Το πρώτο οικονομικό blog στη Βόρεια Ελλάδα // oikonomia24.blogspot.com // i.faitatzoglou@yahoo.gr
Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011
Η επόμενη μέρα...
Τι σημαίνει για νοικοκυριά και επιχειρήσεις η επικείμενη συγχώνευση Alpha Bank - Eurobank και η είσοδος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Ενα τελείως διαφορετικό τραπεζικό σύστημα από το σημερινό να δούμε να διαμορφώνεται από τις επόμενες ημέρες, προκαλώντας ριζικές αλλαγές στις καθημερινές μας τραπεζικές σχέσεις και στην πραγματική οικονομία.
Ο φόβος της οιονεί κρατικοποίησης των τραπεζών με την ένταξή τους στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πιέζει τους Ελληνες τραπεζίτες και βασικούς μετόχους του εγχώριου τραπεζικού συστήματος σε συμμαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η πρόθεση για τη δημιουργία του νέου σχήματος Alpha Bank - Eurobank. Ισως, η απειλή της κρατικοποίησης να οδηγήσει κι άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες. Οσες δεν καταφέρουν να συνεργαστούν, να εξαγοραστούν, να συγχωνευθούν ή να ενισχυθούν κεφαλαιακά, θα καταλήξουν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την πραγματική οικονομία; Εξειδικευμένα τραπεζικά στελέχη από την ελληνική αγορά και από το εξωτερικό που έζησαν από κοντά την κρατική στήριξη και την εξυγίανση τραπεζικών ιδρυμάτων, τα οποία έπεσαν θύματα της πιστωτικής κρίσης του 2008, συνοψίζουν τις επιπτώσεις στα εξής:
1.
Απολύσεις. Βασική προϋπόθεση στο Ταμείο είναι το πρόγραμμα εξυγίανσης, το οποίο προβλέπει σημαντικές μειώσεις δαπανών. Ακόμα και στην περίπτωση των συνεργασιών, η περικοπή των δαπανών θα είναι βασικό συστατικό.
2.
Κλείσιμο καταστημάτων. Το πρόγραμμα εξυγίανσης συνοδεύεται και από ένα πρόγραμμα συρρίκνωσης του ενεργητικού και των λειτουργιών. Αυτό επιφέρει αναγκαστικά περιορισμό του δικτύου. Και στην περίπτωση των συνεργασιών (συγχώνευση τραπεζών), το κλείσιμο καταστημάτων που δεν είναι συμπληρωματικά, θεωρείται μάλλον δεδομένο.
3.
Περιορισμένη χρηματοδότηση. Ηδη, η στρόφιγγα του δανεισμού έχει κλείσει και ίσως η παρενέργεια αυτή να μη γίνει τόσο αισθητή. Ισως, μάλλιστα -για κάποιους φερέγγυους- να σημαίνει βελτίωση σε ό,τι αφορά στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Αυτό θα συμβεί διότι οι τράπεζες προσπαθώντας να μειώσουν τον κίνδυνο των χαρτοφυλακίων τους θα προσπαθήσουν να αντικαθιστούν «κακούς» πελάτες με «καλούς». Δηλαδή θα διαγράφουν επισφαλή δάνεια και ταυτόχρονα να χορηγούν νέα σε υγιείς. Ομως, για να εξασφαλιστεί η μείωση του κινδύνου (άρα λιγότερες προβλέψεις και συνεπώς μικρότερες ζημιές) οι τράπεζες θα ζητούν μεγαλύτερες εμπράγματες εγγυήσεις (προσημειώσεις ακινήτων κλπ). Με άλλα λόγια, όσοι θα χρειάζονται δανεικά, μάλλον δεν θα παίρνουν, πλην όσων παρουσιάζουν υψηλά έσοδα και έχουν ακίνητη περιουσία.
4.
Εμπράγματες εξασφαλίσεις. Οι πιστωτικές κάρτες, τα ανοικτά και τα καταναλωτικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις (προσημειώσεις ακινήτων) μάλλον θα πρέπει να θεωρηθούν παρελθόν. Οχι μόνο θα χορηγούνται σπάνια και σε μικρά ύψη, αλλά και σε όσα έχουν χορηγηθεί θα ζητούνται (στις περισσότερες περιπτώσεις) εγγυήσεις.
5.
Επιχειρήσεις. Καρνέ επιταγών με περισσότερα από 10 φύλλα, γραμμές πίστωσης και «σπάσιμο» μεταχρονολογημένων επιταγών θα αποτελέσουν είδη προς εξαφάνιση. Μόνο οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες με καθαρό ιστορικό, με τζίρους και εξασφαλίσεις θα έχουν τέτοια προνόμια. Στους υπόλοιπους, τα καρνέ και οι πιστώσεις (όσες έχουν μείνει) μάλλον θα κλείσουν.
6.
Δικαστήρια. Η πίεση για αποπληρωμή των δανείων και για «ικανοποίηση» των πιστωτών μέσω της δικαστικής οδού θα γίνει μεγαλύτερη. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αναστολή πλειστηριασμού πρώτης κατοικίας μέχρι τέλους έτους, αλλά και ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η προστασία αυτή για μια μερίδα δανειοληπτών αναμένεται να μετατραπεί σε μεγαλύτερη πίεση σε εκείνη τη μερίδα που δεν εμπίπτει στις διατάξεις αυτές. ‘Η μπορεί να μην κινδυνεύσει η πρώτη κατοικία, αλλά μπορεί να δημιουργηθούν άλλες απαιτήσεις ή νομικές αξιώσεις (πχ αγωγές για παράνομο πλουτισμό και συνεπώς διεκδίκηση περιουσιακών στοιχείων βάσει άλλων διατάξεων κλπ).
7.
Πιέσεις στα ακίνητα. Το κλείσιμο τραπεζικών καταστημάτων, οι απολύσεις αλλά και η πίεση για κατασχέσεις και πλειστηριασμούς αναμένεται να προκαλέσουν επιδείνωση στην αγορά ακινήτων, τόσο στις τιμές όσο και στα ενοίκια.
8.
Υφεση. Ολα αυτά συνιστούν νέες επιβαρυντικές μεταβλητές για την ύφεση που θα επιφέρει μικρότερη εγχώρια ζήτηση, μικρότερη ρευστότητα και περισσότερες απολύσεις, αλλά μεγαλύτερη πτώση τιμών σε όλα τα αγαθά και υπηρεσίες.
9.
Ξένοι ανταγωνιστές. Ενώ η πτώση των τιμών και η «εσωτερική υποτίμηση» θα λειτουργούν προς ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, άλλοι ξένοι όμιλοι που δεν θα αντιμετωπίζουν προβλήματα θα βρουν πρόσφορο έδαφος να κερδίσουν μερίδια. Ηδη, ξένοι τραπεζικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα κερδίζουν συνεχώς έδαφος στα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προσελκύοντας υγιείς πελάτες. Διότι το κλείσιμο της στρόφιγγας του δανεισμού από τις ελληνικές έπληξε και τους καλούς πελάτες. Με τη μόνη διαφορά ότι ο καλός πελάτης είναι αυτός που μπορεί να φύγει από τη μία τράπεζα και να γίνει δεκτός από μία άλλη. Ετσι, υπάρχει ο κίνδυνος οι ελληνικές τράπεζες να μείνουν παρέα μόνο με τα προβληματικά δάνεια.
10.
Καταθέσεις. Είτε με το Ταμείο, είτε με συγχωνεύσεις, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας αυξάνεται και κατά συνέπεια οι καταθέσεις κινδυνεύουν λιγότερο.
Πως έχει η κατάσταση
Η κατάληξη στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή σε συνεργασίες για πολλούς θεωρείται ως αναγκαίο κακό, καθώς οι χαμηλές αποτιμήσεις και η ύφεση κάνουν δύσκολη έως αδύνατη την αύξηση κεφαλαίων από το Χρηματιστήριο, ενώ οι βασικοί μέτοχοι εμφανίζονται μάλλον διστακτικοί ή απρόθυμοι να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη. Η ανάγκη για κεφαλαιακή ενίσχυση έχει προκύψει για τέσσερις βασικούς λόγους:
Πρώτος λόγος αποτελεί η εκτίναξη των επισφαλειών, εξαιτίας της μεγάλης ύφεσης. Ηδη, οι καθυστερήσεις στην πληρωμή των δανείων αυξήθηκαν το 2010 σχεδόν κατά 50%, σε σχέση με το 2009, και η τάση αυτή αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω. Τα δάνεια των οποίων οι δόσεις καθυστερούν σήμερα να πληρωθούν από 1 έως 90 ημέρες ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ, ενώ στο «κόκκινο» βρίσκονται χορηγήσεις άνω των 20 δισ.
Δεύτερον, η Τράπεζα της Ελλάδος πρόκειται να αυξήσει το ελάχιστο όριο κεφαλαιακής επάρκειας στο αμέσως προσεχές διάστημα. Αυτό θα επιφέρει άμεση ανάγκη για αυξήσεις κεφαλαίου.
Τρίτον, οι ανάγκες για κεφαλαιακή ενίσχυση αναμένεται να γίνουν μεγαλύτερες ύστερα από τον έλεγχο της BlackRock που θα υπολογίσει με ακρίβεια την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων.
Τέταρτον, η συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI) θα επιφέρει απώλειες που υπολογίζονται σε 5 - 10 δισ. ευρώ.
Αυτοί οι τέσσερις λόγοι μεταφράζονται σε ανάγκες για κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών στο αμέσως επόμενο διάστημα κατά περίπου 20-25 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στην τελευταία έκθεση της τρόικας θεωρείται προεξοφλημένη η εισροή, μέχρι τέλους του έτους, 20 δισ. ευρώ για την περαιτέρω ενίσχυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο ήδη διαθέτει 10 δισ. ευρώ.
Το μόνο ίσως σίγουρο αυτή τη στιγμή είναι ότι εφόσον υπάρξει ανάγκη για κεφαλαιακή ενίσχυση της τάξης των 20 δισ., αυτή είναι αδύνατον να ικανοποιηθεί υπό τις παρούσες συνθήκες με κεφάλαια των βασικών μετόχων ή του Χρηματιστηρίου. Εξάλλου, οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Ευάγγελου Βενιζέλου τις προηγούμενες ημέρες ήταν σαφείς: Η συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (PSI) τις οδηγεί στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και μάλιστα διευκρίνισε ότι η συμμετοχή του Ταμείο θα γίνει με έκδοση κοινών μετοχών.
Οι επιπτώσεις
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τους καταθέτες, τους δανειολήπτες, τις επιχειρήσεις και γενικά για την πραγματική οικονομία;
Για την απάντηση της ερώτησης αυτής, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις:
Η πρώτη αφορά στις επιπτώσεις που θα προέλθουν από την ένταξη τραπεζών στο Ταμείο.
Η δεύτερη αφορά στις αλλαγές που επέρχονται από τις συνεργασίες των τραπεζών (βλέπε Alpha - Eurobank) μπροστά στον κίνδυνο να καταλήξουν στο Ταμείο.
Η προσφυγή μιας τράπεζας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αποτελεί μία δυσάρεστη εξέλιξη κυρίως για τους βασικούς μετόχους και τα στελέχη της και δευτερευόντως για τους λεγόμενους «κακούς» ή επισφαλείς πελάτες. Για τους υπόλοιπους πελάτες της και την υπόλοιπη οικονομία προκαλούνται θετικές και αρνητικές επιπτώσεις με την πλάστιγγα να γέρνει μάλλον προς τις θετικές.
Η προσφυγή μιας τράπεζας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει τις εξής συνέπειες:
1.
Διασφαλίζονται οι καταθέσεις της τράπεζας, διότι διαχωρίζεται το «κακό», δηλαδή το επισφαλές κομμάτι από το υπόλοιπο υγιές, ενώ ταυτόχρονα το τραπεζικό ίδρυμα λαμβάνει κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο.
2.
Οι συνεπείς δανειολήπτες δεν επιβαρύνονται με επιπλέον κόστη που προκύπτουν από τις επισφάλειες των ασυνεπών, ενώ ταυτόχρονα δέχονται διακριτικά κίνητρα παραμονής στην τράπεζα με αναχρηματοδοτήσεις, επιμήκυνση δανείων κλπ. Ομως, οι τράπεζες προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο των χαρτοφυλακίων τους, θα προσφέρουν ευνοϊκές «λύσεις» ζητώντας περισσότερες ή νέες εξασφαλίσεις. Για παράδειγμα, δεν θα δίνονται καταναλωτικά ή ανοικτά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις. Θα απαιτείται προσημείωση ακινήτου. Η χορήγηση καρνέ επιταγών στις επιχειρήσεις θα γίνεται με αυστηρότερα κριτήρια, γεγονός που σημαίνει ότι πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρήσεις που θεωρούνται ότι βρίσκονται στο όριο να βρεθούν χωρίς επιταγές ή να τους κλείσουν οι γραμμές πίστωσης -ακόμα να κλείσουν πιστωτικές κάρτες ή να μειωθούν τα πιστωτικά όρια.
3.
Οι ασυνεπείς πελάτες διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Σε αυτούς που μπορούν να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα ρύθμισης και σε αυτούς που θεωρούνται οριστικά επισφαλείς. Στην πρώτη περίπτωση, οι τράπεζες θα ζητήσουν περισσότερες εγγυήσεις (πχ περιουσιακά στοιχεία, τριτεγγυητές κλπ) προκειμένου να προχωρήσουν ρυθμίσεις χρεών. Στη δεύτερη περίπτωση, τα δάνεια διαγράφονται και προχωρούν οι νομικές διαδικασίες είσπραξης απαιτήσεων με κατασχέσεις κλπ.
Συγχωνεύσεις
Η δημιουργία συνεργασιών και μεγαλύτερων τραπεζικών σχημάτων έχει τις εξής επιπτώσεις:
1.
Η λύση της συγχώνευσης μπορεί να ενισχύσει την κεφαλαιακή επάρκεια, καθιστώντας τις καταθέσεις πιο ασφαλείς.
2.
Το ξεκαθάρισμα των «κακών» πελατών αναμένεται να γίνει με πιο «βίαιο» τρόπο από ό,τι στην περίπτωση όπου συμμετέχει το Ταμείο, καθώς κάθε μέρα που παραμένει μία επισφάλεια και κάθε μία επισφάλεια παραπάνω στο χαρτοφυλάκιο σημαίνει «ροκάνισμα» από τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας, δηλαδή από τα ίδια κεφάλαια των βασικών μετόχων και από τη ρευστότητα. Συνεπώς, οι διαγραφές και κατασχέσεις θα αναμένεται να γίνουν πιο γρήγορα, πιο μαζικά και με πιο αυστηρά κριτήρια.
3.
Οι συνεπείς πελάτες θα «πληρώσουν» μέρος των ζημιών από τις επισφάλειες και ταυτόχρονα θα κληθούν να πάρουν μέρος στην εξυγίανση του χαρτοφυλακίου. Χωρίς το Ταμείο, η τράπεζα είναι μία («καλή και κακή») και το χαρτοφυλάκιο είναι ένα. Αρα οι καλοί θα κληθούν να κατεβάσουν το μέσο όρο των επισφαλειών. Αυτό μπορεί να γίνει με την απαίτηση μεγαλύτερων και περισσότερων εγγυήσεων, νέων προσημειώσεων, επιπλέον τριτεγγυητών και κατάργησης παροχών ή πιστώσεων και πιστωτικών καρτών κλπ. Επίσης, στο «πρόγραμμα» μπορεί να είναι η αύξηση του επιτοκίου δανεισμού.
Οι διαδικασίες
Ολα αυτά αποτελούν εμπειρίες από τράπεζες του εξωτερικού που κατά την πρόσφατη πιστωτική κρίση του 2008 προσέφυγαν στην κρατική στήριξη και ακολούθησαν προγράμματα εξυγίανσης. Επίσης, εξειδικευμένα τραπεζικά στελέχη μάς παρουσιάζουν το μέλλον των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη και το νόμο για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά και το «συμπλήρωμα» μέσω του σχεδίου νόμου που ήδη εγκρίθηκε από το υπουργικό Συμβούλιο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μία τράπεζα προσφεύγει οικειοθελώς στο Ταμείο ή αναγκάζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος όταν δεν μπορεί να αυξήσει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Πολύ συνοπτικά, πραγματοποιείται μία μελέτη για τις ανάγκες των κεφαλαίων της, οι οποίες καλύπτονται με αύξηση κεφαλαίου στην οποία συμμετέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με ταυτόχρονη παραίτηση των δικαιωμάτων υπέρ των παλαιών μετόχων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι σημερινοί βασικοί μέτοχοι μειώνουν σημαντικά τα ποσοστά τους και βασικός μέτοχος γίνεται το Ταμείο, δηλαδή το κράτος.
Σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών στελεχών, η είσοδος του Ταμείου σημαίνει ότι οι σημερινοί βασικοί μέτοχοι θα μειώσουν τα σημερινά ποσοστά τους έως και στο ένα τέταρτο, ενώ σε καμία τράπεζα δεν υπάρχει ποσοστό σημερινού βασικού μετόχου άνω του 16%. Αν η αύξηση κεφαλαίου γίνει με έκδοση κοινών μετοχών, όπως έχει δηλώσει ο κ. Βενιζέλος, τότε μιλάμε για πλήρη αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των τραπεζών. Βασικός μέτοχος και απόλυτος μάνατζερ γίνεται το κράτος. Αν γίνει με προνομιούχες μετοχές, τότε η αλλαγή είναι πιο ήπια. Τοποθετείται ένας μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, το οποίο ορίζεται από το Ταμείο και το οποίο έχει αυξημένες εξουσίες, όπως για παράδειγμα μπορεί να συγκαλεί γενική συνέλευση, έχει δικαίωμα αρνησικυρίας, μπορεί να αναβάλει τη σύγκλιση διοικητικού συμβουλίου κλπ. Ουσιαστικά η τράπεζα βρίσκεται υπό την εποπτεία του Ταμείου, της Τράπεζας της Ελλάδος και του υπουργείου Οικονομικών και, φυσικά, της τρόικας.
Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με κοινές μετοχές και όχι με προνομιούχες γίνεται όταν το Ταμείο και η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίσουν ότι για να στηρίξουν μια τράπεζα θα πρέπει να απομακρυνθούν και τα ηγετικά της στελέχη. Επίσης, αν η αύξηση γίνει με προνομιούχες μετοχές, αλλά η τράπεζα αδυνατεί να εκτελέσει το πρόγραμμα εξυγίανσης, τότε οι προνομιούχες μετατρέπονται σε κοινές. Το ίδιο συμβαίνει και όταν η τράπεζα δεν μπορέσει τελικά να εξαγοράσει τις προνομιούχες μετοχές, μετά την περίοδο της στήριξης.
Σχέδιο εξυγίανσης
Βασική προϋπόθεση για την προσφυγή μιας τράπεζας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είναι η εκπόνηση ενός τριετούς σχεδίου εξυγίανσης, το οποίο μπορεί να παραταθεί για επιπλέον δύο έτη.
Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
Πρώτον, διαχωρισμός των «κακών», δηλαδή των επισφαλειών και των ζημιογόνων στοιχείων από την υπόλοιπη τράπεζα με τη δημιουργία μιας νέας οντότητας την οποία αναλαμβάνει το Ταμείο (Δημόσιο). Το υπόλοιπο «καλό» κομμάτι παραμένει στην τράπεζα, στην οποία επίσης έχει εισέλθει το Ταμείο.
Δεύτερον, πραγματοποιείται ένα σχέδιο συρρίκνωσης του ενεργητικού, αφενός με το διαχωρισμό των «κακών» κομματιών, αλλά και με την πώληση υγιών στοιχείων (πχ θυγατρικές).
Τρίτον, πραγματοποιούνται διαγραφές επισφαλειών προκειμένου να καθαρίσουν τα χαρτοφυλάκια και να μειωθούν οι επισφάλειες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εγγραφή ζημιών, αλλά ταυτόχρονα την ανάγκη για λιγότερες προβλέψεις. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει περισσότερα κεφάλαια προς διάθεση για νέες υγιείς χρηματοδότησης. Ετσι, σταδιακά θα αντικαθίστανται επισφαλή δάνεια με νέα υγιή που θα εξυπηρετούνται και θα φέρνουν έσοδα.
Τέταρτον, καθορίζεται ένα συγκεκριμένο πλάνο χρηματοδοτήσεων της πραγματικής οικονομίας. Το πλάνο αυτό προβλέπει τόσο το ποσό, όσο και το χρονικό ορίζοντα, αλλά και την κατανομή στους διάφορους κλάδους (νοικοκυριά, επιχειρήσεις κλπ).
Πέμπτον, μείωση λειτουργικών δαπανών και γενικότερα του κόστους. Αυτό πρακτικά σημαίνει απολύσεις, κλείσιμο καταστημάτων, περιορισμός προϊόντων κλπ.
Ο ELA
Τέλος, αξίζει να διευκρινιστεί ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ενισχύει μόνο την κεφαλαιακή επάρκεια και όχι τη ρευστότητα των τραπεζών. Η τελευταία ενισχύεται μόνο μέσω του έκτακτου μηχανισμού της Τράπεζας της Ελλάδος που είναι γνωστός ως ELA. Η ρευστότητα αυτή αποτελεί ουσιαστικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση (πχ 1 μήνα), όπως γινόταν μέχρι σήμερα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τις ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο, η λύση της συγχώνευσης λειτουργεί ενισχυτικά τόσο για την κεφαλαιακή επάρκεια όσο και για τη ρευστότητα.
eranistis.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου