Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Ὁ Θεός πάντοτε περιμένει νά κάνουμε αὐτό πού μποροῦμε

Σκήτη Αγ.Αννας
Τό περιστατικό πού ἀναφέρει ἡ εὐαγγελική περικοπή,  (Ματθ. 17, 14-23), καί τό ξέρουμε καί ἀπό ἄλλη φορά, συνέβη μετά τήν κάθοδο τοῦ Κυρίου ἀπό τό ὄρος Θαβώρ, ὅπου εἶχε ἀνέβη καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν τριῶν μαθητῶν του.

{«Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη…»}

Ὁ Κύριος ἐνῶ ἔχει μπροστά του ἕνα δυστυχή πατέρα πού πάσχει τό παιδί του, εἶναι δαιμονισμένο, σεληνιάζεται, ἐνῶ λοιπόν ἔχει ἕναν πονεμένο πατέρα μπροστά του, ὁ Κύριος δέν ἐκδηλώνεται, δέν
ἐκφράζεται ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀγόμεθα καί φερόμεθα ἀπό τά συναισθήματά μας.

Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τόν καθένα, ἀλλά ὅμως πάντοτε λέει τήν ἀλήθεια καί καλεῖ τόν καθένα νά δεχθεῖ τήν ἀλήθεια, νά ἀσπασθεῖ τήν ἀλήθεια, γιά νά βρεῖ τελικά αὐτό τό ὁποῖο θέλει.

 Ἡ ὅλη ὑπόθεση λοιπόν δέν εἶναι συναισθηματισμοί, ἄν θέλετε, ἁπλῶς συμπόνια, ἀλλά πρέπει ὅλοι νά ἔχουμε τό κουράγιο νά δοῦμε τήν ἀλήθεια, νά ἀκούσουμε τήν ἀλήθεια, νά τήν δεχθοῦμε, ὥστε νά ἐνεργήσει μέσα μας ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Παρόλο λοιπόν πού ὁ Κύριος ἔχει μπροστά του ἕναν πονεμένο πατέρα, ὁ ὁποῖος τόν παρακαλεῖ γιά τό παιδί του _ὅπως τό ξέρουμε καί ἀπό ἄλλες φορές_ παρακαλεῖ νά τό θεραπεύσει, μάλιστα λέει «τό ἔφερα στούς μαθητάς σου, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά κάνουν τίποτε», ὁ Κύριος θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁμιλεῖ σκληρά ὄχι μόνον ἀπευθυνόμενος πρός τόν πατέρα αὐτόν, ἀλλά καί πρός ὅλους τούς ἀκροατάς καί πρός τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων· «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμᾶς;»
Δηλαδή τελικά ἐάν εἴμαστε στήν ὅποια κατάσταση εἴμαστε, αὐτό δέν συμβαίνει γιατί ὁ Θεός θέλει νά ᾿μαστε ἐκεῖ, ἀλλά συμβαίνει ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας.
Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές· Ἔχουμε ἁμαρτία; Ἐντάξει. Ἡ ἁμαρτία ἔγινε, πέρασε μέσα στόν ἄνθρωπο, αὐτό εἶναι δεδομένο.
Τελικά ὅμως δέν εἶναι αὐτό τό μεγάλο κακό.
Τό μεγάλο κακό εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει νά τόν διαστρέψει ἡ ἁμαρτία καί νά τόν κάνει νά παίρνει ἀρνητική στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, στάση ἀπιστίας.
Καί εἶναι πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέσα στό μεγάλο κακό τῆς ἁμαρτίας, ὅμως τελικά ἡ ὅλη ἐνέργειά του, ἡ ὅλη στάση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι σάν νά θέλει νά μένει στήν κατάσταση αὐτή, γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος λέει· «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν, ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμᾶς;»

{Ὁ Θεός πάντοτε περιμένει νά κάνουμε αὐτό πού μποροῦμε}

Τό παιδί βέβαια τό θεράπευσε ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἔγινε κάποιος διάλογος, ὅπως τά λέει ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος, πού ὅπως εἶπα τά περιγράφει καλύτερα.
Λέει ὁ πατέρας· «Ἔφερα τό παιδί στούς μαθητάς σου καί δέν μπόρεσαν νά τό θεραπεύσουν καί τώρα τό φέρνω σέ σένα. Εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, ἐάν μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις, βοήθησέ μας».

Τό βιολί του ὁ ἄνθρωπος. Ἔχει μέσα του τήν ἐπιφύλαξη, ἔχει μέσα του τήν ἀμφιβολία, ἔχει μέσα του τήν ἄρνηση, ἔχει μέσα του τήν ἀπιστία.
Ὄχι ἁπλῶς εἶναι ἁμαρτωλός, ὄχι ἁπλῶς εἶναι στήν ὅποια κατάσταση, ἀλλά εἶναι στή διαστροφή.
Καί ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».
Ἐάν μπορεῖς νά πιστεύσεις. Δηλαδή δέν τοῦ λέει πιστεύεις δέν πιστεύεις, θά τό κάνω καλά τό παιδί.

Ὑπάρχει κάτι πού πρέπει νά γίνει ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν δέν γίνει…
Τό θέμα δέν εἶναι ὅτι περιμένει νά πληρωθεῖ ὁ Θεός, ὅπως κάποιος, ἄς ποῦμε, εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς δώσει κάτι πολύτιμο, ἄν τόν πληρώσουμε καί μόλις τόν πληρώσουμε, ἀμέσως μᾶς τό δίνει. Δέν εἶναι ἔτσι.
Ὅταν ζητάει τήν πίστη, δέν τήν ζητάει γιά νά πληρωθεῖ.
 Ὁ Θεός δίνει εὐλογίες, ὁ Θεός δίνει Χάρι, ἀλλά πᾶνε πάντοτε οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ ὅπου περιμένουν αὐτήν τήν Χάρι, περιμένουν αὐτές τίς εὐλογίες.
Φθάνει ἡ θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Κυρίου ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀποδοχή, ὑπάρχει ἡ πίστη, ἡ ἐμπιστοσύνη γενικῶς στόν Θεό, ἐδῶ στόν Κύριο.
 «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».
Καί ὅπως ξέρουμε, αὐτός ὁ πατέρας τελικά ὅ,τι μποροῦσε νά κάνει, τό ᾿κανε· εἶπε ἐκείνη τή φοβερή φράση. Πράγματι ὁ καθένας ἔρχεται σ᾿ ἕνα σημεῖο πού πρέπει νά κάνει πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μπορεῖ.
Ὅμως κάτι μπορεῖ νά κάνει, καί ὁ Θεός αὐτό εἶναι πού περιμένει. Καί ὁ πατέρας, αὐτός ὁ τραγικός πατέρας μποροῦσε νά κάνει αὐτό ἀκριβῶς πού ἔκανε, δηλαδή νά πεῖ, ἀλλά τά λόγια του αὐτά ἦταν μιά πράξη βαθιά μέσα στήν ψυχή του, πού συγκλόνισαν τήν ἴδια του τήν ὕπαρξη·

«Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».

Ἔγινε θαῦμα ἐκείνη τήν ὥρα, φωτίσθηκε.
Εἶναι εὐλογημένη ὥρα γιά τόν καθένα αὐτή ἡ ὥρα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔτσι τά δεῖ τά πράγματα, ὅταν ἔτσι τά πάρει. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Σάν νά ἔλεγε· «Ὄχι ἁπλῶς εἶμαι ἁμαρτωλός, ὄχι ἁπλῶς μοῦ συμβαίνει αὐτό πού μοῦ συμβαίνει, ἀλλά ὅπως εἶπες ῾῾ὦ γενεά ἄπιστος᾿᾿, ναί, εἶμαι ἄπιστος, ἔχω μέσα μου ἀπιστία, ἔχω μέσα μου ὅλη αὐτήν τήν ἀρνητική κατάσταση, ὅλη αὐτήν τήν ἀντίσταση, τήν ἀντίδραση· ἀλλά πιστεύω».
Δηλαδή ἔκανε ὅ,τι θά μποροῦσε νά κάνει ἐκείνη τήν ὥρα. Πάντοτε νά τό θυμόμαστε· σ᾿ ὅποια κατάσταση καί ἄν βρεθοῦμε, μένει νά κάνουμε, μποροῦμε νά κάνουμε, κάτι πού περιμένει ὁ Θεός ἀπό μᾶς καί πού, ἄν αὐτό δέν τό κάνουμε, δέν ἔχουμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό.
 «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Εἶμαι μέν ὅπως τό λές, ἔχω ἀπιστία μέσα μου, ἀλλά πιστεύω ἐν τῇ ἀπιστίᾳ μου ἀναγνωρίζοντας τήν κατάσταση αὐτή, ἀλλά ὅσο μπορῶ νά τό πῶ καί ὅσο μπορῶ νά τό πράξω αὐτήν τήν ὥρα, πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Καί ὁ Κύριος θεράπευσε στή συνέχεια τό παιδί του.

{Τί ἐννοεῖς ὅταν λές ῾῾νά, ἔτσι εἶμαι ἐγώ᾿᾿;}
Μετά οἱ μαθηταί ρώτησαν· «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά κάνουμε καλά τό παιδί;»
 «Γιά τήν ἀπιστία σας», λέει ὁ Κύριος.
«Ἅμα ἔχει κανείς πίστη», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὅπως ἀκούσαμε σήμερα, «λέει σ᾿ αὐτό τό βουνό πήγαινε καί πηγαίνει». Ναί· εἶναι λόγια τοῦ Χριστοῦ αὐτά.
Καί πρός τό τέλος τούς εἶπε· «Τό γένος αὐτό, ἡ δαιμονική κατάσταση, δέν βγαίνει παρά ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».
Ἄν ρωτοῦσε κάποιος, ῾῾πῶς θά ἐκδηλώσω τήν ὅση πίστη μπορῶ νά ἔχω, ὥστε νά μπορῶ νά πῶ στόν Θεό, πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ; Πῶς;᾿᾿ Νά καταφεύγει κανείς μέ ἀκατάπαυστη προσευχή στόν Χριστό, καί νά νηστεύει. Ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, ὄχι ἁπλῶς νηστεύει κανείς ἀπό τροφές, πού αὐτό ἀπαραιτήτως γίνεται, ἀλλά νηστεύει γενικότερα. Δηλαδή ἕνα σωρό πράγματα πού δέν θέλουμε νά τά ἀποχωρισθοῦμε, ἕνα σωρό πράγματα πού δέν θέλουμε νά τά ἐγκαταλείψουμε, ἕνα σωρό πράγματα τά ὁποῖα τά νιώθουμε ὅτι εἶναι χρήσιμα, μᾶς περιποιοῦν τιμή, μᾶς εὐχαριστοῦν, μᾶς ἱκανοποιοῦν, ὑπηρετοῦν τή φιλαυτία, ὅμως πρέπει νά τά κόψεις καί νά τά πετάξεις.
Τήν ὥρα πού τά κόβεις, νηστεύεις.

Μέσα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά καί ἔχοντας ὅλα αὐτά ὑπόψιν, τί πρέπει νά ποῦμε αὐτήν τήν ὥρα; Ὅλοι μας ἔχουμε τόν ὅποιο ἑαυτό μας καί ἀναγνωρίζουμε ἤ δέν τό ἀναγνωρίζουμε, ἔχουμε τό ἄλφα κουσούρι, τό ἄλφα λάθος, σφάλμα, ἀδυναμία.
Πολύ συχνά ὅλοι, ἐκτός πάντοτε κάποιων ἐξαιρέσεων, ὅλοι καταλήγουμε σ᾿ ἕνα σημεῖο καί εἴτε εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴτε προκαλούμαστε ἀπό τά πράγματα _ὁ Θεός κυβερνάει καί τά μικροπράγματα καί ὁ Θεός εἶναι ἐνώπιόν μας καί εἴμαστε ἐνώπιόν του_ λέμε ῾῾ἔτσι εἶμαι ἐγώ᾿᾿. Προσπαθεῖ βέβαια κανείς νά παρουσιάζει καλό τόν ἑαυτό του, προσπαθεῖ νά παρουσιάζει τόν ἑαυτό του μέ ἐπιχειρήματα ὡς καλό χριστιανό, ὡς καλό ἄνθρωπο, μέ ἐπιχειρήματα νά δικαιολογεῖ κανείς ἔτσι ἤ ἀλλιῶς τόν ἑαυτό του, μέ ἐπιχειρήματα νά δείχνει ὅτι δέν εἶναι ἔτσι ὅπως τόν κατηγοροῦν κλπ. Ἔρχεται ὅμως ὥρα πού δέν γίνεται ἀλλιῶς καί εἶναι κανείς ἐνώπιον τῆς πραγματικότητός του ἤ παγιδευμένος σέ κάποια ἀδυναμία του, σέ κάποιο πάθος του, σέ κάποια γενικῶς κατάστασή του παγιδευμένος, μπλοκαρισμένος. Ὅσα ἐπιχειρήματα καί ἄν φέρει, αὐτό φαίνεται. Καί λέει κανείς, ῾῾ἔτσι εἶμαι ἐγώ᾿᾿. Καί ὅταν λέει τό ῾῾ἔτσι εἶμαι ἐγώ᾿᾿, μακάρι νά τό λέει μέ τήν ἔννοια· ῾῾Ἄχ νά, δυστυχῶς ἔτσι εἶμαι, τό θυμᾶμαι ἀπό μικρό παιδί πού ἔχω αὐτό τό κουσούρι. Ναί, ἔχω αὐτήν τήν ἀδυναμία, αὐτήν τήν τακτική, ἔχω αὐτό τό κατεστημένο μέσα μου, ἔχω αὐτήν τήν ὅλη κατάσταση πού δέν εἶναι καλή. Δυστυχῶς ἔτσι εἶμαι᾿᾿. Ἔτσι, ἀφήνει κανείς ἕνα περιθώριο. 

 Δηλαδή ἀπό τό ἕνα μέρος καταδικάζει τόν ἑαυτό του πού ἔχει κουσούρι, λίγο-πολύ σάν νά θεωρεῖ καί τόν ἑαυτό του ὑπεύθυνο καί ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη, ῾῾δυστυχῶς νά, ἔτσι εἶμαι καί δέν ἔκανα τίποτε᾿᾿ καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ἔχει μιά ἐλπίδα μήπως κάνει κάτι ὁ Θεός.

Εἶναι δηλαδή αὐτό πού λέει αὐτός ὁ τραγικός πατέρας, «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Ἴσως ποτέ ἄλλοτε δέν θά εἶχε συνειδητοποιήσει τί ἀπιστία ἔχει μέσα του, ὅσο αὐτήν τή φορά πού ἀκούει αὐτά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅμως ἀφήνει ἕνα ἄνοιγμα, λέγοντας «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
Καί ὁ Κύριος τόν βοήθησε.

Πολλοί εἶναι λοιπόν πού ἔχουν καταστάσεις οἱ ὁποῖες σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι βέβαια μιά ἄρνηση, μιά ἀντίδραση, ἕνα ἀνυπότακτο πνεῦμα, μιά ἀνυπακοή στόν Θεό· δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ κανείς στόν Θεό, θέλει ν᾿ ἀνήκει στόν ἑαυτό του. Ἀλλά ὁρισμένοι εὐτυχῶς λένε, ῾῾ἔτσι εἶμαι, ἀλλά νά, ἐλπίζω ὁ Θεός κάτι νά κάνει᾿᾿.

Οἱ πολλοί ὅμως δέν τό ἀναγνωρίζουν ἔτσι. Καί στήν περίπτωση ἀκόμη πού φρονοῦν ὅτι δέν εἶναι καλό αὐτό τό πράγμα, ὅποιο πράγμα κι ἄν ἔχουν, τό περιθάλπουν, τό προστατεύουν, ῾῾ἔτσι εἶμαι ἐγώ, δέν ἀλλάζω ἐγώ᾿᾿ καί δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο καί θά μείνουν ἔτσι αὐτές οἱ ψυχές.

Ἐφόσον λέει ὁ Κύριος «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι», σημαίνει ὅτι περιμένει ὁ Κύριος νά κάνεις αὐτό τό ἄνοιγμα, τό ὁποῖο κάνουν αὐτοί οἱ πρῶτοι πού εἴπαμε ὅτι λένε, ῾῾δυστυχῶς μιά ζωή ἔχω αὐτά τά κουσούρια, ἀλλά ἐλπίζω νά μέ ἐλεήσει ὁ Θεός᾿᾿.
Αὐτό τό ἄνοιγμα εἶναι μιά πίστη, εἶναι μιά παράδοση στόν Θεό.
Καταλαβαίνουμε ὅμως ὅτι καταδικάζει κανείς τόν ἑαυτό του. Ὁ ἄλλος καί στήν περίπτωση πού φρονεῖ ὅτι δέν εἶναι καλά αὐτά, τά προστατεύει γαντζωμένος ἐκεῖ καί παγιδευμένος ἀπ᾿ αὐτά. Τά βλέπει, ἴσως τά ἀναφέρει, ἀλλά ὅταν λέει ῾῾ἔτσι εἶμαι ἐγώ᾿᾿, ἀμύνεται.
Ἀμύνεται ἀπέναντι σ᾿ αὐτούς πού, ἄς ποῦμε, τόν προκαλοῦν νά βγεῖ ἀπό τήν κατάστασή του καί ἐπίσης ἀμύνεται μήν πάθουν τίποτε αὐτά τά πράγματα· δέν θέλει νά τά χάσει.

{Ἄν προστατεύουμε τήν ἁμαρτωλή κατάστασή μας, μάταια κατά τά ἄλλα εἴμαστε χριστιανοί}

Ἀλλά ἔχουμε καί χειρότερη κατάσταση.
Ἡ προσωπικότητά μας δέν ἔχει μόνον πράγματα πού εἶναι καθαρά ἁμαρτίες.
Ἄς ποῦμε, κάποιος λέει ψέμα· δέν μπορεῖ, θά παραδεχθεῖ ὅτι ψεύδεται, ὅτι αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Κάποιος ἄλλος συνηθίζει κάτι ἄλλο.
 Μπορεῖ νά ἔχει κανείς φοβερά κουσούρια, φοβερές ἀδυναμίες. Ὑπάρχουν ὅμως μέσα μας καί ἀρρωστημένα πράγματα.
 Ἀρρωστημένα, τά ὁποῖα τί κάνουν; Ὑπηρετοῦν φυσικά τή φιλαυτία. Σάν σκλάβοι λοιπόν τά ἀρρωστημένα αὐτά πράγματα ὑπηρετοῦν τό ἐγώ, ὑπηρετοῦν τό θέλημα. Ἔχουμε πολλά πράγματα μέσα μας καί πολλοί λοιπόν εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν λένε ἁπλῶς ῾῾ἔτσι εἶμαι ἐγώ, δέν ἀλλάζω᾿᾿, ἀλλά προχωροῦν πιό πέρα. Δηλαδή δυστυχῶς θεωροῦν ὅλα αὐτά τά κουσούρια, ὅλες αὐτές τίς ἰδιορρυθμίες καί τίς ὅποιες καταστάσεις τους, τά θεωροῦν καλά καί εἶναι τά ἀτού τους, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές.
 Καί ἄν ἐνθυμεῖσθε, εἴχαμε πεῖ ὁ καθένας μας νά βάλει κάτω τόν ἑαυτό του καί ὅ,τι εἶναι τό ἀτού μας, ὅ,τι εἶναι τό καλύτερο τοῦ ἑαυτοῦ μας, νά τό θεωρήσουμε πολύ ἐπικίνδυνο πράγμα αὐτό.
 Μή διστάσεις νά τό χτυπήσεις ἀλύπητα, νά τό ἀπορρίψεις ἀλύπητα καί μήν κάθεσαι καί τό λιβανίζεις.
Ἔχουμε λοιπόν καί αὐτές τίς περιπτώσεις, πού κανείς τίς ἀδυναμίες του, τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις του, τά κουσούρια του, τά πάθη του, τήν ἁμαρτία του, τήν ἀντίδρασή του αὐτή, τήν ἀπιστία του κλπ. τά θεωρεῖ ὡς κάτι πολύ καλό. Αὐτός εἶναι πού προστατεύει τήν κατάστασή του μέ ὅλες τίς δυνάμεις του καί δέν παραδίδεται μέ τίποτε.
Κατά τά ἄλλα μπορεῖ νά ᾿σαι χριστιανός. Δέν εἶναι κανείς χριστιανός ἁπλῶς νά, πάει κι αὐτός ὅπου πᾶνε οἱ ἄλλοι χριστιανοί, ἄς ποῦμε, στήν ἐκκλησία, ἀκούει καλά πράγματα, ἀκούει τό Εὐαγγέλιο, δέν ἔχει καμιά δυσκολία νά πάει καί στόν ἐξομολόγο νά πεῖ μερικά πράγματα, δέν ἔχει καμιά δυσκολία νά πάει νά κοινωνήσει. Τί ἔγινε ὅμως μέσα στήν ψυχή του; Ἄλλαξε; Ἀναγεννήθηκε;
 Μπῆκε μέσα του ὁ Θεός; Κυβερνάει μέσα του ὁ Θεός; Παραδόθηκε στόν Θεό; Ἔγινε τό θαῦμα αὐτό, ὅπως ἐδῶ μέ τό παιδί πού ἦταν σέ τέτοια τρομερή κατάσταση, καί ἀναγκάστηκε ὁ Χριστός νά μιλήσει ὅπως μίλησε;
Ἀλλά αὐτός ὁ τραγικός πατέρας, πού εἶχε κι αὐτός ὅλα τά κουσούρια, εἶχε καί τήν ἀπιστία κλπ., τελικά εἶπε «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», καί ἔγινε τό θαῦμα.

Γι᾿ αὐτό λέμε καί ξαναλέμε, ἐφόσον ἔχουμε σώας τάς φρένας, ὁ καθένας μας νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας. 
 Ἀλλά πρέπει νά μήν ξεγελᾶς τόν ἑαυτό σου ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, ἀλλά νά προστρέξεις στόν Κύριο καί εἰλικρινά, τίμια, μέ τόλμη νά πεῖς «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».
 Καί στήν ἀπιστία αὐτή νά παραδέχεσαι ἀκριβῶς ὅλη αὐτήν τήν ἄσχημη κατάσταση, τήν ὁποία ὄχι μόνον ἔχεις, ἀλλά μέχρι σήμερα τήν προστάτευες, μέχρι σήμερα λάμβανες τά μέτρα καί κουραζόσουν μήν τυχόν πάθει κάτι. Τίποτε.
Παραδίδεσαι πλήρως στόν Θεό, ἐμπιστεύεσαι στόν Θεό, κάνοντας τό ἄνοιγμα αὐτό. Εἶναι πολύ λεπτό τό θέμα, ἀλλά καίριο. Αὐτός ὁ πατέρας βέβαια ἐν τῇ ἀπιστίᾳ εἶναι, ἀλλά ἄν δέν ἔλεγε «πιστεύω, Κύριε…», τήν ἔχανε τήν ὑπόθεση.

{Ἀπό τήν παγίδα τοῦ ἑαυτοῦ μας θά βγοῦμε μόνο ἄν πιαστοῦμε ἀπό τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του}
Καί ἄν προσέξουμε καλύτερα, θά δοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος σέ πολλούς κόπους μπορεῖ νά μπεῖ εὐχαρίστως καί πολλά πράγματα μπορεῖ νά κάνει, ὅμως αὐτό φοβᾶται νά κάνει· Νά ἀποδοκιμάσει πλήρως τόν ἑαυτό του, νά ὁμολογήσει τήν ὅλη ἀρνητική κατάστασή του, ἀλλά συγχρόνως νά πάει στόν Κύριο. ῾῾Πιστεύω, Κύριε᾿᾿.
Ὁ πατέρας αὐτός εἶχε ὅλα τά ἀρνητικά, καί τό ὅτι τό παιδί δέν ἔγινε καλά, ὅταν τό πῆγε στούς μαθητάς, καί θά μποροῦσε νά μείνει σ᾿ αὐτό, ῾῾ἔ, δέν γίνεται τίποτε᾿᾿· ὅπως ἀκούω ψυχές νά λένε ῾῾ἔ, πάλι δέν θά γίνει τίποτε᾿᾿. Πώ, πώ!
 Ἐνῶ εἶναι ἁπλά λόγια, ὅμως θανατώνεις τήν ψυχή σου.
Εἶναι σάν νά ρίχνεις τήν ψυχή σου, σάν νά τή βουλιάζεις μέσα ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἀπώλεια καί ὄχι ἡ σωτηρία. Ὅλη αὐτή ἡ ἀρνητική στάση, ὅλη αὐτή ἡ πεποίθηση πού λίγο-λίγο κανείς δημιουργεῖ γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ῾῾ἔ, δέν γίνεται τίποτε, δέν θά γίνει τίποτε᾿᾿ καί μένει μέ τήν ὅποια κατάστασή του, εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἔγκλημα.

Χρειάζεται κανείς νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του, νά ξεπεράσει ὅλα αὐτά τά ἀρνητικά, νά ξεπεράσει ὅλα αὐτά πού τόν κρατοῦν, πού τοῦ ὑποβάλλουν τίς ἐπιφυλάξεις, τήν ἀπιστία, τήν ἀμφιβολία· νά τά ξεπεράσει.
Ἀλλά αὐτά δέν ξεπερνιοῦνται μέ τό νά κάνει κανείς καλές σκέψεις.
Ἡ ἀρνητική κατάσταση πού εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο, δέν πείθεται μέ σκέψεις καί λόγια.
 Πείθεται μόνον ἐάν ἐνεργήσουμε ὅπως αὐτός ὁ τραγικός πατέρας, ὁ ὁποῖος πιστεύει αὐτήν τή φορά ὅτι ἔχει μπροστά του τόν Μεσσία, ὅτι ἔχει τόν Θεό, πιστεύει ὅτι αὐτός μπορεῖ, καί ὅσο ἀρνητικά καί ἄν εἶναι τά πράγματα, πιστεύει ὅτι αὐτός μπορεῖ νά τά τακτοποιήσει.

Στό σημεῖο αὐτό θέλω νά πῶ δυό λόγια, γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα.
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι, ὅσο καλή διάθεση καί ἄν ἔχει κανείς, ὅσα καλά πράγματα καί ἄν κάνει, ὅση προσπάθεια καί ἄν καταβάλει, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία καί ἐπειδή ἡ ἁμαρτία συγχρόνως εἶναι καί διαστροφή, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία συγχρόνως εἶναι καί ἀπιστία, εἶναι καί ἄρνηση, παιδεύεται ὁ ἄνθρωπος καί δέν μπορεῖ νά βγεῖ ἀπό μέσα.
Καί ἄν περιμένει αὐτός νά βγάλει τόν ἑαυτό του ἀπό κεῖ, δέν θά βγεῖ.
Χρειάζεται νά πιαστεῖ ἀπό κάπου, πού εἶναι ἔξω ἀπ᾿ αὐτόν.
 Στήν προκειμένη περίπτωση γιά τόν πατέρα αὐτόν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά γενικότερα γιά κάθε χριστιανό εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
 Γι᾿ αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Μήν παγιδεύεσαι στίς δικές σου σκέψεις, μήν παγιδεύεσαι στούς δικούς σου ὑπολογισμούς καί στό τί συμπεράσματα βγάζεις ἐσύ.
Αὐτά εἶναι κόλαση. Νά πιαστεῖς ἀπ᾿ αὐτό πού εἶναι ἔξω ἀπό σένα καί νά πεῖς, ἀκριβῶς ὅπως εἶπε ὁ Πέτρος κάποια φορά, «ἐπί τῷ ρήματί σου χαλάσω τό δίκτυον» (Λουκ. 5, 5). Ἀπό τή δική μου πλευρά μηδέν, ἀλλά ἐπειδή μοῦ τό λές Ἐσύ… Καί τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά τό πεῖ ὁ Κύριος.
Τό θέμα εἶναι ὁ Πέτρος νά σκεφθεῖ ὅτι, ὅσο ἀρνητικά καί ἄν ἦταν τά πράγματα ὥς ἐκείνη τή στιγμή, τώρα ὅμως πρέπει νά πεῖ τό ναί στόν Χριστό.
 Τό λέει καί πιάνει ψάρια. Τώρα ὁ πατέρας αὐτός, ὅσο καί ἄν ἦρθαν ἀνάποδα τά πράγματα, πρέπει νά ἀναγνωρίσει τήν ἀπιστία του, ἀλλά καί νά πεῖ «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».

Καί ὁ καθένας μας, ὅποια ἐμπειρία καί ἄν ἔχουμε, ἄν θέλουμε νά βγοῦμε ἀπό τόν κυκεώνα, ἄν θέλουμε νά βγοῦμε ἀπό τήν κόλαση πού δημιουργεῖ ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία μέσα μας, νά ἔχουμε τό κουράγιο νά κάνουμε προσπάθεια, ἀναγνωρίζοντας ἀπό τή μιά μεριά τήν ὅλη κατάσταση, ὅπως ὁ πατέρας αὐτός τήν ἀπιστία καί ἀπό τήν ἄλλη νά ποῦμε, «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», καί ὄντως τό θαῦμα θά γίνει.

11-8-1996
 του π.Συμεών Κραγιόπουλου
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο  «Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου Α’»

agia-triada-panorama.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου