«Οι κράτιστοι των Ελλήνων»
Τρεις είναι οι Σίνες. Ο Σίμων Σίνας, ο Γεώργιος Σίνας και ο Σίμων Γεωργίου Σίνας.
Δεν είναι αδέλφια, αλλά πατέρας, γιος και εγγονός.
«Σίμων Σίνας ο Πρεσβύτερος»
Ο πατέρας και παππούς Σίμων Σίνας αν και υπήρξε αγνός Έλληνας και γνήσιος πατριώτης, δεν συγκαταλέγεται στους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες του Έθνους μας.
Υπήρξε όμως ιδρυτής και γενάρχης της δυναστείας των Σίνα.
Γεννήθηκε το 1753 στη Μοσχόπολη, βορειοδυτικά της Κορυτσάς.
Όταν το 1769 συνέβη η καταστροφή της Μοσχόπολης από Οθωμανούς πλιατσικολόγους, ο
δεκαεξάχρονος Σίνας κατέφυγε αρχικά στη Νύσσα και έπειτα στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Εκεί παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Ειρήνη Τσίππη (Τύρκα κατά τον Γούδα) και απέκτησε έναν γιο, τον Γέωργιο Σίνα.
Στο Μοναστήρι ο Σίμων Σίνας ασχολήθηκε με το εμπόριο αλλά σύντομα έχασε ότι είχε και δεν είχε.
Μαζί με όση περιουσία του είχε απομείνει, έχασε και τη γυναίκα του.
Έτσι αποφάσισε να παραδώσει τον μοναχογιό του στα χέρια της αδελφής της αποθανούσης συζύγου του, τη Μαρία Βρέττα-Τζαχάνη που διέμενε στις Σέρρες.
Κατρακυλώντας στην απόλυτη φτώχεια αποφάσισε να ξενιτευτεί στη Βιέννη. Εκεί εμπορευόμενος πάλι κατόρθωσε να κερδίσει λίγα χρήματα.
Τα χρόνια εκείνα ήταν χρόνια αναταραχής για την Ευρώπη.
Προσπαθώντας η Αγγλία και οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές δυνάμεις να ανακόψουν την ορμή του Ναπολέοντα, απέκλεισαν τη Γαλλία δια θαλάσσης με το στόλο τους.
Έτσι οι Γάλλοι αναγκαζόντουσαν να εισάγουν μόνο μέσω ξηράς ότι χρειάζονταν. Καθότι η θαλάσσια οδός παρέμενε κλειστή, τα προϊόντα της Ανατολής δεν μπορούσαν να φτάσουν εύκολα στη Γαλλία και έτσι δημιουργήθηκε μεγάλη έλλειψη αγαθών.
Ακριβώς τότε εμφανίστηκε ο Σίμων Σίνας και εκμεταλλεύτηκε την περίσταση.
Μαζί με τον γιο του που είχε έρθει από τις Σέρρες στέλνανε με καραβάνια στη Γαλλία προϊόντα που αγόραζαν από την Τουρκία, ιδιαίτερα βαμβάκι, και τα πουλούσαν πολύ ακριβά καθώς οι τιμές εκεί είχαν εκτοξευθεί.
Συγχρόνως προμήθευαν με ευρωπαϊκά προϊόντα την Οθωμανική αυτοκρατορία, τα οποία μάλιστα πουλούσαν σε μεταλλικό χρήμα, καθότι τότε οι Τούρκοι αγνοούσαν τελείως τη χρήση χαρτονομισμάτων. Έτσι όσο εξακολουθούσαν τα χρόνια της αναταραχής στην Ευρώπη, τόσο πιο επικερδής γινόταν η εργασία τους.
Καθώς η Αυστρία είχε εξαντλήσει τους χρηματικούς της πόρους, λόγω της παρατεταμένης περιόδου των ναπολεόντειων πολέμων, αναγκάστηκε να καταφύγει σε χαρτονόμισμα αναγκαστικής κυκλοφορίας το οποίο όμως έχανε διαρκώς την αξία του.
Τότε οι Σίνες, φοβούμενοι μια επικείμενη κατάρρευση του Αυστριακού νομίσματος, στράφηκαν στην αγορά γης.
Τα διαρκώς αυξανόμενα έσοδα από τη Γαλλία αλλά και η μετατροπή των εσόδων εξ ανατολής σε ένα διαρκώς υποτιμημένο νόμισμα πολλαπλασίαζε την αγοραστική τους δύναμη η οποία βρήκε διέξοδο στην αγορά ακινήτων.
Ως γνωστόν όμως σε κάθε περίοδο κρίσης, έτσι και τότε, η γη έχανε και αυτή συνεχώς την αξία της. Στην Αυστρία τότε υπήρχαν πολλά κτήματα στα αζήτητα. Οι τιμές είχαν αγγίξει πάτο και οι Σίνες ακολούθησαν τη διαχρονική σκέψη «κανένας δεν ζημίωσε αγοράζοντας γη».
Έτσι άρχιζαν να αγοράζουν σωρηδόν τα ξεπεσμένα τεμάχια γης. Όμως μετά την κρίση ήρθε πάλι η ανάπτυξη στη Αυστρία και σε σύντομο χρονικό διάστημα πατέρας και υιός είχαν καταστεί βαθύπλουτοι.
Οι Σίνες είχαν αξιοποιήσει σωστά τη ρευστότητά τους όταν έπρεπε και έτσι βρέθηκαν με τεράστιες ιδιοκτησίες όταν πλέον η αξία της ακίνητης περιουσίας επανήλθε.
Είχαν αναδειχτεί στους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες και ιδιοκτήτες αρχοντικών οικιών σε όλη την Αυστροουγγαρία, ίσως και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μόνο τα 29 μεγαλύτερα κτήματα που διέθεταν υπολογίζονταν σε συνολική έκταση 1.368.000 στρέμματα!
Διαθέτοντας τέτοια οικονομική δύναμη και υπόληψη, το 1818 ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο Α’ απένειμε στον Σίμων Σίνα τον τίτλο του βαρόνου. Όμως παρά τα πλούτη και τους τιμητικούς τίτλους, ο Σίμων Σίνας τηρούσε χαμηλό προφίλ, ενώ κράτησε ζωντανά τα ελληνικά ήθη και έθιμα στη ξένη γη σαν ελληνολάτρης πατριώτης.
Πέθανε στις 22 Αυγούστου του 1822 φορώντας την παραδοσιακή μακεδονική ενδυμασία την οποία μάλιστα δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Έλεγε «Μόνον τα ενδύματα και τα παράσημα, άτινα ενίοτε δεν αντιπροσωπεύουσι την αξίαν. Μοι εχορήγησεν ο τόπος ούτος, τα δε εντίμως κτώμενα πλούτη, άτινα μόνα αντιπροσωπεύουσι την αξίαν, απέκτησα εν ιδρώτι του προσώπου μου, ως μακεδών. Εις την μακεδονικήν, λοιπόν, καταγωγήν μου οφείλω την αξία μου και δι’ αυτής εθησαύρισα τον πλούτον μου».
«Γεώργιος Σίνας»
Ο γιος του Σίμων Σίνα γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1783 στη Νύσσα όπου είχε βρει καταφύγιο ο πατέρας του.
Ορφανός από μητέρα, μεγαλωμένος φτωχικά στη κουνιάδα του πατέρα του, όταν έγινε οχτώ χρονών αποδήμησε στη Βιέννη. Εκεί ολοκλήρωσε τις βασικές ελληνικές σπουδές του και έμαθε ξένες γλώσσες.
Στα είκοσί του όμως ρίχτηκε κι αυτός στο εμπόριο στο πλευρό του πατέρα του. Η συνύφανση πατέρα και υιού κατά την κοινή τους δράση στον οικογενειακό εμπορικό οίκο υπήρξε απόλυτη.
Μετά το θάνατο του πατρός του, ο Γεώργιος Σίνας ανέλαβε εξ ολοκλήρου την επιχειρηματική κληρονομιά καθώς έπεσε πάνω του ολόκληρο το βάρος της διεύθυνσης του οίκου.
Το ήθος και η τιμιότητα στις συναλλαγές του απέκτησαν τέτοια φήμη που η ουγγρική λέξη “guruk” που χρησιμοποιούταν για να δηλώσει τον Έλληνα κατέληξε να δηλώνει τον τίμιο έμπορο.
Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο τόσο πολύ εκτιμήθηκε από τους εμπόρους της Βιέννης, ώστε το 1823 τον ανακήρυξαν ισόβιο πρόεδρο του εμπορικού τους συλλόγου.
Ο Γεώργιος Σίνας εκτός από το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο επέκτεινε τις δραστηριότητες του και σε άλλες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις με εκπληκτικά αποτελέσματα..
Υπήρξε ιδρυτής μεγάλων νηματουργείων στη Βιέννη, εισήγαγε πρώτος την καλλιέργεια καπνού στην Αυστρία, ενώ ανέλαβε την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου, γι’ αυτό και θεωρείται πατέρας των σιδηροδρόμων της Βαλκανικής.
Επίσης ως εφοπλιστής αναβάθμισε σημαντικά την ατμοπλοΐα στον ποταμό Δούναβη. Αργότερα ως τραπεζίτης έγινε πιστωτής όχι μόνο μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και δανειστής κυβερνήσεων και αυτοκρατοριών.
Λόγω της τραπεζικής του οξυδέρκειας χαρακτηρίστηκε ως η «Πυθία του Χρηματιστηρίου της Βιέννης». Το αντίπαλο δέος των τραπεζικών του επιχειρήσεων ήταν η οικογένεια Rothschild που αν και αρχικά ανταγωνιστές, οι περιστάσεις τους οδήγησαν να εμφανιστούν αργότερα ως εταίροι κοινοπραξιών σε πολλές επενδύσεις, χορηγήσεις δανείων και σε διάφορες μεγάλες εταιρίες.
Αξίζει να σημειωθεί πως και οι δύο οικογένειες διαφύλαξαν την εθνοπολιτισμική τους ταυτότητα μένοντας απολύτως προσηλωμένοι στη φυλετική ενδογαμία και στη θρησκεία (ισραηλιτική και ορθοδοξία αντιστοίχως).
Ο Γεώργιος Σίνας υπήρξε βαθιά φιλάνθρωπος και στράφηκε προς την αγαθοεργία. Φάνηκε εξαιρετικά γενναιόδωρος προς τη θετή του πατρίδα.
Βοήθησε όσο κανένας άλλος στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, δώρισε μεγάλα ποσά για την ανόρθωση της Αυστριακής οικονομίας μετά τον πόλεμο, ενώ ίδρυσε το Πολυτεχνείο της Βιέννης το οποίο και προικοδότησε αδρά.
Παράλληλα συνέβαλε οικονομικά στην ανέγερση του μεγάρου της Ακαδημίας των Επιστημών της Πέστης.
Ήταν ο άνθρωπος που κατά την περίοδο 1840-1849 θεμελίωσε την περίφημη γέφυρα των Αλυσίδων (375 μέτρων), την πρώτη πέτρινη κρεμαστή γέφυρα που ένωνε τη Βούδα με την Πέστη, δημιουργώντας ουσιαστικά τη Βουδαπέστη.
Γενικά σε κάθε ατύχημα που συνέβαινε στην Αυστρία, ο Γεώργιος Σίνας βρισκόταν αρωγός για την αποκατάσταση όσων είχαν υποστεί ζημίες.
Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Αυστριακοί εξέλεξαν τον Γ. Σίνα πρώτο από τους δέκα διευθυντές της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, θέση που διατήρησε για 25 συναπτά έτη.
Το 1838 περιελήφθη, όπως στο παρελθόν κι ο πατέρας του, στον κατάλογο των ευγενών της Αυστρίας αφού του απενεμήθη ο τίτλος του βαρόνου.
Ο Γεώργιος Σίνας συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους ευεργέτες της πατρίδας μας. Αποτέλεσε αξιομίμητο παράδειγμα για τους εγκατεστημένους στη Βιέννη ομογενείς και χάρις αυτόν η Βιέννη αναδείχθηκε σε ακμάζουσα ελληνική αποικία.
Δώρισε μεγάλη ποσότητα χρυσού στη νεοϊδρυθείσα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, προσέφερε αστρονομικά ποσά για τη στήριξη φιλανθρωπικών και πνευματικών ιδρυμάτων όπως το Λύκειο Θηλέων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Αρσάκειο), το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Οφθαλμιατρείο και την Αρχαιολογική Εταιρία.
Έχοντας πολιτογραφηθεί Έλληνας, διορίστηκε το 1833 από τον βασιλιά Όθωνα γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη, ενώ τιμήθηκε με το μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Ίδρυσε τον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στη Βιέννη, ενώ σε δικές του εκτάσεις είναι χτισμένο σήμερα το ελληνικό χωριό της Αυστρίας Μπελογιάννης.
Ο Γεώργιος Σίνας υπήρξε ιδρυτής και χρηματοδότης ενός σπουδαίου επιστημονικού ιδρύματος, του Αστεροσκοπείου Αθηνών, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1846.
Προς τιμήν της συνεισφοράς του στο πεδίο της αστρονομίας, η επιστημονική κοινότητα δώρισε το οικογενειακό του όνομα στον κρατήρα «Σίνα» του φεγγαριού.
Απεβίωσε στις 18 Μαΐου του 1856 και ετάφη στην ορθόδοξη εκκλησία Rappolten Kirchen που είχε οικοδομήσει σε ένα από τα κτήματά του. Η είδηση του θανάτου του προξένησε συναισθήματα λύπης σε όλον τον κόσμο της Ευρώπης.
«Σίμων Γεωργίου Σίνας»
Ο Σίμων Σίνας ο Νεότερος γεννήθηκε στη Βιέννη το 1810. Αν και μεγάλωσε πλουσιοπάροχα κατάφερε να διατηρήσει την πατρική του περιουσία. Φιλάνθρωπος και αυτός, τιμήθηκε από την Αυστρία ποικιλοτρόπως.
Ονομάστηκε μυστικοσύμβουλος του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ, ισόβιο μέλος της Αυστριακής βουλής, μέλος της βουλής των μεγιστάνων της Ουγγαρίας, ενώ του απονεμήθηκαν πολλά παράσημα και άλλοι τίτλοι.
Η αγάπη του για την Ελλάδα φαίνεται σε διάφορες πτυχές της ζωής του.
Δύο από τις τέσσερις κόρες του, τις οποίες τις είχαν ζητήσει σε γάμο πολλοί επίσημοι Ευρωπαίοι, αυτός προτίμησε να τις παντρέψει με Έλληνες.
Η Ειρήνη παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, γιο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και η Ελένη τον Γρηγόριο Υψηλάντη, γόνο της σπουδαίας Φαναριώτικης οικογένειας.
Συνέχισε ακριβώς την ίδια πορεία που χάραξαν ο πατέρας και ο παππούς του. Διετέλεσε και αυτός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη, φρόντισε για τη συντήρηση του Αστεροσκοπείου, ενίσχυσε τη Μητρόπολη Αθηνών και το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, ενώ χάρισε πολλές υποτροφίες σε ελληνόπουλα για να σπουδάσουν στο εξωτερικό.
Το μεγαλύτερο όμως έργο που προσέφερε στην Ελλάδα ήταν η Σιναία Ακαδημία, η μετέπειτα Ακαδημία Αθηνών.
Στην κεντρική της αίθουσα ακόμα δεσπόζει ο ανδριάντας του μέγα ευεργέτη Σίμωνος Σίνα. Παντρεύτηκε όπως ο πατέρας του μια Ελληνίδα της Αυστρίας, την Ιφιγένεια Γκίκα (1814-1884) η οποία ως τελευταία από τους ευεργέτες της οικογένειας συνέχισε το κοινωνικό και πολιτιστικό έργο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΤΑΤΟΣ
πηγη: reporter.gr
Τρεις είναι οι Σίνες. Ο Σίμων Σίνας, ο Γεώργιος Σίνας και ο Σίμων Γεωργίου Σίνας.
Δεν είναι αδέλφια, αλλά πατέρας, γιος και εγγονός.
«Σίμων Σίνας ο Πρεσβύτερος»
Ο πατέρας και παππούς Σίμων Σίνας αν και υπήρξε αγνός Έλληνας και γνήσιος πατριώτης, δεν συγκαταλέγεται στους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες του Έθνους μας.
Υπήρξε όμως ιδρυτής και γενάρχης της δυναστείας των Σίνα.
Γεννήθηκε το 1753 στη Μοσχόπολη, βορειοδυτικά της Κορυτσάς.
Όταν το 1769 συνέβη η καταστροφή της Μοσχόπολης από Οθωμανούς πλιατσικολόγους, ο
δεκαεξάχρονος Σίνας κατέφυγε αρχικά στη Νύσσα και έπειτα στο Μοναστήρι (Μπίτολα). Εκεί παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Ειρήνη Τσίππη (Τύρκα κατά τον Γούδα) και απέκτησε έναν γιο, τον Γέωργιο Σίνα.
Στο Μοναστήρι ο Σίμων Σίνας ασχολήθηκε με το εμπόριο αλλά σύντομα έχασε ότι είχε και δεν είχε.
Μαζί με όση περιουσία του είχε απομείνει, έχασε και τη γυναίκα του.
Έτσι αποφάσισε να παραδώσει τον μοναχογιό του στα χέρια της αδελφής της αποθανούσης συζύγου του, τη Μαρία Βρέττα-Τζαχάνη που διέμενε στις Σέρρες.
Κατρακυλώντας στην απόλυτη φτώχεια αποφάσισε να ξενιτευτεί στη Βιέννη. Εκεί εμπορευόμενος πάλι κατόρθωσε να κερδίσει λίγα χρήματα.
Τα χρόνια εκείνα ήταν χρόνια αναταραχής για την Ευρώπη.
Προσπαθώντας η Αγγλία και οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές δυνάμεις να ανακόψουν την ορμή του Ναπολέοντα, απέκλεισαν τη Γαλλία δια θαλάσσης με το στόλο τους.
Έτσι οι Γάλλοι αναγκαζόντουσαν να εισάγουν μόνο μέσω ξηράς ότι χρειάζονταν. Καθότι η θαλάσσια οδός παρέμενε κλειστή, τα προϊόντα της Ανατολής δεν μπορούσαν να φτάσουν εύκολα στη Γαλλία και έτσι δημιουργήθηκε μεγάλη έλλειψη αγαθών.
Ακριβώς τότε εμφανίστηκε ο Σίμων Σίνας και εκμεταλλεύτηκε την περίσταση.
Μαζί με τον γιο του που είχε έρθει από τις Σέρρες στέλνανε με καραβάνια στη Γαλλία προϊόντα που αγόραζαν από την Τουρκία, ιδιαίτερα βαμβάκι, και τα πουλούσαν πολύ ακριβά καθώς οι τιμές εκεί είχαν εκτοξευθεί.
Συγχρόνως προμήθευαν με ευρωπαϊκά προϊόντα την Οθωμανική αυτοκρατορία, τα οποία μάλιστα πουλούσαν σε μεταλλικό χρήμα, καθότι τότε οι Τούρκοι αγνοούσαν τελείως τη χρήση χαρτονομισμάτων. Έτσι όσο εξακολουθούσαν τα χρόνια της αναταραχής στην Ευρώπη, τόσο πιο επικερδής γινόταν η εργασία τους.
Καθώς η Αυστρία είχε εξαντλήσει τους χρηματικούς της πόρους, λόγω της παρατεταμένης περιόδου των ναπολεόντειων πολέμων, αναγκάστηκε να καταφύγει σε χαρτονόμισμα αναγκαστικής κυκλοφορίας το οποίο όμως έχανε διαρκώς την αξία του.
Τότε οι Σίνες, φοβούμενοι μια επικείμενη κατάρρευση του Αυστριακού νομίσματος, στράφηκαν στην αγορά γης.
Τα διαρκώς αυξανόμενα έσοδα από τη Γαλλία αλλά και η μετατροπή των εσόδων εξ ανατολής σε ένα διαρκώς υποτιμημένο νόμισμα πολλαπλασίαζε την αγοραστική τους δύναμη η οποία βρήκε διέξοδο στην αγορά ακινήτων.
Ως γνωστόν όμως σε κάθε περίοδο κρίσης, έτσι και τότε, η γη έχανε και αυτή συνεχώς την αξία της. Στην Αυστρία τότε υπήρχαν πολλά κτήματα στα αζήτητα. Οι τιμές είχαν αγγίξει πάτο και οι Σίνες ακολούθησαν τη διαχρονική σκέψη «κανένας δεν ζημίωσε αγοράζοντας γη».
Έτσι άρχιζαν να αγοράζουν σωρηδόν τα ξεπεσμένα τεμάχια γης. Όμως μετά την κρίση ήρθε πάλι η ανάπτυξη στη Αυστρία και σε σύντομο χρονικό διάστημα πατέρας και υιός είχαν καταστεί βαθύπλουτοι.
Οι Σίνες είχαν αξιοποιήσει σωστά τη ρευστότητά τους όταν έπρεπε και έτσι βρέθηκαν με τεράστιες ιδιοκτησίες όταν πλέον η αξία της ακίνητης περιουσίας επανήλθε.
Είχαν αναδειχτεί στους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες και ιδιοκτήτες αρχοντικών οικιών σε όλη την Αυστροουγγαρία, ίσως και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μόνο τα 29 μεγαλύτερα κτήματα που διέθεταν υπολογίζονταν σε συνολική έκταση 1.368.000 στρέμματα!
Διαθέτοντας τέτοια οικονομική δύναμη και υπόληψη, το 1818 ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο Α’ απένειμε στον Σίμων Σίνα τον τίτλο του βαρόνου. Όμως παρά τα πλούτη και τους τιμητικούς τίτλους, ο Σίμων Σίνας τηρούσε χαμηλό προφίλ, ενώ κράτησε ζωντανά τα ελληνικά ήθη και έθιμα στη ξένη γη σαν ελληνολάτρης πατριώτης.
Πέθανε στις 22 Αυγούστου του 1822 φορώντας την παραδοσιακή μακεδονική ενδυμασία την οποία μάλιστα δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Έλεγε «Μόνον τα ενδύματα και τα παράσημα, άτινα ενίοτε δεν αντιπροσωπεύουσι την αξίαν. Μοι εχορήγησεν ο τόπος ούτος, τα δε εντίμως κτώμενα πλούτη, άτινα μόνα αντιπροσωπεύουσι την αξίαν, απέκτησα εν ιδρώτι του προσώπου μου, ως μακεδών. Εις την μακεδονικήν, λοιπόν, καταγωγήν μου οφείλω την αξία μου και δι’ αυτής εθησαύρισα τον πλούτον μου».
«Γεώργιος Σίνας»
Ο γιος του Σίμων Σίνα γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1783 στη Νύσσα όπου είχε βρει καταφύγιο ο πατέρας του.
Ορφανός από μητέρα, μεγαλωμένος φτωχικά στη κουνιάδα του πατέρα του, όταν έγινε οχτώ χρονών αποδήμησε στη Βιέννη. Εκεί ολοκλήρωσε τις βασικές ελληνικές σπουδές του και έμαθε ξένες γλώσσες.
Στα είκοσί του όμως ρίχτηκε κι αυτός στο εμπόριο στο πλευρό του πατέρα του. Η συνύφανση πατέρα και υιού κατά την κοινή τους δράση στον οικογενειακό εμπορικό οίκο υπήρξε απόλυτη.
Μετά το θάνατο του πατρός του, ο Γεώργιος Σίνας ανέλαβε εξ ολοκλήρου την επιχειρηματική κληρονομιά καθώς έπεσε πάνω του ολόκληρο το βάρος της διεύθυνσης του οίκου.
Το ήθος και η τιμιότητα στις συναλλαγές του απέκτησαν τέτοια φήμη που η ουγγρική λέξη “guruk” που χρησιμοποιούταν για να δηλώσει τον Έλληνα κατέληξε να δηλώνει τον τίμιο έμπορο.
Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο τόσο πολύ εκτιμήθηκε από τους εμπόρους της Βιέννης, ώστε το 1823 τον ανακήρυξαν ισόβιο πρόεδρο του εμπορικού τους συλλόγου.
Ο Γεώργιος Σίνας εκτός από το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο επέκτεινε τις δραστηριότητες του και σε άλλες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις με εκπληκτικά αποτελέσματα..
Υπήρξε ιδρυτής μεγάλων νηματουργείων στη Βιέννη, εισήγαγε πρώτος την καλλιέργεια καπνού στην Αυστρία, ενώ ανέλαβε την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου, γι’ αυτό και θεωρείται πατέρας των σιδηροδρόμων της Βαλκανικής.
Επίσης ως εφοπλιστής αναβάθμισε σημαντικά την ατμοπλοΐα στον ποταμό Δούναβη. Αργότερα ως τραπεζίτης έγινε πιστωτής όχι μόνο μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και δανειστής κυβερνήσεων και αυτοκρατοριών.
Λόγω της τραπεζικής του οξυδέρκειας χαρακτηρίστηκε ως η «Πυθία του Χρηματιστηρίου της Βιέννης». Το αντίπαλο δέος των τραπεζικών του επιχειρήσεων ήταν η οικογένεια Rothschild που αν και αρχικά ανταγωνιστές, οι περιστάσεις τους οδήγησαν να εμφανιστούν αργότερα ως εταίροι κοινοπραξιών σε πολλές επενδύσεις, χορηγήσεις δανείων και σε διάφορες μεγάλες εταιρίες.
Αξίζει να σημειωθεί πως και οι δύο οικογένειες διαφύλαξαν την εθνοπολιτισμική τους ταυτότητα μένοντας απολύτως προσηλωμένοι στη φυλετική ενδογαμία και στη θρησκεία (ισραηλιτική και ορθοδοξία αντιστοίχως).
Ο Γεώργιος Σίνας υπήρξε βαθιά φιλάνθρωπος και στράφηκε προς την αγαθοεργία. Φάνηκε εξαιρετικά γενναιόδωρος προς τη θετή του πατρίδα.
Βοήθησε όσο κανένας άλλος στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, δώρισε μεγάλα ποσά για την ανόρθωση της Αυστριακής οικονομίας μετά τον πόλεμο, ενώ ίδρυσε το Πολυτεχνείο της Βιέννης το οποίο και προικοδότησε αδρά.
Παράλληλα συνέβαλε οικονομικά στην ανέγερση του μεγάρου της Ακαδημίας των Επιστημών της Πέστης.
Ήταν ο άνθρωπος που κατά την περίοδο 1840-1849 θεμελίωσε την περίφημη γέφυρα των Αλυσίδων (375 μέτρων), την πρώτη πέτρινη κρεμαστή γέφυρα που ένωνε τη Βούδα με την Πέστη, δημιουργώντας ουσιαστικά τη Βουδαπέστη.
Γενικά σε κάθε ατύχημα που συνέβαινε στην Αυστρία, ο Γεώργιος Σίνας βρισκόταν αρωγός για την αποκατάσταση όσων είχαν υποστεί ζημίες.
Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Αυστριακοί εξέλεξαν τον Γ. Σίνα πρώτο από τους δέκα διευθυντές της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, θέση που διατήρησε για 25 συναπτά έτη.
Το 1838 περιελήφθη, όπως στο παρελθόν κι ο πατέρας του, στον κατάλογο των ευγενών της Αυστρίας αφού του απενεμήθη ο τίτλος του βαρόνου.
Ο Γεώργιος Σίνας συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους ευεργέτες της πατρίδας μας. Αποτέλεσε αξιομίμητο παράδειγμα για τους εγκατεστημένους στη Βιέννη ομογενείς και χάρις αυτόν η Βιέννη αναδείχθηκε σε ακμάζουσα ελληνική αποικία.
Δώρισε μεγάλη ποσότητα χρυσού στη νεοϊδρυθείσα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, προσέφερε αστρονομικά ποσά για τη στήριξη φιλανθρωπικών και πνευματικών ιδρυμάτων όπως το Λύκειο Θηλέων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Αρσάκειο), το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Οφθαλμιατρείο και την Αρχαιολογική Εταιρία.
Έχοντας πολιτογραφηθεί Έλληνας, διορίστηκε το 1833 από τον βασιλιά Όθωνα γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη, ενώ τιμήθηκε με το μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Ίδρυσε τον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στη Βιέννη, ενώ σε δικές του εκτάσεις είναι χτισμένο σήμερα το ελληνικό χωριό της Αυστρίας Μπελογιάννης.
Ο Γεώργιος Σίνας υπήρξε ιδρυτής και χρηματοδότης ενός σπουδαίου επιστημονικού ιδρύματος, του Αστεροσκοπείου Αθηνών, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1846.
Προς τιμήν της συνεισφοράς του στο πεδίο της αστρονομίας, η επιστημονική κοινότητα δώρισε το οικογενειακό του όνομα στον κρατήρα «Σίνα» του φεγγαριού.
Απεβίωσε στις 18 Μαΐου του 1856 και ετάφη στην ορθόδοξη εκκλησία Rappolten Kirchen που είχε οικοδομήσει σε ένα από τα κτήματά του. Η είδηση του θανάτου του προξένησε συναισθήματα λύπης σε όλον τον κόσμο της Ευρώπης.
«Σίμων Γεωργίου Σίνας»
Ο Σίμων Σίνας ο Νεότερος γεννήθηκε στη Βιέννη το 1810. Αν και μεγάλωσε πλουσιοπάροχα κατάφερε να διατηρήσει την πατρική του περιουσία. Φιλάνθρωπος και αυτός, τιμήθηκε από την Αυστρία ποικιλοτρόπως.
Ονομάστηκε μυστικοσύμβουλος του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ, ισόβιο μέλος της Αυστριακής βουλής, μέλος της βουλής των μεγιστάνων της Ουγγαρίας, ενώ του απονεμήθηκαν πολλά παράσημα και άλλοι τίτλοι.
Η αγάπη του για την Ελλάδα φαίνεται σε διάφορες πτυχές της ζωής του.
Δύο από τις τέσσερις κόρες του, τις οποίες τις είχαν ζητήσει σε γάμο πολλοί επίσημοι Ευρωπαίοι, αυτός προτίμησε να τις παντρέψει με Έλληνες.
Η Ειρήνη παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, γιο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και η Ελένη τον Γρηγόριο Υψηλάντη, γόνο της σπουδαίας Φαναριώτικης οικογένειας.
Συνέχισε ακριβώς την ίδια πορεία που χάραξαν ο πατέρας και ο παππούς του. Διετέλεσε και αυτός πρόξενος της Ελλάδας στη Βιέννη, φρόντισε για τη συντήρηση του Αστεροσκοπείου, ενίσχυσε τη Μητρόπολη Αθηνών και το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, ενώ χάρισε πολλές υποτροφίες σε ελληνόπουλα για να σπουδάσουν στο εξωτερικό.
Το μεγαλύτερο όμως έργο που προσέφερε στην Ελλάδα ήταν η Σιναία Ακαδημία, η μετέπειτα Ακαδημία Αθηνών.
Στην κεντρική της αίθουσα ακόμα δεσπόζει ο ανδριάντας του μέγα ευεργέτη Σίμωνος Σίνα. Παντρεύτηκε όπως ο πατέρας του μια Ελληνίδα της Αυστρίας, την Ιφιγένεια Γκίκα (1814-1884) η οποία ως τελευταία από τους ευεργέτες της οικογένειας συνέχισε το κοινωνικό και πολιτιστικό έργο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΤΑΤΟΣ
πηγη: reporter.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου