Αναμεσα σε δυο αντιθετα αφεντικα
«Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24)
Δὲν θὰ σᾶς ἑρμηνεύσω, ἀγαπητοί μου, στίχο – στίχο τὸν ἱερὸ εὐαγγέλιο. Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας μόνο σὲ ἕνα σοβαρὸ θέμα, ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα ποὺ εἶνε ἡ ῥίζα ὅλων τῶν κακῶν (βλ. Α΄ Τιμ. 6,10). Ἂν αὐτὸ ξερριζωνόταν ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἡ εἰρήνη θὰ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο. Τὸ κακὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, εἶνε ὁ «μαμωνᾶς» (Ματθ. 6,24).
Τί εἶνε «μαμωνᾶς»; Ὁ θεὸς τοῦ χρήματος, τὸ συμφέρον, ἡ ἰδιοτέλεια, ἡ φιλαργυρία, ἡ χρηματολατρία. Ὅποιος λατρεύει τὸ χρῆμα, τὸ κάνει θεὸ καὶ τὸ προσκυνᾷ, αὐτὸς κάνει ὅλα τὰ
θελήματα ποὺ διατάζει ὁ μαμωνᾶς. Καὶ τὰ θελήματα τοῦ μαμωνᾶ εἶνε ἀντίθετα ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ Χριστοῦ.* * *
Ἂς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ δῆτε, ὅτι μαμωνᾶς καὶ Χριστὸς εἶνε ἀντίθετοι.
Ὁ Χριστὸς λέει, ὁ ἄνθρωπος νὰ τρώῃ «τὸν ἄρτον» του «ἐν ἱδρῶτι
τοῦ προσώπου» του, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεται (Γέν. 3,19). Ὁ μαμωνᾶς τί
λέει· Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐργαστῇς, νὰ σκάψῃς τὴ γῆ, νὰ ζυμώσῃς τὸ χῶμα
μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ πᾷς στὸ ἐργοστάσιο καὶ νὰ
κοπιάσῃς· «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». Ἐργασία συνιστᾷ ὁ Χριστός,
κλοπὴ καὶ ἁρπαγὴ συνιστᾷ ὁ μαμωνᾶς.
Ὁ Χριστὸς λέει· «ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ» (Ἔξ. 20,9)· ὅτι Δευτέρα,
Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο ἐργασία· ἀλλὰ ὅταν χτυπήσῃ ἡ
καμπάνα τῆς Κυριακῆς, τότε στόπ! ὅλες οἱ ἐργασίες νὰ σταματοῦν, καὶ
φτερὰ στὰ πόδια γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ὁ μαμωνᾶς ὅμως διατάζει, ἀκόμα καὶ
τὴν Κυριακὴ νὰ δουλεύῃ ὁ ἄνθρωπος, ν᾽ ἀνοίγῃ τὸ μαγαζί του, νὰ κάνῃ
δουλειές, γιὰ νὰ κερδίζῃ χρήματα.
Ὁ Χριστὸς ἀπαγορεύει τὸ ψέμα· ὁ λόγος μας, λέει, πρέπει νὰ εἶνε
«ναὶ ναί, οὒ οὔ» (Ματθ. 5,37). Ὁ μαμωνᾶς λέει, ὅτι τὰ λεφτὰ δὲν
βγαίνουν μὲ τὴν ἀλήθεια, βγαίνουν μὲ τὸ ψέμα. Γι᾽ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ
ψέμα εἶνε σήμερα τὸ νόμισμα ποὺ ἔχει τὴ μεγαλύτερη κυκλοφορία· μὲ τὸ
ψέμα κινεῖται ἡ ἀγορά. Μέσα σὲ χίλιους ἐμπόρους ζήτημα ἂν θὰ βρῇς ἕναν
νὰ σοῦ λέῃ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα κυριαρχεῖ στὸ χρηματιστήριο, στὴν ἀγορά, στὸ
ἐμπόριο, παντοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει, ὅτι ὁ γάμος εἶνε ἱερὸ μυστήριο κι ὅτι
ὅποιος θέλει νὰ κάνῃ οἰκογένεια δὲν πρέπει νὰ κοιτάξῃ ὑλικὰ
συμφέροντα, ἀλλὰ νὰ ζητήσῃ πλοῦτο ψυχῆς καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ
μαμωνᾶς αὐτὰ τὰ περιπαίζει. Μυστήριο!;…., σοῦ λέει, κοίτα τὸ συμφέρον
σου. Ἔτσι ὅσες ἔχουν πλούτη καὶ περιουσίες παντρεύονται πιὸ εὔκολα·
οἱ νέοι δὲν κοιτάζουν καλωσύνη, ἀρετή, εὐπρέπεια στὴ γυναῖκα, ἀλλὰ
κυνηγοῦν τὸ κέρδος, κάνουν γάμο ὄχι χριστιανικὸ ἀλλὰ ἐμπορικό, γάμο
μαμωνᾶ. Ἡ προικοθηρία εἶνε παιδὶ τοῦ διαβόλου. Ὁ μαμωνᾶς διαλύει τὸ
γάμο. Δὲν εἶνε πιὰ ὁ γάμος ἐκεῖνος ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς στὴν Κανᾶ (βλ.
Ἰω. 2,1-11), ἐκεῖνος ποὺ συνιστᾷ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Ἐφ. 5,22-33),
δὲν εἶνε ὁ γάμος τῶν πατέρων καὶ τῶν πρόγονων μας· ἔγινε πλέον
ἐμπόριο, μία ἐπαίσχυντη συναλλαγή.
Ὁ Χριστὸς λέει· «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (Ματθ. 26,41·
βλ. & 24,42. Μᾶρκ. 13,35)· τὴ νύχτα, ὅταν ὅλα σιωποῦν, ἐσὺ σήκω ἀπ᾽
τὸ κρεβάτι, θυμήσου πὼς εἶσαι θνητός· νὰ σὲ βροῦν τὰ μεσάνυχτα στὰ
γόνατα νὰ προσεύχεσαι. Ὁ μαμωνᾶς τί λέει· Καὶ τὴ νύχτα ἀκόμα νὰ μετρᾷς
τὰ χρήματα. Πλησιάζει ὁ θάνατος, φωνάζουν παπᾶ νὰ ἐξομολογήσῃ
ἑτοιμοθάνατο, κι αὐτός, ἐνῷ ὁ παπᾶς βάζει πετραχήλι, ὁ φιλάργυρος δὲν
σκέπτεται ὅτι σὲ λίγο φεύγει ἀπὸ ᾽δῶ, ὁ νοῦς του εἶνε στὸ χρῆμα καὶ
τὰ χέρια του χαϊδεύουν λίρες.
Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ κι ἄλλα παραδείγματα ποὺ δείχνουν ὅτι, ὅπως
φωτιὰ καὶ νερὸ δὲν συμβιβάζονται, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ μαμωνᾶ.
Ὅπου εἶνε ὁ μαμωνᾶς εἶνε ἀπὼν ὁ Χριστός, κι ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς εἶνε
ἀπὼν ὁ μαμωνᾶς. Εἶνε δυὸ ἀφεντικὰ ὅλως διόλου ἀντίθετα· σὲ ὅ,τι ὁ
Χριστὸς λέει ναί, ὁ μαμωνᾶς λέει ὄχι· καὶ σὲ ὅ,τι ὁ Χριστὸς λέει ὄχι, ὁ
μαμωνᾶς λέει ναί. Ὁ μαμωνᾶς πολεμάει τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, αὐτὸς
ἀνέτρεψε τὴν οἰκογένεια, κατέστρεψε τὴ φιλία, προδίδει τὴν πατρίδα,
ἀφοῦ καὶ αὐτὸν ἀκόμα τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐπρόδωσε μὲ τὰ τριάκοντα
ἀργύρια τοῦ Ἰούδα.
* * *
Τὸ συμπέρασμα, ἀδελφοί μου, εἶνε ἕνα· τὸ λέει ὁ Κύριός μας λίγους στίχους πρὶν ἀπὸ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή·
⃝ «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6,19)·
μὴν ἔχετε τὸ νοῦ σας διαρκῶς στὴν ὕλη, στὰ χρήματα. Γιατί; Διότι τὸ
χρῆμα·
Πρῶτον, εἶνε σὰν τὸ ταξιδιάρικο πουλὶ ποὺ πετάει ἀπὸ κλαδὶ σὲ
κλαδὶ καὶ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα· δὲν μένει κάπου μονίμως. Εἶνε ἄπιαστο καὶ
ἄπιστο. Φεύγει ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ἀπὸ κοινωνία σὲ κοινωνία, ἀπὸ πόλι σὲ
πόλι, ἀπὸ ἔθνος σὲ ἔθνος. Σπίτια σήμερα πλούσια αὔριο γίνονται
φτωχά, καὶ τὸ ἀντίθετο. Μὴν ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸ χρῆμα τὸ ἄστατο.
Δεύτερον τὸ χρῆμα, ὅσο καὶ ἂν λάμπῃ καὶ ὑπόσχεται χαρά, δὲν
φέρνει εὐτυχία. Ὅποιος νομίζει, ὅτι μὲ τὰ χρήματα θὰ βρῇ τὴν εὐτυχία,
μοιάζει μ᾽ ἐκεῖνον ποὺ διψάει κι ἀντὶ νὰ πιῇ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή, πάει
καὶ πίνει ἀπὸ τὴ θάλασσα κι ἀντὶ νὰ ξεδιψάσῃ διψάει περισσότερο. Τὰ
χρήματα δὲν ἀναπαύουν τὸν ἄνθρωπο· δημιουργοῦν φροντίδες καὶ ἀγωνία.
Τρίτον, τὸ χρῆμα ὑποδουλώνει. Ὁ φιλάργυρος δὲν ἔχει πλέον
ἐλευθερία. Μέρα – νύχτα, ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, εἶνε δέσμιος· μοιάζει σὰν τὸ
γαϊδουράκι ποὺ τὸ δένουν στὸ μαγγανοπήγαδο καὶ γυρίζει διαρκῶς ἐκεῖ.
Ἔτσι κι αὐτός, χάνει τὴν προσωπικότητά του καὶ γίνεται δοῦλος τοῦ
χρήματος, δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ.
⃝ Ὁ Κύριος ὅμως, ἐνῷ πρῶτα εἶπε «Μὴ θησαυρίζετε…» (Ματθ.
6,19), ἔπειτα μᾶς λέει «Θησαυρίζετε…» (ἔ.ἀ. 6,20)! Περίεργο· ἀπ᾽ τὸ
ἕνα μέρος «Μὴ θησαυρίζετε…» κι ἀπὸ τὸ ἄλλο «Θησαυρίζετε…»; Τί νὰ
θησαυρίζουμε; Νὰ θησαυρίζουμε, λέει, «θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ». Ποιοί εἶνε
αὐτοὶ οἱ «θησαυροὶ ἐν οὐρανῷ»;
• Ἐάν, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ χρῆμα ποὺ βγάζεις μὲ ἱδρῶτα, δώσῃς ἕνα
μέρος γιὰ νὰ ἐλεήσῃς ἕνα φτωχό, νὰ βοηθήσῃς τὸν πλησίον σου, αὐτὸ τὸ
χρῆμα τὸ τοκίζεις, τὸ καταθέτεις σὲ τράπεζα· ὄχι στὴν ἄλφα ἢ βῆτα
ἐπίγεια τράπεζα ἢ στὸ κρατικὸ ταμιευτήριο, ἀλλὰ στὴν πιὸ ἀσφαλῆ τράπεζα,
στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, στὴν τράπεζα τῆς ἐλεημοσύνης· διότι
«δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). Καμμία κατάθεσι δὲν εἶνε
τόσο ἀσφαλισμένη, εἴτε γίνῃ σὲ δολλάρια ἢ ἄλλα ἐθνικὰ νομίσματα εἴτε σὲ
ὁμόλογα ἢ ὑποθῆκες. Αὔριο γίνεται ἕνας σεισμὸς ἢ μιὰ χρεωκοπία ἢ μιὰ
ἐθνικὴ συμφορὰ καὶ τὸ χρῆμα χάνει τὴν ἀξία του (εἴδαμε οἱ μεγαλύτεροι
τὰ χιλιάρικα νὰ καταντοῦν εὐτελέστερα ἀπὸ τὰ πλατανόφυλλα). Τίποτε δὲν
μένει σταθερό· ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ δίνει κανεὶς ἐλεημοσύνη εἶνε πλέον τσέκ,
τὸ ὁποῖο θὰ ἐξαργυρώσῃ ὁ Θεὸς στοὺς οὐρανούς. Ὅ,τι δίνεις σὲ ἀγάπη καὶ
ἐλεημοσύνη, μένει αἰωνίως.
• Θησαυρὸς εἶνε ὄχι μόνο ἡ ἐλεημοσύνη ἀλλὰ καὶ κάθε ἀρετή· ἡ
δικαιοσύνη, ἡ ἐπιείκεια, ἡ παρρησία, ἡ ὁμολογία, ἡ πιστότης, ἡ ἀνδρεία… Ἡ
ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖ π.χ. τὴν ἀνδρεία γυναῖκα λέγοντας· «γυναῖκα
ἀνδρείαν τίς εὑρήσει;» (Παρ. 29 [Μασ. 31,10])· χαρὰ σὲ ὅποιον βρῇ
γυναῖκα ἀνδρεία. Ἐπαινεῖ ἐπίσης τὸν πιστὸ φίλο λέγοντας· «Φίλος πιστὸς
σκέπη κραταιά, ὁ δὲ εὑρὼν αὐτὸν εὗρε θησαυρόν…» (Σ. Σειρ. 6,14κ.ἑ.).
• Θησαυρὸ εἶχαν πάντα οἱ πιστοὶ τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τῆς
πίστεως. Ἔγραφαν π.χ. γιὰ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου· «Ἡμεῖς
ἀνελόμενοι τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν καὶ δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον
ὀστᾶ αὐτοῦ ἀπεθέμεθα ὅπου καὶ ἀκόλουθον ἦν» (Πολυκ. μαρτ. XVIII).
• Θησαυρὸς πρὸ παντὸς εἶνε τὰ θεόπνευστα ῥήματα τοῦ
Εὐαγγελίου, ὅλης τῆς Βίβλου· «ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπὲρ
χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου» (Ψαλμ. 118,72). Ὅποιος, ἀδελφοί μου,
μελετᾷ τὴ Γραφή, εἶνε πλούσιος.
• Θησαυρὸς εἶνε τέλος καὶ ὅλη ἡ ὀρθόδοξος λατρεία. Ἀπ᾽ τὴν ὥρα
ποὺ ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μέχρι τέλους, ὅ,τι λέει ὁ ψάλτης κι ὁ παπᾶς,
τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε χρυσάφι. Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ κι ἀκούει μὲ προσοχή,
γίνεται πλούσιος.
* * *
Ὅποιος, ἀγαπητοί μου, πιστεύει
στὸ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολουθεῖ, ὅποιος μαθητεύει στὰ πόδια του, ὅποιος τὸν
λατρεύει ὀρθοδόξως, ὅποιος ἀγαπᾷ καὶ ἐλεεῖ τὸν πλησίον, ὅποιος μ᾽ ἕνα
λόγο ἔχει στὴν καρδιά του τὸ Χριστό, εἶνε πλούσιος. Φτωχὸς καὶ δυστυχὴς
εἶνε ὅποιος δὲν τὸν γνώρισε καὶ δὲν τὸν ἀγάπησε. Ὅποιος ἀγαπᾷ τὸ
χρῆμα, δὲν εἶνε Χριστιανός· διότι ἢ θ᾽ ἀγαπᾷς τὸν χρυσὸ ἢ θ᾽ ἀγαπᾷς τὸν
Χριστό, ἢ φιλόχρυσος θά ᾽σαι ἢ φιλόχριστος· μέση κατάστασι δὲν ὑπάρχει.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν ἕλξι
πρὸς τὰ ἐπίγεια, ν᾽ ἀρνηθοῦμε τὸ σατανικὸ πάθος, νὰ γίνουμε
ἐλεήμονες· νὰ ποθήσουμε τὰ κρείττονα, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 9-7-1967 πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου