Ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ (Καρέλιν)
– Ποια αλληλεπίδραση και επικοινωνία είναι δυνατή με καθολικούς και προτεστάντες, ανάμεσα στους οποίους – είναι προφανές – υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι;
– Αυτό το ερώτημα αποτελεί έναν από τους λίθους προσκόμματος για μερικούς από τους σύγχρονους ορθόδοξους χριστιανούς. Γι΄ αυτό, ας σταθούμε πιο αναλυτικά σε αυτό.
Η νοοτροπία των σύγχρονων χριστιανών, κάτω από την επήρεια των αλλαγών στις συνθήκες ζωής και
κάτω από την επήρεια της πληροφορίας που μας περιβάλλει, δέχεται καταστροφική αντιδραστική «ακτινοβολία» και ήδη έχει αλλάξει συγκριτικά με τους προηγούμενους αιώνες.Ο θεοκεντρισμός που ήταν χαρακτηριστικός για τους προηγούμενους αιώνες (ο Θεός είναι η ανώτερη αξία, ο σκοπός και το περιεχόμενο της ζωής), αντικαθίσταται από ουμανισμό, όπου ο άνθρωπος (και μάλιστα ο εμπειρικός άνθρωπος, με την διεφθαρμένη φύση του), και όχι η Θεότητα, καταλαμβάνει το ανώτερο σκαλοπάτι των πνευματικών και των ψυχικών αξιών. «Ό, τι είναι της φύσης είναι ωραίο» - δηλώνουν οι ουμανιστές. Την πνευματική αναγέννηση και τη θέωση δεν την απορρίπτουν, αλλά την δέχονται ως τελειοποίηση εαυτού.
Ο ουμανισμός διδάσκει ότι ο άνθρωπος δε χρειάζεται τη λύτρωση, τα μυστήρια της πίστης και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά σώζεται με τις δικές του αρετές. Για τους ουμανιστές χριστιανούς, ο Χριστός δεν είναι ο Λυτρωτής, αλλά το πρότυπο του ανθρώπου και η σωτηρία συνίσταται στο να μιμείται κανείς τον Χριστό. Η ίδια η έννοια του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για τους ουμανιστές είναι αδικία.
Ένας από τους γνωστούς ουμανιστές δήλωσε ευθέως: «Ο Αδάμ αμάρτησε, αλλά εγώ σε τι φταίω;», δηλαδή θεωρεί τον εαυτό του εκ γενετής καθαρό από την αμαρτία.
Στην πραγματικότητα, η ανθρωπότητα είναι μια γενετική ενότητα, στην οποία η αμαρτία του Αδάμ μεταφέρεται από τους γονείς στους απογόνους. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφράζει τη σκέψη ότι αν δε θέλεις να λογοδοτείς για τις αμαρτίες των προπατόρων, τότε αρνήσου και τις υποσχέσεις και τις ευλογίες που τους έχουν δοθεί. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, θα αρνηθείς και τον Μεσσία – τον Χριστό Σωτήρα.
Η μυστικιστική αντίληψη της ανθρωπότητας ως πολλαπλότητας μέσα στην ενότητα και ως ενότητας μέσα στην πολλαπλότητα αντικαθίσταται από τους ουμανιστές με την αρχή ενός επιφανειακού κολεκτιβισμού. Όσο για τα θέματα πίστης αυτή αντικαθίσταται με υποκειμενικές έννοιες για τη σωτηρία. Σύγχρονοι ουμανιστές, οι οποίοι στερούνται της αίσθησης της χάριτος ως μαρτυρίας για την αλήθεια, θεωρούν ότι η πίστη στην Εκκλησία, που είναι μοναδική οδός σωτηρίας, αποτελεί πνευματική υπερηφάνεια, έλλειψη αγάπης και στενότητα αντίληψης.
Σήμερα, στον ουμανισμό διεισδύει όλο και πιο πολύ ο φιλελευθερισμός, στον οποίον η αμαρτία χάνει την δαιμονική της ουσία και η αγάπη του Θεού εκλαμβάνεται ως ανοχή στην αμαρτία, η οποία μεταμορφώνεται σε αλληλεγγύη. Ένας από τους επιφανείς χριστιανούς ουμανιστές δήλωσε: «Ο Χριστός είναι σε όλα αλληλέγγυος με τον άνθρωπο». Τότε, γιατί χρειάστηκε η Σταύρωση;
Η αρχή της αποκατάστασης, δηλαδή, της καταναγκαστικής και αναπόφευκτης επιστροφής στην πρωτόγονη κατάσταση, γέννησε την αποκατάσταση του ωριγενισμού, ο οποίος θεωρεί ότι η αμαρτία είναι μόνο καθυστέρηση στο δρόμο προς τον Θεό και χρονική αναβολή στη χώρα της εξορίας. Και στη συνέχεια όλα τα όντα, συμπεριλαμβανομένων και του σατανά και των πεπτωκότων αγγέλων, θα επιστρέψουν στο Θείο πλήρωμα. Αυτή η διδασκαλία, που αντιτίθεται στο Ευαγγέλιο, που έχει απορριφθεί και έχει καταραστεί από την Εκκλησία, άρχισε όλο και πιο φανερά να ηχεί στα έργα σύγχρονων νεωτεριστών.
Τώρα, θέλω να θίξω το ζήτημα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι ένωση, είναι ενότητα: δεν μπορεί να υπάρχει ένωση των εκκλησιών που βασίζεται στις συμφωνίες και ανακηρύξεις, υπάρχει μόνο ενότητα στην Αλήθεια.
Τα δόγματα, οι προσευχές και τα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας που αναμειγνύονται με τις διδασκαλίες και τα εθιμοτυπικά των αλλόδοξων ομολογιών, αποτελούν ένωση της αλήθειας με το ψέμα, δηλαδή είναι ψέμα.
Ωστόσο, η Ορθοδοξία δεν απαιτεί απομόνωση στο θέμα των ανθρώπινων σχέσεων. Μπορούμε να έχουμε με τους αλλόδοξους και τους αλλόθρησκους πολύ καλές σχέσεις και φιλική επικοινωνία. Όμως, ιερή ενότητα μαζί τους δεν είναι δυνατή για μας. Αλλιώς, θα μπούμε στον κόσμο των ουμανιστικών ψευδαισθήσεων και θα αποχωρήσουμε από την δική μας πίστη, χωρίς να ωφελούμε τους ανθρώπους άλλων ομολογιών και θρησκειών. Η Εκκλησία είναι η πνευματική ενότητα. Γι΄ αυτό, κοινή προσευχή με τους μη ορθόδοξους θα ήταν για μας αντίθεση προς αυτήν τη μυστικιστική ενότητα και θα ήταν όχι μόνο παραβίαση εκκλησιαστικών κανόνων, αλλά και αμαρτία ενάντια στους ίδιους τους αλλόδοξους, τους οποίους εμείς, χωρίς να θέλουμε, θα δελεάζαμε με την ψεύτικη ελπίδα της ενότητας και της σωτηρίας εκτός της Ορθοδοξίας.
Σε ό, τι αφορά τους ευσεβείς αλλόθρησκους, για το καλό που έχουν κάνει, με τη δικαιοσύνη του Θεού, θα πάρουν ένα κάποιο έπαθλο και παρηγοριά, αλλά στερούνται το σημαντικότερο: ο Θεός δεν είναι ο εσωτερικός παράγοντας της ύπαρξής τους.
– Πώς μπορούμε να οδηγήσουμε έναν «καλό άνθρωπο» στον Χριστό;
– Για να το κάνεις αυτό χρειάζεται να γίνεις και ο ίδιος «καλός άνθρωπος», να γίνεις ενεργό μέλος της Εκκλησίας, να προσπαθείς να αποκτήσεις τη χάρη του Θεού και με τη ζωή σου να είσαι παράδειγμα πίστης και αρετής. Τότε θα φανερώνεται με ποιο τρόπο μπορείς να επηρεάζεις τις ψυχές των άλλων ανθρώπων, πώς να βρίσκεις το κλειδί για τις καρδιές τους. Δεν υπάρχει μια κοινή συνταγή, αλλά πρέπει να θυμάστε ότι το να φέρει κανείς μια ψυχή στον Χριστό μπορεί να το καταφέρει μόνο μέσω της ενέργειας της χάριτος. Οι μαθητές του Χριστού δε διακρίνονταν για τη ρητορική ευγλωττία ή για τη γνώση της φιλοσοφίας. Με τον απλό τους λόγο, γεμάτο χάρη, έκαναν ηθικά θαύματα: μετέστρεφαν εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπων στον Χριστό. Οι άνθρωποι, όταν επικοινωνούσαν με αυτούς και όταν τους άκουγαν, ήταν σαν να έμπαιναν σε φωτεινό πεδίο χάριτος. Ένιωθαν την ενέργεια της χάριτος στις καρδιές τους. Η χάρις τους άνοιγε έναν άγνωστο πνευματικό κόσμο. Αν ο άνθρωπος δεν προσπαθεί να καθαρίζει την καρδιά του από τα πάθη, αν δε μένει στην προσευχή, αν δεν εκτελεί το θέλημα του Θεού, τότε θα είναι κενός μέσα του, και αυτό το κρύο κενό θα το νιώσουν εκείνοι στους οποίους θα απευθύνεται με τη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης. Αν ο άνθρωπος δεν αποκτήσει τη χάρη, τότε ούτε η ρητορική ευγλωττία, ούτε η γνώση κοσμικών επιστημών, ακόμα και η γνώση της Αγίας Γραφής δε θα τον βοηθήσει να ζωντανεύει τις καρδιές ανθρώπων και με αυτό τον τρόπο, εμπειρικά, να ομολογεί την αλήθεια της χριστιανικής πίστης.
– Ποιον είναι πιο εύκολο να οδηγήσεις: εκείνον που στέκεται μακριά από τις αλήθειες της πίστης (όπως, για παράδειγμα, μουσουλμάνους και ειδωλολάτρες) ή εκείνον που ήδη πιστεύει στον Χριστό, αλλά έχει λανθασμένες δογματικές απόψεις (όπως, για παράδειγμα, καθολικούς και προτεστάντες);
– Συνήθως, ονομάζουμε τους ανθρώπους που πιστεύουν στον Χριστό χριστιανούς, σε όποια ομολογία και να ανήκουν και όποια δόγματα και να ομολογούν. Όμως, αν κοιτάξουμε αυτό το θέμα πιο βαθιά, θα δούμε ότι τον Χριστό μπορούμε να τον γνωρίσουμε μόνο μέσα από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, φορέας της οποίας είναι η Εκκλησία. Το φως της χάριτος ενεργεί στο πνεύμα του ανθρώπου και φωτίζει την ψυχή του. Εκτός από τη λύτρωση, για τη σωτηρία χρειαζόταν και η Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και η συνέχεια της Πεντηκοστής στην Εκκλησία.
Το τραγικό με τις ομολογίες που έχουν αποκοπεί από την Ορθοδοξία, έγκειται στο ότι εκεί η γνώση του Χριστού γίνεται έξω από το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή μέσα από ψυχικές δυνάμεις του ίδιου του ανθρώπου. Ως αποτέλεσμα δημιουργείται ψεύτικη εικόνα του Χριστού, ο οποίος δεν μπορεί να αναγεννήσει και να σώσει την ψυχή του ανθρώπου. Γι΄ αυτό, οι κανόνες της Εκκλησίας είναι τόσο κατηγορηματικοί στο να ξεχωρίζουν την πνευματική αλήθεια από τις πλάνες, την Ορθοδοξία από τη μη Ορθοδοξία και αυστηρά προστατεύουν την ορθόδοξη πίστη από οποιεσδήποτε τεχνητές ενώσεις με αλλόδοξες διδασκαλίες.
Δεν μπορούμε να πούμε ποιος είναι πιο κοντά ή πιο μακριά από την Ορθοδοξία. Θα είναι μόνο επιφανειακοί υπολογισμοί. Εκείνοι που βρέθηκαν εκτός της Κιβωτού, την ώρα του παγκόσμιου κατακλυσμού, καταστράφηκαν το ίδιο, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονταν: μακριά ή κοντά. Οι σύγχρονες νεωτεριστικές απόψεις για την χάρη, η οποία εν μέρει δήθεν υπάρχει σε άλλες ομολογίες, δεν αντιστοιχούν στη διδασκαλία της Εκκλησίας. Δεν μπορείς να είσαι μερικώς σωσμένος ή μερικώς αγιασμένος. Εδώ υπάρχουν δύο δυνατότητες: να είσαι ή με τον Αληθινό Χριστό, ο Οποίος αποκαλύπτεται στο Άγιο Πνεύμα ή με τον ψεύτικο Χριστό, η εικόνα του οποίου έχει επινοηθεί από ανθρώπινο νου και συναισθήματα.
Στη μεταστροφή από την αλλοθρησκεία ή την αλλοδοξία στην Ορθοδοξία, ο άνθρωπος, σύμφωνα με το εκκλησιαστικό τυπικό, πρέπει μπροστά στο σταυρό και το Ευαγγέλιο να απορρίψει τις πλάνες της πρώην θρησκείας του. Και σε έναν ειδωλολάτρη είναι πιο εύκολο να δει αυτές τις πλάνες παρά σε καθολικό ή προτεστάντη. Ο σύγχρονος ουμανισμός και ο φιλελευθερισμός διδάσκουν ότι σωτήριες είναι όλες οι ομολογίες, ακόμα και οι θρησκείες. Παράδειγμα μιας τέτοιας ηθικής και ομολογιακής αδιαφοροποίητης εξομοίωσης αποτελεί ο νεωτερισμός με τη διδασκαλία του για τη σωτηρία. Γι΄ αυτό, στην παρούσα χρονική στιγμή, το να μιλάς για τη μοναδική δυνατότητα της σωτηρίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα κακού γούστου, φανατισμού και περιφρόνησης του ανθρώπου άλλης πίστης.
Μου φαίνεται ότι είναι πιο εύκολο να μεταστρέψεις στην Ορθοδοξία έναν αλλόθρησκο, παρά έναν αλλόδοξο. Ακόμα πιο δύσκολο να μεταστρέψεις ορθόδοξους φαρισαίους, όπως επίσης και νεωτεριστές, οι οποίοι συνέχεια ψάχνουν συμβιβασμούς ανάμεσα στη διδασκαλία του Χριστού και το πνεύμα του θεομάχου και διεφθαρμένου κόσμου.
Τις ερωτήσεις στον Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ (Καρέλιν)
υπέβαλε ο Αντόν Ποσπέλοβ
Ευχαριστούμε την Ταμάρα Μανελασβίλι για την ανεκτίμητη βοήθειά της στη σύνταξη αυτού του άρθρου
Μετάφραση για την ιστοσελίδα gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου