Χαράλαμπος Μηνάογλου
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών είναι η θεσπισθείσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία εορτή των ελληνικών γραμμάτων. Κατ’ αυτήν δεν τιμώνται οι Τρεις Ιεράρχες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Ιωάννης ο Χρυσόστομος) αλλά στα πρόσωπά τους τα ελληνικά γράμματα και η ελληνική παιδεία. Όπως είναι γνωστό, αυτοί οι τρεις σπουδαίοι άγιοι ιεράρχες τιμώνται από την
Εκκλησία, σε άλλες ημερομηνίες (1 Ιανουαρίου ο Μ. Βασίλειος, 25 Ιανουαρίου ο άγιος Γρηγόριος και 13 Νοεμβρίου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Εδώ και μία χιλιετία περίπου (11ος αιώνας), στις 30 Ιανουαρίου, η Εκκλησία τιμά στα πρόσωπα των Τριών Ιεραρχών την ελληνική παιδεία, όπως το θέσπισε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο Μαυρόπους, ο οποίος συνέταξε και ασματική ακολουθία των Τριών Ιεραρχών.Ο Μαυρόπους ήταν λόγιος επίσκοπος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία και γραμματεία συνεχίζοντας ως προς τούτο την παράδοση των Τριών Ιεραρχών και πολλών άλλων επισκόπων και λοιπών κληρικών με προεξάρχοντα τον συντάκτη της Μυριοβίβλου, Μ. Φώτιο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (9ος αιώνας).
Με την εορτή, που σταδιακά καθιερώθηκε, στις 30 Ιανουαρίου τιμάται στα πρόσωπα των ανωτέρω αναφερόμενων τριών ιεραρχών η ελληνική παιδεία. Ο Μαυρόπους επέλεξε αυτούς τους τρεις αγίους του τετάρτου αιώνα για την βαθιά ελληνική παιδεία τους και την συμβολή τους όχι μόνον στην θεολογία, αλλά και στα ελληνικά γράμματα.
Ο Μ. Βασίλειος, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, υπήρξε για τα δεδομένα της εποχής του πανεπιστήμων. Σπούδασε μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό στην ειδωλολατρική ακόμη τότε σχολή των Αθηνών, ενώ ένα από πλέον γνωστά έργα του είναι το «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», στο οποίο έδειξε ότι οι νέοι της εποχής του μπορούσαν να μελετούν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς χωρίς να επηρεάζεται η χριστιανική πίστη τους.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και ήταν ένας ογκόλιθος της Θεολογίας, εξού και το σχετικό προσωνύμιο, αλλά συνάμα και σπουδαίος ποιητής, αφού συνέγραψε έπη, ιστορικά και θεολογικά, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο στην γλώσσα και το μέτρο τα αρχαία ελληνικά έπη. Μπορούσε με άνεση -και το έπραξε στα έπη του- όχι απλώς να μιμείται την ομηρική ελληνική, αλλά να γράφει σε αυτήν χωρίς λάθη. Έτσι, δεν είναι υπερβολικός για αυτόν ο χαρακτηρισμός του ως χριστιανού Ομήρου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξε και αυτός αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Παύθηκε πολλές φορές, επειδή ήλεγχε διαρκώς την εξουσία. Κάθε φορά, όμως, ο λαός τον αποζητούσε και τον επανέφερε στην θέση του. Τελικά, εκοιμήθη στον δρόμο για την τελευταία του εξορία. Το συγγραφικό του έργο αποτελείται κυρίως από κηρύγματα, τα οποία μάλιστα θεωρούνται τόσο ολοκληρωμένα, με επιχειρηματολογία ισχυρή και δεινότητα ρητορική, ώστε μέχρι και τις μέρες μας συνιστούν βασική πηγή για όλους τους ιεροκήρυκες. Για αυτόν τον λόγο του αποδόθηκε η προσωνυμία του χριστιανού Δημοσθένη.
Η εορτή συνέχισε να εορτάζεται μετά τον Μαυρόποδα στα υστεροβυζαντινά χρόνια, αλλά και μετά την Άλωση, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σε κάθε ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε. Μετά την Επανάσταση και την ανεξαρτησία του νεοελληνικού κράτους η εορτή καθιερώθηκε ως σχολική και πέρασε σε όλα τα κατοπινά εορτολόγια.
Στα πρόσωπα, λοιπόν, αυτών των αγίων ιεραρχών τιμούμε την ελληνική παιδεία, η οποία είναι σπουδαία λόγω των απαντήσεων που έδωσε στα καίρια του βίου. Δεν είναι, δηλαδή, ζήτημα θαυμασμού προς έναν υψηλό πολιτισμό, αλλά πρωτίστως ζήτημα πρακτικό, εορτή για την δημιουργία πολιτισμού βιωμένου, πολιτισμού που παρήγαγε τον ελληνικό τρόπο, την ελληνική ιδιοπροσωπία. Είναι, λοιπόν, εξόχως μία εορτή των Ελλήνων, αλλά και κάθε ανθρώπου, καθώς η ελληνική παιδεία και η νοηματοδότηση της ζωής, στην οποία κατέληξε, έχουν χρησιμοποιηθεί όχι μόνον από τους Έλληνες, αλλά και από πολλούς άλλους λαούς σε Ανατολή και Δύση, καθιστώντας την σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας κληρονομιάς.
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης: Άγιοι Τρεις Ιεράρχες- Έβγαζαν τα ράσα διεφθαρμένων επισκόπων
Ἀλλὰ ἀδελφοί μου, ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (τοῦ Θεολόγου) νὰ προσέξετε, διότι παρεμβάλλεται ἕνα ἐπεισόδιον τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς. Δυστυχῶς δὲν τὸ εἶχα προσέξει ἐνωρίτερον. Ἐὰν τὸ ἐπρόσεχα ἐνωρίτερον, ἄλλην τροπὴν θὰ ἔδινα εἰς τὸν ἀγῶνα. Διότι δυστυχῶς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-εὐλαβεῖς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι λέγουν: «θὰ κολαστεῖς ἅμα φωνάξεις ἐναντίον τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, θὰ πᾶς στὴν κόλαση». Ἐὰν τὸ ἤξερα τὸ ἐπεισόδιον αὐτὸ θὰ ἔδιδα ἄλλον σύνθημα, ἡρωϊκότερον ἀπὸ τὰ συνθήματα ποὺ ἐδώσαμεν. Ποιό, γιὰ ἀκούσατε.
Στὴν ἐποχὴ ποὺ εὑρίσκετο μέσα εἰς τὴν Κων/πολιν ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός, εὑρίσκετο ἕνα κάθαρμα (ἔτσι τὸ ὀνομάζει κι ὁ ἴδιος), κάθαρμα, κυνικὸν κάθαρμα. Φιλόσοφος ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Διογένη τὸν φιλόσοφον, ἀλλ’ ἀπεῖχε πολὺ τοῦ Διογένους τοῦ φιλοσόφου. Ὀνομάζετο Μάξιμος. Καὶ ὁ Μάξιμος αὐτός, περιβαλλόμενος ἀπὸ κόλακας καὶ διεφθαρμένους καὶ γυναίκας ἀκόμη, καλὰ καὶ σώνει ἤθελε νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως. Τί ἔκανε λοιπόν;
Ἄνευ ἐγκρίσεως τῆς πολιτείας, ἄνευ ἐγκρίσεως τοῦ αὐτοκράτορος, ἄνευ θελήσεως τοῦ λαοῦ προπαντός, ἐπῆγε καὶ μάζεψε μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ εἶχε, πῆγε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάζεψε ἑφτὰ δεσποτάδες. Καὶ μιὰ ὡραία νύχτα, περάσανε τὰ Δαρδανέλια καὶ κρυφὰ-κρυφὰ τὴ νύχτα, τὰ καράβια τὰ αἰγυπτιακά, καὶ ἔρριψαν τὴν ἄγκυρα στὸν Βόσπορο. Κρυφά. Καὶ τὴν ἄλλην μέρα, εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸν χειροτονήσουν σὲ μία Ἐκκλησία, Ἀρειανικὴν Ἐκκλησία παρακαλῶ.
Κανεὶς δὲν ἤξερε. Οὔτε ὁ αὐτοκράτορας, οὔτε ὁ Γρηγόριος, οὔτε ὁ λαός. Κανεὶς δὲν ἤξερε. Ἀλλ’ ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέροντο. Καὶ ἀπὸ στόμα μιᾶς γυναικός, χριστιανῆς πιστῆς, ἐμάθανε ὅτι αὔριο χειροτονεῖται Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ὁ Μάξιμος, τὸν ὁποῖον θὰ χειροτονήσουν ἑφτὰ δεσποτάδες ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὅταν τὸ μάθανε αὐτό, μαζεύτηκε ὅλος ὁ κόσμος· ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου (Θεολόγου), ὅλος ὁ λαὸς ὁ χριστιανικός. Πῆγαν μέσα. Οἱ Αἰγύπτιοι οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πληρωθεῖ γιὰ νὰ χειροτονήσουν, τὰ καθάρματα αὐτὰ τὰ αἰγυπτιακά, ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τὸν χειροτονήσουν.
Ἀλλὰ καθ’ ἣν στιγμὴ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ βάλλουν τὰ χέρια ἐπάνω στὸν Μάξιμο, τότε ἠκούσθη ὡς βροντὴ ἰσχυρὰ καὶ ἀστραπὴ κι ὡς σεισμός, ἠκούσθη ἡ φωνὴ «ἀνάξιος». «Ἀνάξιος». Φωνάξανε μία, ὁ λαός, φωνάξανε δύο. Εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ ἐπίσκοποι (σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό), νὰ σταματήσουν πάσα χειροτονία· ἐκτὸς ἐὰν οἱ ἐπίσκοποι θεωροῦν τὸ λαὸ ζῶα. Ἀλλὰ ὡς ζῶα μᾶς περνοῦνε. Λοιπόν, ἔπρεπε νὰ σταματήσει ἡ χειροτονία. Ἀλλὰ αὐτοὶ τίποτα ἀπολύτως. «Ἄστους νὰ φωνάζουν».
Ἀλλὰ (οἱ χριστιανοὶ τότε) δὲν ἦσαν σὰν τοὺς χριστιανοὺς τοὺς σημερινούς. Ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτοὶ δὲν σταματούσανε κι ὅτι δὲν τοὺς ἐνδιέφερε τελείως (τί λέει ὁ λαός), καὶ ὅτι εἶχαν σκοπὸ ὁπωσδήποτε νὰ χειροτονήσουν αὐτὸν (τὸν Μάξιμο), ἐν μέσῳ φωνῶν καὶ κραυγῶν, τότε τί κάνουν; Ὁρμοῦν ἐπάνω, τοὺς ἁρπάζουν, τοὺς βγάζουν τὰ ἄμφια καὶ τοὺς κυνηγοῦν εἰς τοὺς δρόμους. Ναί, αὐτὸ κάνανε. Κι ἀναγκαστήκανε αὐτοὶ διωκόμενοι νὰ περιφέρονται ἐν μέσῳ τῶν δρόμων τῆς Κων/πόλεως καὶ νὰ πᾶνε, παρακαλῶ, σ’ ἕνα πλυσταριό, κι ἐκεῖ νὰ τελειώσει ἡ χειροτονία.
Ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἕνας ἀπὸ τοὺς ψευτοχριστιανοὺς τοῦ σημερινοῦ καιροῦ, κι ἔβλεπε τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Γρηγορίου νὰ κρατοῦν ρόκες καὶ ρόπαλα καὶ νὰ κυνηγοῦν τοὺς ἀναξίους καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ κρυφτοῦν στὰ πλυσταριά, θἄλεγε: «Πώ, πώ, τί φανατικοὶ ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί! Τί κακὸ μεγάλο κάνουν στὴν Ἐκκλησία! Τί σκάνδαλο μεγάλο κάνουν».
Ἀλλὰ δὲν ἦσαν ἔτσι οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι. Οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἐνδιεφέροντο γιὰ τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ τὸ σπίτι των. Οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι εἶχαν πόθον ζωηρὸν νὰ δοῦν τὴν Ἐκκλησία τους ἀπηλαγμένην ἀπὸ ὅλα τὰ αἴσχη. Ἡ Ἐκκλησία ἐκείνη ἦταν φωνὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει «ἐποιήσατε τὸν οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου».
Ναί, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔδρασαν τότε ἐκεῖνοι. Ἀλλὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τί κρίση ἔχεις ἐσύ, κύριε, ὁ ψευτοχριστιανὸς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἂν ἔρθω καὶ σπάσω ἕνα τζάμι τοῦ καταστήματός σου, θὰ μὲ κυνηγήσεις... Ἀλλὰ ἕνα τζάμι δὲν εἶναι τίποτα· ὅταν σπάζουν ἕνα τζάμι τοῦ καταστήματός σου ἐξανίστασαι, ἀλλ’ ὅταν βλέπεις τὴν Ἐκκλησίαν νὰ καταδυναστεύεται καὶ νὰ πυρπολεῖται καὶ νὰ καίεται, ἀδιαφορεῖς τελείως.
Ἀλλὰ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τί λέγουν οἱ σημερινοὶ ψευτοθεολόγοι..., μὲ ἐνδιαφέρει νὰ δεῖτε ποίαν κρίσιν ἐπάνω στὸ μεγάλο αὐτὸ ἐπεισόδιο ποὺ ἔγινε εἰς τὴν ἐποχὴ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, μὲ ἐνδιαφέρει νὰ δῶ πῶς τὸ κρίνει ἕνας ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Πατριαρχῶν τῆς συγχρόνου Ἐκκλησιας, ὁ Πατριάρχης Κων/πόλεως Βασίλειος ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀγχιάλου (Βουλγαρίας). Ὁ Βασίλειος, λοιπόν, τὴν ἡμέραν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἐξεφώνησε ἕνα περισπούδαστον λόγον καὶ ἐσχολίασε τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ Μαξίμου καὶ λέγει:
«Ἐὰν τὴν νύχτα ἐκείνη στὴν Κων/πολη δὲν σηκώνετο ὁ λαός, Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως δὲν θὰ ἦτο ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἀλλὰ θὰ ἦτο ὁ Μάξιμος».
Μάλιστα· τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἐπίσκοποι. Τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἀρχιερεῖς... Δὲν πέφτουν ἀπὸ τὰ οὐράνια. Ἀγωνιστεῖτε νὰ ἀποκτῆστε Ἐπίσκοπο. Μὴ παραπονεῖσθε οὔτε ἐναντίον ἱερέων, οὔτε ἐναντίον Ἀρχιερέων, ἐὰν δὲν γίνεται ἀγωνισταὶ καὶ καταδιώξουμε ἀπεινῶς τὴν ἀγέλην αὐτήν, ἡ ὁποία ρημάζει τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ μας.
(Βλέπω) δὲν συμφωνεῖτε... Θὰ μείνουμε μόνοι ἀγωνιζόμενοι. Ἅμα δεῖτε ἐσεῖς δεσπότη μὲ κορῶνες, καὶ μὲ χρυσάφια καὶ μὲ μπαστοῦνες...
Δὲν εἶναι ἔτσι;
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ» τοῦ ἀειμνήστου μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη), Πατερική Παράδοση, Τράπεζα Ιδεών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου