοί μας. Δός μας, Κύριε, τὴν πίστι τῶν πατέρων μας! Ἀγράμματοι
ἦταν, σὲ καλύβες κατοικοῦσαν, ἀλλ᾽ εἶχαν ἁγιωσύνη καὶ εὐπρέπεια. Δὲν
ἀκουγόταν πορνεία, μοιχεία, ἄλλα ἐγκλήματα· ἦταν ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό.
Ἂς μετανοήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας
Φωτεινῆς.
Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, ἂς πλησιάσουμε τὸ Χριστὸ καὶ ἂς
πιστέψουμε. Τί νὰ πιστέψουμε;
Τὸ λέω ἐγὼ ὁ γέροντας ἐπίσκοπος. Πιστεύω, πιστεύω ἀκράδαντα.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ προτιμοῦσα νὰ κάνω ἄλλο ἐπάγγελμα.
Πιστεύω στὸ
Εὐαγγέλιο, πιστεύω στὴν Ἐκκλησία, πιστεύω τί; Ὅτι κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν
ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας, παρὰ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων,
ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου