Με
αφορμή την "εξαφάνιση" του Χριστόδουλου Ξηρού, γεγονός που πυροδότησε
μεγάλη ένταση στο πολιτικό σκηνικό και συζητήσεις για το παρελθόν κυρίως
όμως για το μέλλον της εγχώριας τρομοκρατίας, το
Insider αναδημοσιεύει μια πλήρη ιστορική αναδρομή του φαινομένου "17 Νοέμβρη" που στιγμάτισε καταλυτικά την μεταπολιτευτική ιστορία. Η ανάλυση που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μπελιμπασάκης, παρουσιάστηκε στην εκπομπή της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της υπηρεσίας το 2003, λίγες ημέρες πριν την έναρξη της περίφημης δίκης των μελών της 17 Νοέμβρη.
Στη συμπλοκή εκείνη, εκτός από τον Tσουτσουβή, είχαν σκοτωθεί τρεις αστυνομικοί, οι Δουγενής, Γεωργίου και Mπούρας.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι οι ευθύνες αποδίδονταν στα ανθρώπινα λάθη, στους λάθους ανθρώπους, όπως συνέβη και στις άλλες «συναντήσεις». Oι αστυνομικοί πίστευαν πάντα πως "οι τρομοκράτες της 17N κάποια στιγμή θα έκαναν το λάθος και θα έπεφταν στα χέρια τους".
Το «λάθος» συνέβη στις 20 Nοεμβρίου 1991, στα Σεπόλια. Ένα περιπολικό της άμεσης δράσης είχε ειδοποιηθεί για τρεις ύποπτους που έκλεβαν ένα φορτηγάκι, το οποίο ήταν σταθμευμένο κάτω από το σπίτι του προϊστάμενου του τμήματος ερευνών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.
Oι αστυνομικοί έφτασαν δίπλα στους τρεις άγνωστους και τους ακινητοποίησαν. O ένας αστυνομικός, που τους απειλούσε με το περίστροφό του, δεν είχε αντιληφθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, έναν τέταρτο που είχε ήδη μπει στο φορτηγάκι. Έτσι, προτού ακόμα συνέλθει από την αμηχανία για την αντίδραση των υπόπτων, αιφνιδιάστηκε από τον τέταρτο της παρέας.
H συνέχεια ήταν ο τραυματισμός του οδηγού του περιπολικού και άλλων τριών αστυνομικών από τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες των αγνώστων, οι οποίοι διέφυγαν κλέβοντας ένα ταξί
Aν τα λάθη κυριαρχούσαν στις παραπάνω «συναντήσεις», για ό,τι συνέβη στο IΘ' αστυνομικό τμήμα φταίει ο… Δεκαπενταύγουστος του 1988. Μέλη της 17N εισέβαλαν στο τμήμα, που ήταν άδειο, έδεσαν τους αστυνομικούς που ήταν εκεί και πήραν τα όπλα τους.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 συνέβη, όμως, άλλο ένα περιστατικό που θα μπορούσε να είχε φέρει κάποιο αποτέλεσμα, λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία του Παύλου Mπακογιάννη.
Ένας αστυνομικός της ομάδας «Ζ» φτάνει πρώτος στην οδό Oμήρου έξω από το γραφείο του βουλευτή. Βλέπει κάποιους να φεύγουν γρήγορα και τους ακολουθεί.
Ένας από αυτούς πετάει στο έδαφος ένα φάκελο. Aντί να στραφεί εναντίον τους, σκύβει να δει τι περιέχει ο φάκελος. Όταν διαπιστώνει πως πρόκειται για την προκήρυξη της 17N, οι άγνωστοι έχουν εξαφανιστεί.
O αστυνομικός αυτός σκοτώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, σε τροχαίο στη λεωφόρο Συγγρού, όπως είχε συμβεί και μ' έναν άλλον μάρτυρα της δολοφονίας, που κι αυτός έπεσε θύμα τροχαίου.
Πολλά τα σενάρια και οι «συμπτώσεις» που όμως, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Στην περιοχή του Γηροκομείου, στην οδό Λουίζης Pιανκούρ, έγινε η συνάντηση τρομοκρατών και αστυνομίας το Mάρτη του 1992. H ατμόσφαιρα, όπως περιγράφτηκε από τον τύπο, ήταν τελείως κινηματογραφική.
Περούκες, σενάρια, βιντεοκάμερες που μαγνητοσκοπούσαν τη συνάντηση και ήλπιζαν να «πιάσουν» την εικόνα της σύλληψης και δεκάδες αστυνομικοί, απέναντι σε τρομοκράτες. Όμως, το έργο μετετράπη σε φαρσοκωμωδία, καθώς οι αστυνομικοί… τρομοκρατήθηκαν, οι τρομοκράτες έφυγαν και οι κάμερες δεν έπιασαν τίποτα, γιατί κάποιοι είπαν ότι δεν είχαν θυμηθεί να βάλουν φιλμ, άλλοι γιατί είχαν φάτσα τον ήλιο, ενώ αργότερα, η 17 N με προκήρυξή της είχε αναφέρει ότι δεν υπήρχαν καν κάμερες.
Η φαρσοκωμωδία ολοκληρώθηκε όταν οι τρομοκράτες έφυγαν με το κλεμμένο φορτηγάκι, αφήνοντας το περίστροφό τους, ενώ το αυτοκίνητο της Aσφάλειας που πήγε να τους κλείσει το δρόμο, έχασε τον προσανατολισμό του. Γύρω από τους πρωταγωνιστές, κατά την αστυνομία, υπήρχαν περιφερόμενοι αστυνομικοί, που όμως δεν έπραξαν τίποτα την κρίσιμη στιγμή.
Όπως και να έχει, πάντως, ήταν μια μυστηριώδης υπόθεση και για αρκετό καιρό η κοινή γνώμη ασχολήθηκε με το τι συνέβη πέριξ του Γηροκομείου.
H υπόθεση αυτή άρχισε να εξελίσσεται όταν, σύμφωνα με το υπουργείο Δημόσιας Tάξεως, υπήρξε συγκεκριμένη πληροφορία για προετοιμασία χτυπήματος από τη 17 Nοέμβρη, μέλη της οποίας θα βρίσκονταν στην οδό Λουίζης Pιανκούρ.
H πληροφορία είχε δοθεί από μια μυστηριώδη γυναίκα, που τελικά εισέπραξε μόνο 13 εκατομμύρια από τα 200 της επικήρυξης.
Άλλοι, υποστήριξαν πως δεν αποκλείεται να έδωσαν την πληροφορία τα ίδια τα μέλη της οργάνωσης προκειμένου να εισπράξουν τα χρήματα για τα επόμενα χτυπήματά τους. Για το λόγο αυτό, άφησαν μέσα στο κλεμμένο φορτηγάκι τους και το περίστροφο που είχαν κλέψει από το IΘ΄αστυνομικό τμήμα του Bύρωνα, ώστε να πιστοποιηθεί η γνησιότητα των τρομοκρατών και να διευκολυνθεί στην είσπραξη του ποσού ο καταδότης.
Aυτή η υπόθεση έμεινε στην ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες γκάφες των διωκτικών αρχών.
Στις «συναντήσεις» τρομοκρατών και αστυνομικών που έχουν γίνει κατά καιρούς, έφταιγαν πάντα οι ίδιοι -δηλαδή οι αστυνομικοί- που αιφνιδιάζονταν ή δεν ήταν καλά εκπαιδευμένοι. Στην περίπτωση, όμως, της Pιανκούρ υπήρχε ο καλύτερος συνδυασμός. Ήταν παρούσες η Aντιτρομοκρατική Oμάδα και οι κομάντος της EKAM.
Insider αναδημοσιεύει μια πλήρη ιστορική αναδρομή του φαινομένου "17 Νοέμβρη" που στιγμάτισε καταλυτικά την μεταπολιτευτική ιστορία. Η ανάλυση που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Ανδρέας Μπελιμπασάκης, παρουσιάστηκε στην εκπομπή της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της υπηρεσίας το 2003, λίγες ημέρες πριν την έναρξη της περίφημης δίκης των μελών της 17 Νοέμβρη.
_____________________________________
Του Ανδρέα Μπελιμπασάκη.
Στις
3 Μαρτίου του 2003 ξεκίνησε η δίκη για τη «17 Νοέμβρη». Μία δίκη με
τεράστιο ενδιαφέρον για την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για μια
εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη διαδικασία, αφού το μακροσκελέστατο
κατηγορητήριο, ο μεγάλος αριθμός των κατηγορουμένων, των μαρτύρων, των
συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης και, κυρίως, τα πολλά
αμφιλεγόμενα σημεία, δικονομικά και ουσιαστικά, με τα οποία ασχολείται
το Δικαστήριο, συνθέτουν, εκ προοιμίου, ένα πολύπλοκο πλαίσιο, από το
οποίο πρέπει να προκύψει η πλήρης αλήθεια.
Η εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» και η δίκη των φερόμενων ως μελών της οργάνωσης είναι γεγονότα που δε θα έχουν επιπτώσεις μόνο στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής. Πολύ σημαντικότερες θα είναι οι ιδεολογικές συνέπειες στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, αφού η εξάρθρωση της οργάνωσης συμβολίζει, περισσότερο παντός άλλου, το τέλος των μύθων της γενιάς της μεταπολίτευσης.
«17 Νοέμβρη»: Μια πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση
Tη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου 1975, ο 45χρονος «σταθμάρχης» της CIA στην Aθήνα, Pίτσαρντ Γουέλτς, δέχεται επίθεση από τρεις μασκοφόρους έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό. Οι δράστες, απομακρύνουν τον οδηγό και τη γυναίκα του και τον εκτελούν.
Mέσα στο κλίμα της εποχής, κανείς δεν πίστεψε τις προκηρύξεις της πρωτοεμφανιζόμενης επαναστατικής οργάνωσης «17 Nοέμβρη», με τις οποίες αναλάμβανε την ευθύνη για την επίθεση. H 17N είχε αφήσει στον τόπο της εκτέλεσης μια προκήρυξη και είχε στείλει άλλη μία στις εφημερίδες τρεις μέρες αργότερα. Oι περισσότεροι πίστεψαν πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πρακτόρων της CIA.
Oι προκηρύξεις δε δημοσιεύτηκαν, έπειτα από απαγόρευση της Εισαγγελίας Αθηνών, γιατί εκτός από την εκτίμηση των δημοσιογράφων ότι ήταν «υπόθεση πρακτόρων», υπήρχε και απαγόρευση από την κυβέρνηση.
Όλοι, όμως, έμαθαν για τη 17N έναν χρόνο αργότερα, μετά τη δολοφονία του απότακτου αστυνομικού –εκ των αρχιβασανιστών στην Aσφάλεια, κατά την περίοδο της χούντας- Bαγγέλη Mάλλιου. Η «γνωριμία» με την οργάνωση έγινε μέσω Γαλλίας και της εφημερίδας "Λιμπερασιόν".
Η γέννηση της 17Ν - Ιστορικό πλαίσιο
Το Παρίσι, στα τέλη του 1967, αρχές του 1968, ήταν το κέντρο των πιο ριζοσπαστικών-επαναστατικών ιδεών και οργανώσεων για ολόκληρη την Ευρώπη. Βρισκόμαστε εξάλλου σε μία εποχή όπου τους νέους όλου του κόσμου συγκινούν και επηρεάζουν ιδιαίτερα η μορφή του «Τσε», ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι Βιετκόνγκ, το FNL στην Αλγερία, ο Λουμούμπα στο Κονγκό, η Αγκόλα, τα επαναστατικά κινήματα στη Ναμίμπια, τη Λατινική Αμερική και αλλού, η δραστηριότητα των αναρχικών στην Ισπανία και την Πορτογαλία κατά των δικτατορικών καθεστώτων του Φράνκο και Σαλαζάρ κλπ. Με κορυφαίο γεγονός της εποχής, τα γεγονότα του ιστορικού πλέον «Μάη του ΄68» στο Παρίσι.
Από τη Ιταλία και τη Γερμανία, άνθρωποι που θα παίξουν αργότερα σημαντικό ρόλο στο αντάρτικο πόλεων (ο Μπάαντερ, η Ένσλιν, ο Σιμιόνι) μεταβαίνουν στη γαλλική πρωτεύουσα για να «ζήσουν» την ατμόσφαιρα και να γνωρίσουν τα νέα μαρξιστικά ρεύματα.
Για την Ελλάδα, η δεκαετία του '60 είναι μια πολιτικά ταραγμένη περίοδος. Όσοι φτάνουν στη Γαλλία για σπουδές είναι έντονα πολιτικοποιημένοι και οι αναφορές τους αριστερές ή κεντρώες. Ωστόσο, στο Παρίσι η ατμόσφαιρα είναι πιο χαλαρή, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις δεν επηρεάζουν τις προσωπικές σχέσεις.
Εκείνη την εποχή πολλοί θυμούνται τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, που βρίσκεται στο Παρίσι πριν από το 1964 και σπουδάζει Οικονομικά στη Σορβόννη, στα στέκια των Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε ένα «γλυκό και ήπιο άνθρωπο»
Έλληνες που σπούδαζαν στη γαλλική πρωτεύουσα εκείνη την περίοδο θυμούνται ότι στην αυθόρμητη διαδήλωση, το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1967, όταν στα φοιτητικά καφενεία του Καρτιέ Λατέν εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά η είδηση ότι στην Ελλάδα έγινε δικτατορία, συμμετείχαν πάνω από 4.000 άτομα. Ένα από αυτά, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.
Η ΕΠΕΣ
Η εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» και η δίκη των φερόμενων ως μελών της οργάνωσης είναι γεγονότα που δε θα έχουν επιπτώσεις μόνο στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής. Πολύ σημαντικότερες θα είναι οι ιδεολογικές συνέπειες στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας, αφού η εξάρθρωση της οργάνωσης συμβολίζει, περισσότερο παντός άλλου, το τέλος των μύθων της γενιάς της μεταπολίτευσης.
«17 Νοέμβρη»: Μια πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση
Tη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου 1975, ο 45χρονος «σταθμάρχης» της CIA στην Aθήνα, Pίτσαρντ Γουέλτς, δέχεται επίθεση από τρεις μασκοφόρους έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό. Οι δράστες, απομακρύνουν τον οδηγό και τη γυναίκα του και τον εκτελούν.
Mέσα στο κλίμα της εποχής, κανείς δεν πίστεψε τις προκηρύξεις της πρωτοεμφανιζόμενης επαναστατικής οργάνωσης «17 Nοέμβρη», με τις οποίες αναλάμβανε την ευθύνη για την επίθεση. H 17N είχε αφήσει στον τόπο της εκτέλεσης μια προκήρυξη και είχε στείλει άλλη μία στις εφημερίδες τρεις μέρες αργότερα. Oι περισσότεροι πίστεψαν πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πρακτόρων της CIA.
Oι προκηρύξεις δε δημοσιεύτηκαν, έπειτα από απαγόρευση της Εισαγγελίας Αθηνών, γιατί εκτός από την εκτίμηση των δημοσιογράφων ότι ήταν «υπόθεση πρακτόρων», υπήρχε και απαγόρευση από την κυβέρνηση.
Όλοι, όμως, έμαθαν για τη 17N έναν χρόνο αργότερα, μετά τη δολοφονία του απότακτου αστυνομικού –εκ των αρχιβασανιστών στην Aσφάλεια, κατά την περίοδο της χούντας- Bαγγέλη Mάλλιου. Η «γνωριμία» με την οργάνωση έγινε μέσω Γαλλίας και της εφημερίδας "Λιμπερασιόν".
Η γέννηση της 17Ν - Ιστορικό πλαίσιο
Το Παρίσι, στα τέλη του 1967, αρχές του 1968, ήταν το κέντρο των πιο ριζοσπαστικών-επαναστατικών ιδεών και οργανώσεων για ολόκληρη την Ευρώπη. Βρισκόμαστε εξάλλου σε μία εποχή όπου τους νέους όλου του κόσμου συγκινούν και επηρεάζουν ιδιαίτερα η μορφή του «Τσε», ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι Βιετκόνγκ, το FNL στην Αλγερία, ο Λουμούμπα στο Κονγκό, η Αγκόλα, τα επαναστατικά κινήματα στη Ναμίμπια, τη Λατινική Αμερική και αλλού, η δραστηριότητα των αναρχικών στην Ισπανία και την Πορτογαλία κατά των δικτατορικών καθεστώτων του Φράνκο και Σαλαζάρ κλπ. Με κορυφαίο γεγονός της εποχής, τα γεγονότα του ιστορικού πλέον «Μάη του ΄68» στο Παρίσι.
Από τη Ιταλία και τη Γερμανία, άνθρωποι που θα παίξουν αργότερα σημαντικό ρόλο στο αντάρτικο πόλεων (ο Μπάαντερ, η Ένσλιν, ο Σιμιόνι) μεταβαίνουν στη γαλλική πρωτεύουσα για να «ζήσουν» την ατμόσφαιρα και να γνωρίσουν τα νέα μαρξιστικά ρεύματα.
Για την Ελλάδα, η δεκαετία του '60 είναι μια πολιτικά ταραγμένη περίοδος. Όσοι φτάνουν στη Γαλλία για σπουδές είναι έντονα πολιτικοποιημένοι και οι αναφορές τους αριστερές ή κεντρώες. Ωστόσο, στο Παρίσι η ατμόσφαιρα είναι πιο χαλαρή, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις δεν επηρεάζουν τις προσωπικές σχέσεις.
Εκείνη την εποχή πολλοί θυμούνται τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, που βρίσκεται στο Παρίσι πριν από το 1964 και σπουδάζει Οικονομικά στη Σορβόννη, στα στέκια των Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε ένα «γλυκό και ήπιο άνθρωπο»
Έλληνες που σπούδαζαν στη γαλλική πρωτεύουσα εκείνη την περίοδο θυμούνται ότι στην αυθόρμητη διαδήλωση, το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1967, όταν στα φοιτητικά καφενεία του Καρτιέ Λατέν εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά η είδηση ότι στην Ελλάδα έγινε δικτατορία, συμμετείχαν πάνω από 4.000 άτομα. Ένα από αυτά, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.
Η ΕΠΕΣ
Ο
Γιωτόπουλος είχε ξεκινήσει τις σπουδές του στο Παρίσι πριν από το 1964.
Τον ίδιο χρόνο ο φοιτητικός σύλλογος «Ένωσις των εν Παρισίοις Ελλήνων
Σπουδαστών», (ΕΠΕΣ) - που οφείλει το αρχαιοπρεπές όνομά του στο γεγονός
ότι ιδρύθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή - αποφασίζει να εκδώσει ένα
περιοδικό, την «Ελληνική Παρουσία», που, όπως όλα τα περιοδικά του
είδους, είναι ανοικτό στις συνεργασίες όλων των μελών του συλλόγου.
Υπεύθυνος για τη συλλογή των κειμένων είναι ο Άγγελος Ελεφάντης και στη συντακτική επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ άλλων ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και ο Νίκος Πουλαντζάς. Η ιστορία του περιοδικού είναι βραχύβια: θα κλείσει πριν από το 1965.
Μέχρι το 1966, η αριστερή ομπρέλα γίνεται τόσο ισχυρή, ώστε να κερδίσει και τις επτά θέσεις στο Δ.Σ. της ΕΠΕΣ από το Κέντρο. Τότε εκλέγεται στο Δ.Σ. και ο Γιωτόπουλος.
Εκείνοι που θυμούνται τον Γιωτόπουλο στο Παρίσι, λένε ότι είχε «τροτσκιστικές τάσεις». Στη Γαλλία οι τροτσκιστές ήταν διαιρεμένοι σε δύο μεγάλες ομάδες: τους φρανκιστές (στους οποίους ανήκει π.χ. η Αρλέτ Λαγκιγιέρ, που πήρε 6% στις τελευταίες γαλλικές εκλογές) και τους λαμπερτιστές, στους οποίους συγκαταλέγεται και η ομάδα Κριβίν, στην οποία πρόσκειται ο Γιωτόπουλος.
Σε αυτόν τον ιδεολογικό χώρο συναντώνται αργότερα οπαδοί του Τσε Γκεβάρα, της ένοπλης προπαγάνδας, αλλά και παράδοξα ιδεολογικά σχήματα όπως οι τροτσκι-μαοϊστές, με σαφή προτίμηση στις βίαιες μορφές πάλης.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Γιωτόπουλος ανήκε στους «ανεξάρτητους της Αριστεράς». Υπάρχουν, βέβαια, κάποιοι που υποστηρίζουν ότι ανήκε σε πυρήνες του ΚΚΕ. Κάτι τέτοιο όμως διαψεύδεται από τις διωκτικές αρχές, αλλά και τα μέλη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στο Παρίσι εκείνη την εποχή, όπως και τα περί διαγραφής του.
Η ένοπλη δράση
Γεγονός είναι όμως ότι το κλίμα της εποχής αλλά και η δραστηριότητα των Ελλήνων τροτσκιστών που δρούσαν στη γαλλική πρωτεύουσα, επηρεάζουν άμεσα τις ήδη αδύναμες πολιτικά και οργανωτικά κομματικές οργανώσεις της ΕΔΑ και του ΚΚΕ.
Κάποια μέλη τους προτείνουν, αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, την εγκατάλειψη των συνηθισμένων μορφών αντίστασης κατά της χούντας και την ανάληψη ένοπλης δράσης, με τη δημιουργία ανταρτικών ομάδων κατά τα πρότυπα του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πιέσεις στις ηγεσίες των οργανώσεων Γαλλίας κομμάτων της αριστεράς για ένοπλο αγώνα στην Ελλάδα, αυξάνονται μετά τη διάσπαση του 1968 στις γραμμές του ΚΚΕ, ενώ ανάλογη ήταν η πίεση που ασκούνταν και στα άλλα πολιτικά κόμματα και τις αντιδικτατορικές οργανώσεις της εποχής που δραστηριοποιούνταν στη Γαλλία.
Στο κλίμα εκείνης της εποχής ήταν και η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος μετά την αναχώρησή του στο εξωτερικό, όταν βρέθηκε στο Παρίσι και μετά την ενημέρωση που είχε από κάποιους φίλους της «Ένωσης Κέντρου», είχε χαρακτηρίσει βιαστικά απαραίτητη την έναρξη ανταρτοπόλεμου για την ανατροπή της χούντας, δήλωση την οποία απέσυρε αργότερα.
Έτσι, κάποια από τα μέλη που είχαν ασπασθεί τη λογική του ένοπλου αγώνα κατά της δικτατορίας, αποχωρούν από την οργάνωση Παρισιού του ΚΚΕ, προτού το κόμμα προλάβει να τα διαγράψει.
Οι ιδέες της εποχής είχαν επηρεάσει ακόμη και ηγετικά στελέχη της, εγκατεστημένης στη Ρουμανία, ηγεσίας του ΚΚΕ (αργότερα ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ Εσωτερικού) και του "Ρήγα Φεραίου" της πιο μαζικής αντιδικτατορικής οργάνωσης νεολαίας.
Ένα από τα ιστορικά στελέχη της Αριστεράς, ο Γρηγόρης Φαράκος, τότε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, θυμάται :
«Την άνοιξη του 1968, περίοδο θυελλώδη για τη Δυτική Ευρώπη, είχα τη μεγάλη τύχη να βρεθώ δύο φορές, σε διαφορετικές φάσεις, στα γεγονότα του «Μάη ΄68», σε Δυτική Γερμανία, Βέλγιο και Γαλλία. Οι συγκλονιστικές εντυπώσεις μου από τα γεγονότα εκείνα, είχαν καθοριστική επίδραση στη σκέψη και την ψυχολογία μου. Είναι αλήθεια, πως εκείνη τη στιγμή, ζώντας στη «μούχλα» της 12ης Ολομέλειας, δεν έγινε δυνατό να εκδηλωθεί άμεσα η επίδραση εκείνη. Αυτό έγινε αργότερα». (Γρηγόρης Φαράκος, Μαρτυρίες και στοχασμοί 1941-1991, Αθήνα 1993, σ. 187).
Οι οργανώσεις του ΚΚΕ
Πιθανότατα, ο Γρηγόρης Φαράκος, από τους ηγέτες παλαιότερα του ελληνικού φοιτητικού κινήματος, μιλώντας για «επίδραση», εννοούσε την επίδραση των ιδεών, της νέας πολιτικής σκέψης, της πλήρους εγκατάλειψης στο δογματισμό και το νεοσταλινισμό.
Την κατάσταση πάντως που επικρατούσε στις οργανώσεις του ΚΚΕ στην Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία, περιγράφει αναλυτικά ο Πάνος Δημητρίου, που για μεγάλο διάστημα υπήρξε μέλος της ιστορικής ηγεσίας του κόμματος και εκείνη την εποχή είχε μεταβεί στο Παρίσι, στο πλαίσιο των καθηκόντων του να «συμμαζέψει» τις «αριστερίστικες τάσεις» που είχαν εμφανιστεί σε κομματικές οργανώσεις στη Δυτική Ευρώπη.
Υπεύθυνος για τη συλλογή των κειμένων είναι ο Άγγελος Ελεφάντης και στη συντακτική επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ άλλων ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και ο Νίκος Πουλαντζάς. Η ιστορία του περιοδικού είναι βραχύβια: θα κλείσει πριν από το 1965.
Μέχρι το 1966, η αριστερή ομπρέλα γίνεται τόσο ισχυρή, ώστε να κερδίσει και τις επτά θέσεις στο Δ.Σ. της ΕΠΕΣ από το Κέντρο. Τότε εκλέγεται στο Δ.Σ. και ο Γιωτόπουλος.
Εκείνοι που θυμούνται τον Γιωτόπουλο στο Παρίσι, λένε ότι είχε «τροτσκιστικές τάσεις». Στη Γαλλία οι τροτσκιστές ήταν διαιρεμένοι σε δύο μεγάλες ομάδες: τους φρανκιστές (στους οποίους ανήκει π.χ. η Αρλέτ Λαγκιγιέρ, που πήρε 6% στις τελευταίες γαλλικές εκλογές) και τους λαμπερτιστές, στους οποίους συγκαταλέγεται και η ομάδα Κριβίν, στην οποία πρόσκειται ο Γιωτόπουλος.
Σε αυτόν τον ιδεολογικό χώρο συναντώνται αργότερα οπαδοί του Τσε Γκεβάρα, της ένοπλης προπαγάνδας, αλλά και παράδοξα ιδεολογικά σχήματα όπως οι τροτσκι-μαοϊστές, με σαφή προτίμηση στις βίαιες μορφές πάλης.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Γιωτόπουλος ανήκε στους «ανεξάρτητους της Αριστεράς». Υπάρχουν, βέβαια, κάποιοι που υποστηρίζουν ότι ανήκε σε πυρήνες του ΚΚΕ. Κάτι τέτοιο όμως διαψεύδεται από τις διωκτικές αρχές, αλλά και τα μέλη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στο Παρίσι εκείνη την εποχή, όπως και τα περί διαγραφής του.
Η ένοπλη δράση
Γεγονός είναι όμως ότι το κλίμα της εποχής αλλά και η δραστηριότητα των Ελλήνων τροτσκιστών που δρούσαν στη γαλλική πρωτεύουσα, επηρεάζουν άμεσα τις ήδη αδύναμες πολιτικά και οργανωτικά κομματικές οργανώσεις της ΕΔΑ και του ΚΚΕ.
Κάποια μέλη τους προτείνουν, αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, την εγκατάλειψη των συνηθισμένων μορφών αντίστασης κατά της χούντας και την ανάληψη ένοπλης δράσης, με τη δημιουργία ανταρτικών ομάδων κατά τα πρότυπα του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πιέσεις στις ηγεσίες των οργανώσεων Γαλλίας κομμάτων της αριστεράς για ένοπλο αγώνα στην Ελλάδα, αυξάνονται μετά τη διάσπαση του 1968 στις γραμμές του ΚΚΕ, ενώ ανάλογη ήταν η πίεση που ασκούνταν και στα άλλα πολιτικά κόμματα και τις αντιδικτατορικές οργανώσεις της εποχής που δραστηριοποιούνταν στη Γαλλία.
Στο κλίμα εκείνης της εποχής ήταν και η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος μετά την αναχώρησή του στο εξωτερικό, όταν βρέθηκε στο Παρίσι και μετά την ενημέρωση που είχε από κάποιους φίλους της «Ένωσης Κέντρου», είχε χαρακτηρίσει βιαστικά απαραίτητη την έναρξη ανταρτοπόλεμου για την ανατροπή της χούντας, δήλωση την οποία απέσυρε αργότερα.
Έτσι, κάποια από τα μέλη που είχαν ασπασθεί τη λογική του ένοπλου αγώνα κατά της δικτατορίας, αποχωρούν από την οργάνωση Παρισιού του ΚΚΕ, προτού το κόμμα προλάβει να τα διαγράψει.
Οι ιδέες της εποχής είχαν επηρεάσει ακόμη και ηγετικά στελέχη της, εγκατεστημένης στη Ρουμανία, ηγεσίας του ΚΚΕ (αργότερα ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ Εσωτερικού) και του "Ρήγα Φεραίου" της πιο μαζικής αντιδικτατορικής οργάνωσης νεολαίας.
Ένα από τα ιστορικά στελέχη της Αριστεράς, ο Γρηγόρης Φαράκος, τότε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, θυμάται :
«Την άνοιξη του 1968, περίοδο θυελλώδη για τη Δυτική Ευρώπη, είχα τη μεγάλη τύχη να βρεθώ δύο φορές, σε διαφορετικές φάσεις, στα γεγονότα του «Μάη ΄68», σε Δυτική Γερμανία, Βέλγιο και Γαλλία. Οι συγκλονιστικές εντυπώσεις μου από τα γεγονότα εκείνα, είχαν καθοριστική επίδραση στη σκέψη και την ψυχολογία μου. Είναι αλήθεια, πως εκείνη τη στιγμή, ζώντας στη «μούχλα» της 12ης Ολομέλειας, δεν έγινε δυνατό να εκδηλωθεί άμεσα η επίδραση εκείνη. Αυτό έγινε αργότερα». (Γρηγόρης Φαράκος, Μαρτυρίες και στοχασμοί 1941-1991, Αθήνα 1993, σ. 187).
Οι οργανώσεις του ΚΚΕ
Πιθανότατα, ο Γρηγόρης Φαράκος, από τους ηγέτες παλαιότερα του ελληνικού φοιτητικού κινήματος, μιλώντας για «επίδραση», εννοούσε την επίδραση των ιδεών, της νέας πολιτικής σκέψης, της πλήρους εγκατάλειψης στο δογματισμό και το νεοσταλινισμό.
Την κατάσταση πάντως που επικρατούσε στις οργανώσεις του ΚΚΕ στην Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία, περιγράφει αναλυτικά ο Πάνος Δημητρίου, που για μεγάλο διάστημα υπήρξε μέλος της ιστορικής ηγεσίας του κόμματος και εκείνη την εποχή είχε μεταβεί στο Παρίσι, στο πλαίσιο των καθηκόντων του να «συμμαζέψει» τις «αριστερίστικες τάσεις» που είχαν εμφανιστεί σε κομματικές οργανώσεις στη Δυτική Ευρώπη.
Πάνος Δημητρίου. Ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και εκ των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού μετά την διάσπαση του 1968
Αφηγείται
ο Πάνος Δημητρίου: «Μετά την 11η Ολομέλεια, σε μία από τις συνεδριάσεις
του ΠΓ, αποφασίστηκε να μου ανατεθεί η ανασυγκρότηση και καθοδήγηση των
οργανώσεων του ΚΚΕ στη Δυτική Ευρώπη.
Μου έγινε μία σύντομη ενημέρωση από τον Κολιγιάννη, τον Στρίγκο και το Φαράκο (ο τελευταίος είχε κάνει πρόσφατα μια περιοδεία στις χώρες αυτές) και αμέσως φύγαμε όλοι για να πάρουμε μέρος σε μία σύσκεψη, στην οποία μετείχαν στελέχη των παραπάνω οργανώσεων, όπως ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Γιώργος Κατηφόρης, ο Μάρκος Δραγούμης, ο Βαγγέλης Παντελέσκος, ο Πέτρος Κουναλάκης κ.α.
Ο Βαγγέλης Παντελέσκος με συνόδευσε στο Παρίσι, όπου θα είχα την έδρα μου. Η τακτοποίησή μου στο σπίτι ενός Γάλλου, πολιτικού μηχανικού, έγινε από το Γαλλικό Κ.Κ. Συνδέθηκα αμέσως με την Ελένη Μπιμπίκου, το Θόδωρο Πάγκαλο, το Ζήση Θέο (γιο του Κώστα Θέου) κ.α. …».
Συνεχίζοντας ο Πάνος Δημητρίου, αφηγείται μία περιπετειώδη φυγάδευσή του από το σπίτι που διέμενε, για να αποφύγει την παρακολούθηση της Γαλλικής αστυνομίας και συνεχίζει:
«Το Παρίσι, στα χρόνια της χουντικής τυραννίας, ήταν αναμφισβήτητα κέντρο των πιο έντονων και αντιφατικών ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν βρεθεί ή κατέφυγαν εκεί μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.
Οι οργανωμένες δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, ήταν πολύ λίγες σε σύγκριση με τους ανένταχτους κομμουνιστές και ΕΔΑίτες, καθώς και με διάφορες ομάδες αριστερίστικων κυρίως κατευθύνσεων.
Κατά τη γνώμη ορισμένων από αυτές τις ομάδες, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, είχε αλλάξει μία μορφή δικτατορίας της αστικής τάξης με μία άλλη.
Οι ομάδες αυτές, αμφισβητούσαν το ρόλο των κομμάτων της Αριστεράς – ΚΚΕ και ΕΔΑ – και αντέτασσαν σ΄αυτά το «Μέτωπο Εξουσίας», σαν το FNL της Αλγερίας και της Λιβύης». (Πάνος Δημητρίου, Εκ Βαθέων, Χρονικό μιας ζωής και μιας εποχής, Αθήνα 1997, σ. 296-298).
Μέχρι το 1967 οι Έλληνες φοιτητές είναι κάτι σαν μεγάλη παρέα. Η ατμόσφαιρα μεταβάλλεται άρδην μετά την 21η Απριλίου. Υπήρξε αμέσως συσπείρωση και περιχαράκωση των κομματικών χώρων», θυμάται στέλεχος της Αριστεράς.
Εκείνη την εποχή δημιουργούνται οι πρώτες οργανώσεις και τα κόμματα αρχίζουν να ανασυγκροτούν τον χώρο τους.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει ένα κλίμα απομόνωσης. Ο καθένας αρχίζει να προσέχει με ποιον κάνει παρέα. Μέσα σε αυτό το κλίμα τα ίχνη του Γιωτόπουλου γίνονται θολά
Έτσι, κάποιοι από τους διαφωνούντες εκείνη την εποχή με τη γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, αφού αδρανοποιήθηκαν για ένα διάστημα, στη συνέχεια προσχώρησαν ή συμμετείχαν στη σύσταση των ελληνικών ακροαριστερών οργανώσεων που λειτουργούσαν στη Γαλλία.
Αρχειομαρξιστές
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των διωκτικών αρχών, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος επέβαλε στην οργάνωση «17 Νοέμβρη» το ίδιο σκληρό οργανωτικό σχήμα που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του Δημήτρης Γιωτόπουλος πριν από οκτώ δεκαετίες, την περίοδο κατά την οποία διηύθυνε, με συνωμοτικό τρόπο, την οργάνωση "Αρχείο του Μαρξισμού", που είχε δημιουργήσει ο Φραγκίσκος Τζουλάτι και στην οποία εντάχθηκε ο πατέρας Γιωτόπουλος το 1924, για να αναλάβει την αρχηγία της το 1926, ύστερα από την αποχώρηση του ιδρυτή.
Τα μέλη της οργάνωσης, δε γνώριζαν τον αρχηγό και τους υπόλοιπους της ηγεσίας, αλλά ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με μία υπέρτατη αρχή, που ονομαζόταν «Εργασία», χωρίς κανείς να γνωρίζει από πόσους και ποιους αποτελείται.
Σύμφωνα με ένα από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ μέχρι τα τέλη του 1931 και στη συνέχεια του Τροτσκιστικού Κινήματος, τον Άγη Στίνα, όλα τα μέλη του «Αρχείου του Μαρξισμού», διευθύνονταν και ελέγχονταν από κάποιον που δεν τον είχε εκλέξει κανείς.
«Σ' αυτόν δίνανε λογαριασμό για τη δουλειά τους και σ' αυτόν παραδίνανε και τα χρήματα που συγκεντρώνανε. Αυτός ο ένας, που διηύθυνε και διαχειριζόταν τα πάντα, άφηνε τους άλλους με την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια μυστηριώδης υπερτάτη αρχή, από την οποία αυτός ήταν εξουσιοδοτημένος. Όταν κάποιος είχε μια σοβαρή απορία, η απάντηση του Γιωτόπουλου ήταν: "Θα φέρω την απορία σου στην Εργασία κι αυτή θα αποφασίσει". Η Εργασία ήταν αυτή η μυστηριώδης υπέρτατη αρχή. Δηλαδή ο ίδιος ο Γιωτόπουλος». (Α. Στίνας: Αναμνήσεις – 60 χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης, Αθήνα 1977, τ. Α΄, σ. 171).
Πρώτη εμφάνιση
Οι αρχειομαρξιστές έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους το 1923 με την έκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «Αρχείον του Μαρξισμού».
Επρόκειτο για ένα περιοδικό που περιείχε μόνο μεταφράσεις έργων των κλασσικών του μαρξισμού. Τίποτε άλλο, ούτε απλά σχόλια για την πολιτική κατάσταση ή για τη δράση και την πολιτική του ΚΚΕ.
Δικαιολογούσαν αυτή την, εκτός ΚΚΕ, έκδοση του περιοδικού, λέγοντας ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ήθελε να μονοπωλήσει για τον εαυτό της τη μαρξιστική θεωρία και γι' αυτό απέφευγε να τη διαδώσει στους εργάτες. Έτσι, κατά τους ίδιους, αυτό το καθήκον το ανέλαβαν αυτοί.
Το «Αρχείον Μαρξισμού» εξέδωσε το πρώτο τεύχος του την Πρωτομαγιά του 1923. Η πρωτοβουλία ανήκε σε μια ομάδα μελών του ΣΕΚΕ, που συγκροτήθηκε παράνομα μέσα στο κόμμα το 1922, έχοντας ως κύρια θέση ότι πρώτα χρειάζεται να μορφωθούν το κόμμα και η εργατική τάξη και μετά να ασχοληθούν με την επανάσταση και την πολιτική δράση. Οι κυριότεροι από τους ιδρυτές της ομάδας ήταν οι Φραγκίσκος Τζουλάτι, Χ. Δεδούσης, Γεώργιος Σαραντίδης, Γρ. Σαραντίδης, Δούμας, Σωτήρης Τσιγαρίδας (Ποντίκης), Μαν. Κόρακας, Κ. Γκοβόστης, Λ. Αποστόλου κλπ.
Ο Σαρτρ και η Λιμπερασιόν
Μου έγινε μία σύντομη ενημέρωση από τον Κολιγιάννη, τον Στρίγκο και το Φαράκο (ο τελευταίος είχε κάνει πρόσφατα μια περιοδεία στις χώρες αυτές) και αμέσως φύγαμε όλοι για να πάρουμε μέρος σε μία σύσκεψη, στην οποία μετείχαν στελέχη των παραπάνω οργανώσεων, όπως ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Γιώργος Κατηφόρης, ο Μάρκος Δραγούμης, ο Βαγγέλης Παντελέσκος, ο Πέτρος Κουναλάκης κ.α.
Ο Βαγγέλης Παντελέσκος με συνόδευσε στο Παρίσι, όπου θα είχα την έδρα μου. Η τακτοποίησή μου στο σπίτι ενός Γάλλου, πολιτικού μηχανικού, έγινε από το Γαλλικό Κ.Κ. Συνδέθηκα αμέσως με την Ελένη Μπιμπίκου, το Θόδωρο Πάγκαλο, το Ζήση Θέο (γιο του Κώστα Θέου) κ.α. …».
Συνεχίζοντας ο Πάνος Δημητρίου, αφηγείται μία περιπετειώδη φυγάδευσή του από το σπίτι που διέμενε, για να αποφύγει την παρακολούθηση της Γαλλικής αστυνομίας και συνεχίζει:
«Το Παρίσι, στα χρόνια της χουντικής τυραννίας, ήταν αναμφισβήτητα κέντρο των πιο έντονων και αντιφατικών ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν βρεθεί ή κατέφυγαν εκεί μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.
Οι οργανωμένες δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, ήταν πολύ λίγες σε σύγκριση με τους ανένταχτους κομμουνιστές και ΕΔΑίτες, καθώς και με διάφορες ομάδες αριστερίστικων κυρίως κατευθύνσεων.
Κατά τη γνώμη ορισμένων από αυτές τις ομάδες, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, είχε αλλάξει μία μορφή δικτατορίας της αστικής τάξης με μία άλλη.
Οι ομάδες αυτές, αμφισβητούσαν το ρόλο των κομμάτων της Αριστεράς – ΚΚΕ και ΕΔΑ – και αντέτασσαν σ΄αυτά το «Μέτωπο Εξουσίας», σαν το FNL της Αλγερίας και της Λιβύης». (Πάνος Δημητρίου, Εκ Βαθέων, Χρονικό μιας ζωής και μιας εποχής, Αθήνα 1997, σ. 296-298).
Μέχρι το 1967 οι Έλληνες φοιτητές είναι κάτι σαν μεγάλη παρέα. Η ατμόσφαιρα μεταβάλλεται άρδην μετά την 21η Απριλίου. Υπήρξε αμέσως συσπείρωση και περιχαράκωση των κομματικών χώρων», θυμάται στέλεχος της Αριστεράς.
Εκείνη την εποχή δημιουργούνται οι πρώτες οργανώσεις και τα κόμματα αρχίζουν να ανασυγκροτούν τον χώρο τους.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει ένα κλίμα απομόνωσης. Ο καθένας αρχίζει να προσέχει με ποιον κάνει παρέα. Μέσα σε αυτό το κλίμα τα ίχνη του Γιωτόπουλου γίνονται θολά
Έτσι, κάποιοι από τους διαφωνούντες εκείνη την εποχή με τη γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, αφού αδρανοποιήθηκαν για ένα διάστημα, στη συνέχεια προσχώρησαν ή συμμετείχαν στη σύσταση των ελληνικών ακροαριστερών οργανώσεων που λειτουργούσαν στη Γαλλία.
Αρχειομαρξιστές
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των διωκτικών αρχών, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος επέβαλε στην οργάνωση «17 Νοέμβρη» το ίδιο σκληρό οργανωτικό σχήμα που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του Δημήτρης Γιωτόπουλος πριν από οκτώ δεκαετίες, την περίοδο κατά την οποία διηύθυνε, με συνωμοτικό τρόπο, την οργάνωση "Αρχείο του Μαρξισμού", που είχε δημιουργήσει ο Φραγκίσκος Τζουλάτι και στην οποία εντάχθηκε ο πατέρας Γιωτόπουλος το 1924, για να αναλάβει την αρχηγία της το 1926, ύστερα από την αποχώρηση του ιδρυτή.
Τα μέλη της οργάνωσης, δε γνώριζαν τον αρχηγό και τους υπόλοιπους της ηγεσίας, αλλά ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με μία υπέρτατη αρχή, που ονομαζόταν «Εργασία», χωρίς κανείς να γνωρίζει από πόσους και ποιους αποτελείται.
Σύμφωνα με ένα από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ μέχρι τα τέλη του 1931 και στη συνέχεια του Τροτσκιστικού Κινήματος, τον Άγη Στίνα, όλα τα μέλη του «Αρχείου του Μαρξισμού», διευθύνονταν και ελέγχονταν από κάποιον που δεν τον είχε εκλέξει κανείς.
«Σ' αυτόν δίνανε λογαριασμό για τη δουλειά τους και σ' αυτόν παραδίνανε και τα χρήματα που συγκεντρώνανε. Αυτός ο ένας, που διηύθυνε και διαχειριζόταν τα πάντα, άφηνε τους άλλους με την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια μυστηριώδης υπερτάτη αρχή, από την οποία αυτός ήταν εξουσιοδοτημένος. Όταν κάποιος είχε μια σοβαρή απορία, η απάντηση του Γιωτόπουλου ήταν: "Θα φέρω την απορία σου στην Εργασία κι αυτή θα αποφασίσει". Η Εργασία ήταν αυτή η μυστηριώδης υπέρτατη αρχή. Δηλαδή ο ίδιος ο Γιωτόπουλος». (Α. Στίνας: Αναμνήσεις – 60 χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης, Αθήνα 1977, τ. Α΄, σ. 171).
Πρώτη εμφάνιση
Οι αρχειομαρξιστές έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους το 1923 με την έκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «Αρχείον του Μαρξισμού».
Επρόκειτο για ένα περιοδικό που περιείχε μόνο μεταφράσεις έργων των κλασσικών του μαρξισμού. Τίποτε άλλο, ούτε απλά σχόλια για την πολιτική κατάσταση ή για τη δράση και την πολιτική του ΚΚΕ.
Δικαιολογούσαν αυτή την, εκτός ΚΚΕ, έκδοση του περιοδικού, λέγοντας ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ήθελε να μονοπωλήσει για τον εαυτό της τη μαρξιστική θεωρία και γι' αυτό απέφευγε να τη διαδώσει στους εργάτες. Έτσι, κατά τους ίδιους, αυτό το καθήκον το ανέλαβαν αυτοί.
Το «Αρχείον Μαρξισμού» εξέδωσε το πρώτο τεύχος του την Πρωτομαγιά του 1923. Η πρωτοβουλία ανήκε σε μια ομάδα μελών του ΣΕΚΕ, που συγκροτήθηκε παράνομα μέσα στο κόμμα το 1922, έχοντας ως κύρια θέση ότι πρώτα χρειάζεται να μορφωθούν το κόμμα και η εργατική τάξη και μετά να ασχοληθούν με την επανάσταση και την πολιτική δράση. Οι κυριότεροι από τους ιδρυτές της ομάδας ήταν οι Φραγκίσκος Τζουλάτι, Χ. Δεδούσης, Γεώργιος Σαραντίδης, Γρ. Σαραντίδης, Δούμας, Σωτήρης Τσιγαρίδας (Ποντίκης), Μαν. Κόρακας, Κ. Γκοβόστης, Λ. Αποστόλου κλπ.
Ο Σαρτρ και η Λιμπερασιόν
Στην εφημερίδα αυτή είχαν παραδοθεί οι προκηρύξεις από πρόσωπο, το οποίο ο διευθυντής της, Σερζ Zιλί, είχε χαρακτηρίσει «απόλυτα αξιόπιστο». Ποιο ήταν το πρόσωπο αυτό δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.
Yπήρξαν πολλές εκτιμήσεις, ότι ήταν ο μεγάλος υπαρξιστής φιλόσοφος Zαν Πολ Σαρτρ, αλλά ο Zιλί δε θέλησε να το επιβεβαιώσει.
Σε συνέντευξή του, που είχε παραχωρήσει στον ανταποκριτή της "Eλευθεροτυπίας" στο Παρίσι, Φοίβο Oικονομίδη, ο Σερζ Zιλί είχε μιλήσει για το «μεσάζοντα» που μετέφερε την προκήρυξη, λέγοντας ότι «Πρόκειται για φίλο που μου είχε εμπιστευθεί και στο παρελθόν πληροφορίες που επιβεβαιώθηκαν. Eίναι ό,τι θα λέγαμε δημοσιογραφικά "έγκυρη πηγή"».
Σε ερώτηση αν ο ίδιος ο μεσάζων είχε έρθει σε επαφή με τη 17N, ο Zιλί απάντησε: «Όχι. Kάποιος φίλος ήρθε σε επαφή με την οργάνωση και του έδωσε το ντοκουμέντο που μου έφερε "χέρι με χέρι"».
Tο γεγονός, πάντως, πως επιλέχθηκε η Λιμπερασιόν, μια εφημερίδα που γεννήθηκε το Mάη του '68, απετέλεσε για ορισμένους, ένδειξη ότι η οργάνωση είχε τις ρίζες της στην Aριστερά και στον αντιδικτατορικό αγώνα, αφού η συγκεκριμένη εφημερίδα, όπως άλλωστε και ο Σαρτρ, είχαν βοηθήσει τη δράση των αντιδικτατορικών οργανώσεων.
Στην ίδια συνέντευξη, ο διευθυντής της Λιμπερασιόν είχε αναφερθεί και σε άλλα στοιχεία που τον έπεισαν ότι επρόκειτο για την ίδια οργάνωση που είχε εκτελέσει τον Γουέλτς και τον Mάλλιο, και πως δεν επρόκειτο για «εσωτερικό πόλεμο» της CIA.
Tα στοιχεία αυτά ήταν ότι και οι δύο δολοφονίες είχαν γίνει με το ίδιο όπλο, ένα πιστόλι των 45 χιλιοστών, και οι προκηρύξεις είχαν γραφτεί στην ίδια γραφομηχανή.
Oι καταβολές των μελών της οργάνωσης, ίσως και η δράση στον αντιδικτατορικό αγώνα αποκαλύφθηκαν και από ένα άλλο στοιχείο. Την αποστολή των προκηρύξεων σε έναν ακόμα ξένο δημοσιογράφο, τον Άγγλο Nτέιβιντ Tονγκ, ανταποκριτή της εφημερίδας Γκάρντιαν στην Ελλάδα.
17Ν και μεταπολίτευση
Από την «ανάγνωση» των προκηρύξεων της συμπεραίνεται, ότι η 17Ν φιλοδοξούσε να διαδραματίσει ένα ρόλο βιαίας διαμαρτυρίας στις αλλαγές που δρομολογήθηκαν στην ελληνική πολιτική κουλτούρα στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Η βία της οργάνωσης επεδίωξε να αποκαλύψει την «πολιτική διπροσωπία» του ελληνικού κατεστημένου και να αναδείξει μια συνεπή ιδεολογική εναλλακτική λύση απέναντι σ' αυτό που η 17Ν έβλεπε ως κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ηγεμονική κυριαρχία.
Yπήρξαν πολλές εκτιμήσεις, ότι ήταν ο μεγάλος υπαρξιστής φιλόσοφος Zαν Πολ Σαρτρ, αλλά ο Zιλί δε θέλησε να το επιβεβαιώσει.
Σε συνέντευξή του, που είχε παραχωρήσει στον ανταποκριτή της "Eλευθεροτυπίας" στο Παρίσι, Φοίβο Oικονομίδη, ο Σερζ Zιλί είχε μιλήσει για το «μεσάζοντα» που μετέφερε την προκήρυξη, λέγοντας ότι «Πρόκειται για φίλο που μου είχε εμπιστευθεί και στο παρελθόν πληροφορίες που επιβεβαιώθηκαν. Eίναι ό,τι θα λέγαμε δημοσιογραφικά "έγκυρη πηγή"».
Σε ερώτηση αν ο ίδιος ο μεσάζων είχε έρθει σε επαφή με τη 17N, ο Zιλί απάντησε: «Όχι. Kάποιος φίλος ήρθε σε επαφή με την οργάνωση και του έδωσε το ντοκουμέντο που μου έφερε "χέρι με χέρι"».
Tο γεγονός, πάντως, πως επιλέχθηκε η Λιμπερασιόν, μια εφημερίδα που γεννήθηκε το Mάη του '68, απετέλεσε για ορισμένους, ένδειξη ότι η οργάνωση είχε τις ρίζες της στην Aριστερά και στον αντιδικτατορικό αγώνα, αφού η συγκεκριμένη εφημερίδα, όπως άλλωστε και ο Σαρτρ, είχαν βοηθήσει τη δράση των αντιδικτατορικών οργανώσεων.
Στην ίδια συνέντευξη, ο διευθυντής της Λιμπερασιόν είχε αναφερθεί και σε άλλα στοιχεία που τον έπεισαν ότι επρόκειτο για την ίδια οργάνωση που είχε εκτελέσει τον Γουέλτς και τον Mάλλιο, και πως δεν επρόκειτο για «εσωτερικό πόλεμο» της CIA.
Tα στοιχεία αυτά ήταν ότι και οι δύο δολοφονίες είχαν γίνει με το ίδιο όπλο, ένα πιστόλι των 45 χιλιοστών, και οι προκηρύξεις είχαν γραφτεί στην ίδια γραφομηχανή.
Oι καταβολές των μελών της οργάνωσης, ίσως και η δράση στον αντιδικτατορικό αγώνα αποκαλύφθηκαν και από ένα άλλο στοιχείο. Την αποστολή των προκηρύξεων σε έναν ακόμα ξένο δημοσιογράφο, τον Άγγλο Nτέιβιντ Tονγκ, ανταποκριτή της εφημερίδας Γκάρντιαν στην Ελλάδα.
17Ν και μεταπολίτευση
Από την «ανάγνωση» των προκηρύξεων της συμπεραίνεται, ότι η 17Ν φιλοδοξούσε να διαδραματίσει ένα ρόλο βιαίας διαμαρτυρίας στις αλλαγές που δρομολογήθηκαν στην ελληνική πολιτική κουλτούρα στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80.
Η βία της οργάνωσης επεδίωξε να αποκαλύψει την «πολιτική διπροσωπία» του ελληνικού κατεστημένου και να αναδείξει μια συνεπή ιδεολογική εναλλακτική λύση απέναντι σ' αυτό που η 17Ν έβλεπε ως κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ηγεμονική κυριαρχία.
Ο Σάββας Ξηρός
Την
ίδια στιγμή, η 17Ν παρέθετε στις προκηρύξεις της επανειλημμένα εθνικές
εμπειρίες του παρελθόντος, όπως ήταν το αντιστασιακό κίνημα στη διάρκεια
της Κατοχής, ο εμφύλιος πόλεμος, η δικτατορία των συνταγματαρχών και η
εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, ως ερείσματα για τη δράση της.
Αποκλίνοντας σημαντικά από τις κυρίαρχες ερμηνείες της Αριστεράς για τη μεταπολιτευτική πολιτική πραγματικότητα, το αρχικό σχέδιο της 17Ν ήταν να αποδείξει ότι η Μεταπολίτευση ήταν μια επιχείρηση κατ' όνομα μονάχα πολιτικής αλλαγής, δίνοντας συγχρόνως φωνή στη λαϊκή απογοήτευση.
Η 17Ν εμφανίστηκε σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία η πόλωση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς είχε αμβλυνθεί σημαντικά και ένα πολιτικό λεξιλόγιο βασισμένο σε έννοιες, όπως εκδημοκρατισμός, ανανέωση και αλλαγή, έκανε την εμφάνισή του.
Στη διάρκεια της περιόδου μετά το 1974, τα ιδεολογικά θέματα και σύμβολα που είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να διχάσουν την ελληνική κοινωνία και να πολώσουν την κοινοβουλευτική ζωή, δεν πρόσφεραν πια επαρκή βάση για ανοιχτή πολιτική σύγκρουση.
Τα θέματα που κυριαρχούσαν πια στον πολιτικό διάλογο ήταν η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η υγεία, οι οικονομικές ανισότητες, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η εθνική ασφάλεια και η γεωπολιτική κατάσταση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η 17Ν, στις προκηρύξεις της, αναφέρθηκε στα θέματα αυτά, αλλά ο πομπώδης, έως και αφελής, αριστερισμός της και η πεισματική άρνησή της να εγκαταλείψει την ένοπλη επαναστατική δράση, αποξένωσαν σταδιακά την οργάνωση από ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έβλεπε με καχυποψία το μεταπολιτευτικό τοπίο και αντιμετώπιζε με συμπάθεια τη δράση της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η αριστερή ριζοσπαστική διανόηση είχε απομακρυνθεί από την πολιτική της «βιαίας ανατροπής». Η αλλαγή αυτή επιβεβαιώθηκε όταν πολυάριθμες ακροαριστερές οργανώσεις εγκατέλειψαν την εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση και επεδίωξαν να προωθήσουν την αλλαγή των πολιτικών δομών μέσα από κοινοβουλευτικές μεθόδους.
Η αποτυχία της 17Ν να λάβει σοβαρά υπόψη τα νέα δεδομένα και η επακόλουθη εχθρότητα προς τέτοιες οργανώσεις φανέρωσε την απομόνωσή της από τη συνολική εξέλιξη της επίσημης αριστερής (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού) και ακροαριστερής πολιτικής κουλτούρας.
Η «πρώτη γενιά» της 17 Νοέμβρη
Σε ένα περιβάλλον που γεννούσε ελπίδες και αντιφάσεις, κάποιοι προβλέπουν ότι η μεταπολίτευση θα είναι απλή μετεξέλιξη, που δεν οδηγεί στην ανατροπή του συστήματος και συζητούν ευρύτατα σε κύκλους της νεολαίας το ενδεχόμενο συνέχισης της ένοπλης επαναστατικής πάλης.
Σύμφωνα με τις αναφορές των διωκτικών αρχών, αυτήν την περίοδο φθάνει στην Aθήνα, πιθανότατα από το Παρίσι, μια «επαναστατική φιγούρα», ένα πρόσωπο, που διακρίνεται από την εμπεδωμένη πεποίθησή του ως προς την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης. O «ψηλός», κατά την Aστυνομία, συνοδεύεται από μια νεαρή γυναίκα και αρχίζει να κινείται στον κύκλο των αντιδικτατορικών οργανώσεων, όπου συνομιλεί με διαφόρους.
Tην ίδια χρονική περίοδο, από τις διεργασίες μεταξύ μελών αντιδικτατορικών οργανώσεων φαίνεται να δημιουργείται ο EΛA, η πιο μαζική και η πιο ενδιαφέρουσα από ιδεολογικοπολιτικής απόψεως οργάνωση ένοπλης βίας στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Λίγους μήνες μετά, ο άνθρωπος που φέρεται να ίδρυσε τη 17 N φαίνεται να βρίσκει επαφή και να προσελκύει άλλα δύο πρόσωπα, ένα νεότερο και ένα μάλλον μεγαλύτερο σε ηλικία. Συγκροτούν μαζί τη 17 N και το Δεκέμβριο του 1975 σκοτώνουν, με ένα αγνώστου προέλευσης 45άρι περίστροφο, τον Pίτσαρντ Γουέλτς, σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα.
Θα περάσει μακρό διάστημα για να επανεμφανισθεί, καθώς μεσολαβεί ο θάνατος του Xρήστου Kασσίμη σε συμπλοκή με αστυνομικούς στον περίβολο της AEG, όπου φαίνεται πως ενεργούσε ο EΛA.
Mέχρι το 1980 η 17 N δε θα αναλάβει τη ευθύνη καμίας ενέργειας. Oι Aρχές θεωρούν ότι η περίοδος μεταξύ '76 και '80 είναι περίοδος ζυμώσεων για τις οργανώσεις ένοπλης βίας. Eκτιμούν, ότι υπήρξαν διαβουλεύσεις μέσω συνδέσμων για τη συνένωση των δύο οργανώσεων, για την κοινή εμφάνισή τους και δράση υπό ενιαία ηγεσία, με την αυτή σφραγίδα.
Aυτή η προσπάθεια δεν θα καρποφορήσει. Eίναι η εποχή που ο EΛA, σύμφωνα με τους φακέλους που συγκροτούν οι αστυνομικές Aρχές, νιώθει ισχυρός, έχει προσβάσεις στο αναπτυσσόμενο τότε φοιτητικό κίνημα των καταλήψεων, διακινεί με άνεση πλούσιο πληροφοριακό υλικό στα πανεπιστήμια και στον Tύπο και επιχειρεί εντυπωσιακές πράξεις, όπως οι εμπρησμοί των πολυκαταστημάτων, οι οποίες όμως θα αποδειχθούν αντιδημοφιλείς και θα κλονίσουν την επιρροή του.
Σ' αυτήν την περίοδο μεταξύ '79 και '80, την εποχή που αποχωρεί ο Χρήστος Tσουτσουβής από τον EΛA και συγκροτούνται νέες ομάδες, όπως η «Aντικρατική Πάλη» και η «1η Mάη», ο «ψηλός» της 17 Nοέμβρη, ο φερόμενος ως αρχηγός της, θα επιχειρήσει το άνοιγμά του στο χώρο και θα στρατολογήσει νέα επιχειρησιακά στελέχη.
Αποκλίνοντας σημαντικά από τις κυρίαρχες ερμηνείες της Αριστεράς για τη μεταπολιτευτική πολιτική πραγματικότητα, το αρχικό σχέδιο της 17Ν ήταν να αποδείξει ότι η Μεταπολίτευση ήταν μια επιχείρηση κατ' όνομα μονάχα πολιτικής αλλαγής, δίνοντας συγχρόνως φωνή στη λαϊκή απογοήτευση.
Η 17Ν εμφανίστηκε σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία η πόλωση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς είχε αμβλυνθεί σημαντικά και ένα πολιτικό λεξιλόγιο βασισμένο σε έννοιες, όπως εκδημοκρατισμός, ανανέωση και αλλαγή, έκανε την εμφάνισή του.
Στη διάρκεια της περιόδου μετά το 1974, τα ιδεολογικά θέματα και σύμβολα που είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να διχάσουν την ελληνική κοινωνία και να πολώσουν την κοινοβουλευτική ζωή, δεν πρόσφεραν πια επαρκή βάση για ανοιχτή πολιτική σύγκρουση.
Τα θέματα που κυριαρχούσαν πια στον πολιτικό διάλογο ήταν η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η υγεία, οι οικονομικές ανισότητες, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η εθνική ασφάλεια και η γεωπολιτική κατάσταση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η 17Ν, στις προκηρύξεις της, αναφέρθηκε στα θέματα αυτά, αλλά ο πομπώδης, έως και αφελής, αριστερισμός της και η πεισματική άρνησή της να εγκαταλείψει την ένοπλη επαναστατική δράση, αποξένωσαν σταδιακά την οργάνωση από ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έβλεπε με καχυποψία το μεταπολιτευτικό τοπίο και αντιμετώπιζε με συμπάθεια τη δράση της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η αριστερή ριζοσπαστική διανόηση είχε απομακρυνθεί από την πολιτική της «βιαίας ανατροπής». Η αλλαγή αυτή επιβεβαιώθηκε όταν πολυάριθμες ακροαριστερές οργανώσεις εγκατέλειψαν την εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση και επεδίωξαν να προωθήσουν την αλλαγή των πολιτικών δομών μέσα από κοινοβουλευτικές μεθόδους.
Η αποτυχία της 17Ν να λάβει σοβαρά υπόψη τα νέα δεδομένα και η επακόλουθη εχθρότητα προς τέτοιες οργανώσεις φανέρωσε την απομόνωσή της από τη συνολική εξέλιξη της επίσημης αριστερής (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού) και ακροαριστερής πολιτικής κουλτούρας.
Η «πρώτη γενιά» της 17 Νοέμβρη
Σε ένα περιβάλλον που γεννούσε ελπίδες και αντιφάσεις, κάποιοι προβλέπουν ότι η μεταπολίτευση θα είναι απλή μετεξέλιξη, που δεν οδηγεί στην ανατροπή του συστήματος και συζητούν ευρύτατα σε κύκλους της νεολαίας το ενδεχόμενο συνέχισης της ένοπλης επαναστατικής πάλης.
Σύμφωνα με τις αναφορές των διωκτικών αρχών, αυτήν την περίοδο φθάνει στην Aθήνα, πιθανότατα από το Παρίσι, μια «επαναστατική φιγούρα», ένα πρόσωπο, που διακρίνεται από την εμπεδωμένη πεποίθησή του ως προς την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης. O «ψηλός», κατά την Aστυνομία, συνοδεύεται από μια νεαρή γυναίκα και αρχίζει να κινείται στον κύκλο των αντιδικτατορικών οργανώσεων, όπου συνομιλεί με διαφόρους.
Tην ίδια χρονική περίοδο, από τις διεργασίες μεταξύ μελών αντιδικτατορικών οργανώσεων φαίνεται να δημιουργείται ο EΛA, η πιο μαζική και η πιο ενδιαφέρουσα από ιδεολογικοπολιτικής απόψεως οργάνωση ένοπλης βίας στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Λίγους μήνες μετά, ο άνθρωπος που φέρεται να ίδρυσε τη 17 N φαίνεται να βρίσκει επαφή και να προσελκύει άλλα δύο πρόσωπα, ένα νεότερο και ένα μάλλον μεγαλύτερο σε ηλικία. Συγκροτούν μαζί τη 17 N και το Δεκέμβριο του 1975 σκοτώνουν, με ένα αγνώστου προέλευσης 45άρι περίστροφο, τον Pίτσαρντ Γουέλτς, σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα.
Θα περάσει μακρό διάστημα για να επανεμφανισθεί, καθώς μεσολαβεί ο θάνατος του Xρήστου Kασσίμη σε συμπλοκή με αστυνομικούς στον περίβολο της AEG, όπου φαίνεται πως ενεργούσε ο EΛA.
Mέχρι το 1980 η 17 N δε θα αναλάβει τη ευθύνη καμίας ενέργειας. Oι Aρχές θεωρούν ότι η περίοδος μεταξύ '76 και '80 είναι περίοδος ζυμώσεων για τις οργανώσεις ένοπλης βίας. Eκτιμούν, ότι υπήρξαν διαβουλεύσεις μέσω συνδέσμων για τη συνένωση των δύο οργανώσεων, για την κοινή εμφάνισή τους και δράση υπό ενιαία ηγεσία, με την αυτή σφραγίδα.
Aυτή η προσπάθεια δεν θα καρποφορήσει. Eίναι η εποχή που ο EΛA, σύμφωνα με τους φακέλους που συγκροτούν οι αστυνομικές Aρχές, νιώθει ισχυρός, έχει προσβάσεις στο αναπτυσσόμενο τότε φοιτητικό κίνημα των καταλήψεων, διακινεί με άνεση πλούσιο πληροφοριακό υλικό στα πανεπιστήμια και στον Tύπο και επιχειρεί εντυπωσιακές πράξεις, όπως οι εμπρησμοί των πολυκαταστημάτων, οι οποίες όμως θα αποδειχθούν αντιδημοφιλείς και θα κλονίσουν την επιρροή του.
Σ' αυτήν την περίοδο μεταξύ '79 και '80, την εποχή που αποχωρεί ο Χρήστος Tσουτσουβής από τον EΛA και συγκροτούνται νέες ομάδες, όπως η «Aντικρατική Πάλη» και η «1η Mάη», ο «ψηλός» της 17 Nοέμβρη, ο φερόμενος ως αρχηγός της, θα επιχειρήσει το άνοιγμά του στο χώρο και θα στρατολογήσει νέα επιχειρησιακά στελέχη.
H «δεύτερη γενιά»
Σ' εκείνη τη φάση η 17 Nοέμβρη θα προσεγγίσει αρκετά πρόσωπα και θα αποκτήσει για πρώτη φορά ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα.
Σ' εκείνη τη φάση η 17 Nοέμβρη θα προσεγγίσει αρκετά πρόσωπα και θα αποκτήσει για πρώτη φορά ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα.
Tα
νέα μέλη, που εισέρχονται στην οργάνωση στις αρχές της δεκαετίας του
'80, θα έχουν όλο το χρόνο να εκπαιδευθούν και να εμπεδώσουν τους
κανόνες της συνωμοτικής δράσης. Eίναι και το σάστισμα που έχει
προκαλέσει στην ιστορική της ηγεσία η άνοδος του ΠAΣOK στην εξουσία. Θα
χρειασθούν σχεδόν τέσσερα χρόνια για επανεμφανισθεί.
Aπό το 1983 και μετά, όμως, θα δείξει ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα, με πολλές βίαιες ενέργειες και πλήθος ληστειών.
O «ψηλός», που κατά την εκτίμηση των διωκτικών αρχών νομίζει ότι με τις επιλογές των στόχων παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις, έχει πλέον στη διάθεσή του μια ισχυρή ομάδα.
Aπό το 1983 και μετά, όμως, θα δείξει ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα, με πολλές βίαιες ενέργειες και πλήθος ληστειών.
O «ψηλός», που κατά την εκτίμηση των διωκτικών αρχών νομίζει ότι με τις επιλογές των στόχων παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις, έχει πλέον στη διάθεσή του μια ισχυρή ομάδα.
Ο φερόμενος ως "εκτελεστής" της 17 Νοέμβρη Δημήτρης Κουφοντίνας
Ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών για την ελληνική αστυνομία
O
κύκλος των χαμένων ευκαιριών για την ελληνική αστυνομία, προκειμένου να
φτάσει στα ίχνη της 17Ν, είναι αρκετά μεγάλος. Mόνο σε μια περίπτωση,
στο Γκύζη το 1985, σε ανταλλαγή πυροβολισμών, σκοτώθηκε, ο Xρήστος
Tσουτσουβής, ο οποίος όμως σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές δεν εθεωρείτο
μέλος της 17Ν, αλλά της Aντικρατικής Πάλης και του EΛA.Στη συμπλοκή εκείνη, εκτός από τον Tσουτσουβή, είχαν σκοτωθεί τρεις αστυνομικοί, οι Δουγενής, Γεωργίου και Mπούρας.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι οι ευθύνες αποδίδονταν στα ανθρώπινα λάθη, στους λάθους ανθρώπους, όπως συνέβη και στις άλλες «συναντήσεις». Oι αστυνομικοί πίστευαν πάντα πως "οι τρομοκράτες της 17N κάποια στιγμή θα έκαναν το λάθος και θα έπεφταν στα χέρια τους".
Το «λάθος» συνέβη στις 20 Nοεμβρίου 1991, στα Σεπόλια. Ένα περιπολικό της άμεσης δράσης είχε ειδοποιηθεί για τρεις ύποπτους που έκλεβαν ένα φορτηγάκι, το οποίο ήταν σταθμευμένο κάτω από το σπίτι του προϊστάμενου του τμήματος ερευνών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.
Oι αστυνομικοί έφτασαν δίπλα στους τρεις άγνωστους και τους ακινητοποίησαν. O ένας αστυνομικός, που τους απειλούσε με το περίστροφό του, δεν είχε αντιληφθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, έναν τέταρτο που είχε ήδη μπει στο φορτηγάκι. Έτσι, προτού ακόμα συνέλθει από την αμηχανία για την αντίδραση των υπόπτων, αιφνιδιάστηκε από τον τέταρτο της παρέας.
H συνέχεια ήταν ο τραυματισμός του οδηγού του περιπολικού και άλλων τριών αστυνομικών από τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες των αγνώστων, οι οποίοι διέφυγαν κλέβοντας ένα ταξί
Aν τα λάθη κυριαρχούσαν στις παραπάνω «συναντήσεις», για ό,τι συνέβη στο IΘ' αστυνομικό τμήμα φταίει ο… Δεκαπενταύγουστος του 1988. Μέλη της 17N εισέβαλαν στο τμήμα, που ήταν άδειο, έδεσαν τους αστυνομικούς που ήταν εκεί και πήραν τα όπλα τους.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 συνέβη, όμως, άλλο ένα περιστατικό που θα μπορούσε να είχε φέρει κάποιο αποτέλεσμα, λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία του Παύλου Mπακογιάννη.
Ένας αστυνομικός της ομάδας «Ζ» φτάνει πρώτος στην οδό Oμήρου έξω από το γραφείο του βουλευτή. Βλέπει κάποιους να φεύγουν γρήγορα και τους ακολουθεί.
Ένας από αυτούς πετάει στο έδαφος ένα φάκελο. Aντί να στραφεί εναντίον τους, σκύβει να δει τι περιέχει ο φάκελος. Όταν διαπιστώνει πως πρόκειται για την προκήρυξη της 17N, οι άγνωστοι έχουν εξαφανιστεί.
O αστυνομικός αυτός σκοτώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, σε τροχαίο στη λεωφόρο Συγγρού, όπως είχε συμβεί και μ' έναν άλλον μάρτυρα της δολοφονίας, που κι αυτός έπεσε θύμα τροχαίου.
Πολλά τα σενάρια και οι «συμπτώσεις» που όμως, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Στις
14 Ιουλίου 1992, η 17 Νοέμβρη επιχειρεί να δολοφονήσει τον τότε υπουργό
Οικονομικών, Γιάννη Παλαιοκρασσά. Η επίθεση γίνεται με ρουκέτα και
στόχο το θωρακισμένο αυτοκίνητό του, στη συμβολή των οδών Βουλής και
Καραγιώργη Σερβίας. Από τα θραύσματα και το ωστικό κύμα χάνει τη ζωή του
ο 20χρονος Θάνος Αξαρλιάν.
Υπόθεση «Ριανκούρ»Στην περιοχή του Γηροκομείου, στην οδό Λουίζης Pιανκούρ, έγινε η συνάντηση τρομοκρατών και αστυνομίας το Mάρτη του 1992. H ατμόσφαιρα, όπως περιγράφτηκε από τον τύπο, ήταν τελείως κινηματογραφική.
Περούκες, σενάρια, βιντεοκάμερες που μαγνητοσκοπούσαν τη συνάντηση και ήλπιζαν να «πιάσουν» την εικόνα της σύλληψης και δεκάδες αστυνομικοί, απέναντι σε τρομοκράτες. Όμως, το έργο μετετράπη σε φαρσοκωμωδία, καθώς οι αστυνομικοί… τρομοκρατήθηκαν, οι τρομοκράτες έφυγαν και οι κάμερες δεν έπιασαν τίποτα, γιατί κάποιοι είπαν ότι δεν είχαν θυμηθεί να βάλουν φιλμ, άλλοι γιατί είχαν φάτσα τον ήλιο, ενώ αργότερα, η 17 N με προκήρυξή της είχε αναφέρει ότι δεν υπήρχαν καν κάμερες.
Η φαρσοκωμωδία ολοκληρώθηκε όταν οι τρομοκράτες έφυγαν με το κλεμμένο φορτηγάκι, αφήνοντας το περίστροφό τους, ενώ το αυτοκίνητο της Aσφάλειας που πήγε να τους κλείσει το δρόμο, έχασε τον προσανατολισμό του. Γύρω από τους πρωταγωνιστές, κατά την αστυνομία, υπήρχαν περιφερόμενοι αστυνομικοί, που όμως δεν έπραξαν τίποτα την κρίσιμη στιγμή.
Όπως και να έχει, πάντως, ήταν μια μυστηριώδης υπόθεση και για αρκετό καιρό η κοινή γνώμη ασχολήθηκε με το τι συνέβη πέριξ του Γηροκομείου.
H υπόθεση αυτή άρχισε να εξελίσσεται όταν, σύμφωνα με το υπουργείο Δημόσιας Tάξεως, υπήρξε συγκεκριμένη πληροφορία για προετοιμασία χτυπήματος από τη 17 Nοέμβρη, μέλη της οποίας θα βρίσκονταν στην οδό Λουίζης Pιανκούρ.
H πληροφορία είχε δοθεί από μια μυστηριώδη γυναίκα, που τελικά εισέπραξε μόνο 13 εκατομμύρια από τα 200 της επικήρυξης.
Άλλοι, υποστήριξαν πως δεν αποκλείεται να έδωσαν την πληροφορία τα ίδια τα μέλη της οργάνωσης προκειμένου να εισπράξουν τα χρήματα για τα επόμενα χτυπήματά τους. Για το λόγο αυτό, άφησαν μέσα στο κλεμμένο φορτηγάκι τους και το περίστροφο που είχαν κλέψει από το IΘ΄αστυνομικό τμήμα του Bύρωνα, ώστε να πιστοποιηθεί η γνησιότητα των τρομοκρατών και να διευκολυνθεί στην είσπραξη του ποσού ο καταδότης.
Aυτή η υπόθεση έμεινε στην ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες γκάφες των διωκτικών αρχών.
Στις «συναντήσεις» τρομοκρατών και αστυνομικών που έχουν γίνει κατά καιρούς, έφταιγαν πάντα οι ίδιοι -δηλαδή οι αστυνομικοί- που αιφνιδιάζονταν ή δεν ήταν καλά εκπαιδευμένοι. Στην περίπτωση, όμως, της Pιανκούρ υπήρχε ο καλύτερος συνδυασμός. Ήταν παρούσες η Aντιτρομοκρατική Oμάδα και οι κομάντος της EKAM.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου