«Η προς μητρός μάμμη μου, κάθε φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή, άνοιγε το μυστικό προσωπικό της σεντούκι, έβγαζε το νυφικό της και το σιδέρωνε. Ήταν αυτό που κατ’ επιθυμίαν της θα την κάλυπτε και νεκρή. Μέσα στο σεντούκι είχε και δύο μικρά μπουκαλάκια. Το ένα με λάδι, το άλλο με κρασί. Τα άδειαζε στο νεροχύτη και τα γέμιζε με προϊόντα της νέας σοδειάς. Ήταν οι μέλλουσες χοές της.
Οι προσφορές κατά την ώρα της ταφής.
Αυτή η ίδια μακάρια γριούλα μάς είχε μάθει να μην πετάμε τη φέτα, το ψωμί με λάδι ή με ζάχαρη που μας έδινε, όταν βγαίναμε στο δρόμο για παιχνίδι. Έπρεπε, όταν χορταίναμε και δεν θέλαμε άλλο, να ανεβαίνουμε με προσοχή στη μάντρα ή στα κεραμίδια της αποθήκης και να αφήνουμε το κομμάτι το ψωμί για να το φάνε τα πετεινά του ουρανού. Πριν το ακουμπήσουμε στη μάντρα έπρεπε να το ασπαστούμε.
Αυτές οι μικρές τελετές ευσέβειας με ακολουθούν έως σήμερα και με παρηγορούν μέσα στο χαώδη κόσμο, τον σκόρπιο, τον ανερμάτιστο που ζούμε. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ηδονής, χωρίς αγάπη. Ένας κόσμος λαγνείας, χωρίς έρωτα. Έλειψε το λειτουργικό ήθος, η εκκλησιαστική ενοριακή αγαπητική σχέση, η συγγνώμη και η μετάνοια.
Ο κόσμος σήμερα φοβάται το θάνατο. Θαρρεί πως ο θάνατος είναι το τέρμα. Η μακάρια γερόντισσα ήξερε την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με το θάνατο, γιατί πίστευε στην Ανάσταση. Η αναστάσιμη ελπίδα ήταν το ήθος της γριούλας μάμμης μου. Αυτή είναι η ορθόδοξη ευσέβεια, η ταπεινή, τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας, οι ώρες της αγάπης και της ευχαριστίας, όταν τιμάμε τη δημιουργία και προσδοκώμεν την άλλη ζωή ως δώρο, ως νοσταλγία παραδείσου».
Περιοδικό Λυχνία Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης
Εκδόσεις: “Επτάλοφος”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου