Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία για το 2024, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τα ποσοστά έγκρισης αιτήσεων ασύλου, με ποσοστό 71%, ξεπερνώντας χώρες όπως η Ιρλανδία με 62,4%, η Νορβηγία με 49,6%, το Βέλγιο με 46,9% και η Φινλανδία με
45,1%. Το αποτέλεσμα αυτό προκαλεί ερωτήματα και έντονο προβληματισμό, καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη ρητορική περί «αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής» που προβάλλει συστηματικά η κυβέρνηση και ειδικότερα ο υπουργός Μετανάστευσης Θάνος Πλεύρης.Η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα εγκρίνει επτά στις δέκα αιτήσεις ασύλου, ποσοστό που υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν συνυπολογιστεί ότι η πλειονότητα των ατόμων στους οποίους χορηγείται άσυλο δεν παραμένει τελικά στη χώρα, αλλά συνεχίζει το ταξίδι της προς τη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Έτσι, η Ελλάδα λειτουργεί πρακτικά ως πύλη νομιμοποίησης για ανθρώπους που επιθυμούν να εγκατασταθούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταφέροντας ουσιαστικά το πρόβλημα αλλού.
Ανάμεσα στις εθνικότητες με τα υψηλότερα ποσοστά αναγνώρισης ασύλου στη χώρα για το 2024 περιλαμβάνονται κυρίως υπήκοοι από ασιατικές και αφρικανικές χώρες, μεταξύ των οποίων Αφγανοί, Σύροι, Πακιστανοί, Σομαλοί και Μπαγκλαντεσιανοί. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι από αυτούς προέρχονται από εμπόλεμες ή ασταθείς περιοχές, σημαντικός αριθμός αιτούντων δεν πληροί τα αυστηρά διεθνή κριτήρια του πρόσφυγα, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο αμφιλεγόμενο το υψηλό ποσοστό αποδοχής αιτήσεων.
Η αντίφαση ανάμεσα στις κυβερνητικές εξαγγελίες και στην πραγματικότητα είναι εμφανής. Παρά τις διαρκείς δηλώσεις του υπουργού Μετανάστευσης για «μηδενική ανοχή» και «σκληρή γραμμή» έναντι της παράνομης μετανάστευσης, η Ελλάδα όχι μόνο εξακολουθεί να δέχεται μεγάλο αριθμό αιτήσεων, αλλά εγκρίνει και τις περισσότερες σε αναλογία με τον πληθυσμό και το μέγεθος της χώρας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και πράξεων και εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο εφαρμόζεται πράγματι η πολιτική που εξαγγέλλεται ή αν η χώρα έχει μετατραπεί, άθελά της ή εκούσια, σε κέντρο διεκπεραίωσης αιτημάτων ασύλου για ολόκληρη την Ευρώπη.
Η κατάσταση αυτή, πέρα από την πολιτική της διάσταση, έχει και σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Η Ελλάδα καλείται να επωμιστεί το βάρος μιας πολιτικής που εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα των βόρειων χωρών της ΕΕ, οι οποίες επωφελούνται από τη «φιλανθρωπική» εικόνα της χώρας χωρίς να αναλαμβάνουν καμία ουσιαστική ευθύνη για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών. Η υποτιθέμενη αυστηρή μεταναστευτική πολιτική αποδεικνύεται τελικά περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική, λειτουργώντας ως εσωτερικό μήνυμα τάξης και αποφασιστικότητας, την ώρα που οι αριθμοί αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο.
Εάν δεν υπάρξει άμεση επανεξέταση του πλαισίου αξιολόγησης των αιτήσεων και σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους πραγματικούς πρόσφυγες και στους παράτυπους μετανάστες, η Ελλάδα θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ο ευρωπαϊκός μηχανισμός νομικής τακτοποίησης όσων επιθυμούν να περάσουν προς τον ευρωπαϊκό Βορρά. Και ενώ οι υπόλοιπες χώρες της Ένωσης απολαμβάνουν τα οφέλη μιας «ανθρωπιστικής» πολιτικής χωρίς κόστος, η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη στον ρόλο του συνοριακού φρουρού που πληρώνει μόνη της το τίμημα μιας στρατηγικής που δεν καθόρισε, αλλά εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου