Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Εννιά χρόνια από το θαύμα! Που είναι σήμερα οι Euro 2004 πρωταγωνιστές;


Ήταν σαν σήμερα, 4 Ιουλίου του 2004, όταν η Εθνική μας ομάδα σήκωσε μετά τον τελικό με την Πορτογαλία στον ουρανό της Λισαβόνας το βαρύτιμο τρόπαιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, δημιουργώντας έτσι τη μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού.

Μια ομάδα αποτελούμενη από 23 παίκτες που κατάφεραν για περίπου ένα μήνα να
βρεθούν στο επίκεντρο της προσοχής όχι μόνο της ποδοσφαιρικής κοινής γνώμης της Γηραιάς Ηπείρου αλλά και ολόκληρου του πλανήτη, ολοκληρώνοντας το «θαύμα της Πορτογαλίας» έτσι ακριβώς όπως το άρχισαν, με νίκη επί της οικοδέσποινας.

Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση και η Εθνική μας ομάδα απέδειξε το καλοκαίρι του 2004 πως κατέκτησε επάξια την κορυφή της Ευρώπης γράφοντας με αυτόν τον τρόπο την τελευταία σελίδα ενός παραμυθιού βγαλμένου από τα πιο τρελά όνειρα κάθε Έλληνα φιλάθλου.

Ένα παραμύθι που είχε τον δικό του Γερμανό συγγραφέα, τον Ότο Ρεχάγκελ.
Ο «Όθωνας» ανέλαβε τη συγγραφή της ποδοσφαιρικής του εποποιίας το καλοκαίρι του 2001, έκανε τα δικά του… μαγικά, και μέσα σε μια τριετία μετέτρεψε την Εθνική μας σε ποδοσφαιρική σταχτοπούτα αφήνοντας άφωνους τους πάντες.

Για μια ομάδα που μέχρι και η πρόκρισή της στα τελικά του Euro έμοιαζε με πραγματικό θρίαμβο, για την κατάκτηση του τροπαίου δεν γινόταν ούτε λόγος. Πόσο μάλλον όταν το ταξίδι στα προκριματικά του Euro 2004 ξεκίνησε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Δύο αγώνες δύο ήττες.
Κι όμως, αυτή η ομάδα, κόντρα σε όλους και σε όλα το πίστεψε και άλλαξε τον ρουν της Ιστορίας μια για πάντα. Πετυχαίνοντας το απόλυτο στη συνέχεια του ομίλου με Ισπανία, Ουκρανία, Βόρεια Ιρλανδία και Αρμενία με αποκορύφωμα το επικό «διπλό» κόντρα στους εν ενεργεία πλέον πρωταθλητές κόσμου και Ευρώπης Ισπανούς!

Και κάπως έτσι, με ένα πέναλτι του Τσιάρτα στο τελευταίο μισάωρο του αγώνα με τη Βόρεια Ιρλανδία στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας η Εθνική μας πανηγύρισε την πρόκρισή της στα τελικά του Ευρωπαϊκού για δεύτερη φορά στην ιστορία της και πρώτη μετά το 1980…

Μα όπως αποδείχτηκε το ταξίδι είχε μόλις αρχίσει. Το πειρατικό… σάλπαρε για Πορτογαλία ο Ρεάγκελ σε ρόλο καπετάνιου επέλεξε το 23μελες πλήρωμά του και έριξε την πρώτη του κανονιά στις 12 Ιουνίου του 2004 στο Λιμάνι του Οπόρτο.
Με τον Καραγκούνη να «πυροβολεί» τον Ρικάρντο στο 7’ και τον Σεϊταρίδη να κερδίζει πέναλτι που αξιοποίησε ο Μπασινάς, η Ελλάδα έκανε το 2-0 και η φιέστα των διοργανωτών Πορτογάλων είχε αρχίσει να χαλάει για τα καλά. Το γκολ του Ρονάλντο στις καθυστερήσεις δεν ήταν αρκετό για να ανατρέψει την κατάσταση, το πρώτο δάκρυ έτρεξε για τον μικρό Κριστιάνο, ο θεός της μπάλας είχε πάρει την πρώτη του απόφαση και το πανηγύρι άρχισε να στήνεται στην Ελλάδα με κάθε επισημότητα!

Η συνέχεια όμως προμηνυόταν ακόμη πιο δύσκολη, μια και αντίπαλος ήταν η Ισπανία που επιζητούσε τη ρεβάνς για την ήττα στα προκριματικά. Το γκολ του Μοριέντες στην αρχή του αγώνα και η ασφυκτική πίεση των Ισπανών άρχισαν να μας προσγειώνουν σιγά σιγά, όμως η ώρα του Άγγελου της Εθνικής είχε φτάσει.
Έπειτα από σέντρα-διαβήτη του Τσιάρτα ο Χαριστέας «κάρφωσε» τον Κασίγιας πάρα την προσπάθεια του Πουγιόλ, «έγραψε» το 1-1, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι και το τελευταίο σφύριγμα παρά το σφυροκόπημα των Ισπανών.
Η πρόκριση ήταν πλέον κοντά, οι Έλληνες στην κερκίδα παραληρούσαν και το «σήκωσέ το…» είχε αρχίσει να δονεί την ατμόσφαιρα, κι ένα αυθόρμητο «ρε λες;» έβγαινε από μέσα μας…

Στο Φάρο της νότιας Πορτογαλίας έδωσε η Εθνική μας το σπουδαιότερο ματς στην ιστορία της –μέχρι το επόμενο– κόντρα στη Ρωσία.
Το ξεκίνημα όμως επεφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις στην Εθνική μας. Με τους Ρώσους να αγωνίζονται… σκυλιασμένοι παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη αποκλειστεί μείναμε πίσω στο σκορ με 0-2 και πριν προλάβουμε να επανέλθουμε, παραλίγο να δεχτούμε και τρίτο γκολ και το όνειρο να χαθεί μια για πάντα από τα πρώτα λεπτά του αγώνα…
Η Εθνική μας όμως βρήκε άμεσα τα πατήματά της, με τον Ότο να επιζητά ψυχραιμία από τον πάγκο και το γκολ του Βρύζα που έκανε το 1-2 έμοιαζε λυτρωτικό.
Το φάουλ που εκτέλεσε ο Τσιάρτας στο β’ ημίχρονο δοκίμασε τα αντανακλαστικά του Μαλαφέεφ την ώρα που το αποτέλεσμα στο Πορτογαλία-Ισπανία έστελνε την Εθνική μας στα προημιτελικά έστω και με ήττα με 1-2.
Η πρόκριση ήταν κοντά, και η καρδιά όλων μας πήγε κι ήρθε στην τελευταία φάση του αγώνα όταν έπειτα από παράλληλη μπαλιά στην εστία του Νικοπολίδη, η μπάλα πέρασε ξυστά από αμυντικούς και επιθετικούς και κατέληξε άουτ.
 Το σφύριγμα της λήξης ήταν γεγονός. Η Ελλάδα ήταν στις οκτώ καλύτερες ομάδες της Ευρώπης!
Απίστευτο!
«Ό,τι κι αν κάνουμε από εδώ και πέρα είναι κέρδος για εμάς, πετύχαμε ένα μεγάλο στόχο και πλέον θα απολαύσουμε τον προημιτελικό με τη Γαλλία», ήταν το σχόλιο των παικτών μετά τον αγώνα καθώς προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι είχαν πετύχει.

Η ώρα του προημιτελικού είχε έρθει και οι «τρικολόρ» του Ζινεντίν Ζιντάν και του Τιερί Ανρί φάνταζαν απροσπέλαστο τείχος.
Και πάλι όμως οι Έλληνες διεθνείς είχαν αντίθετη άποψη. Ο Ρεχάγκελ είχε την ιδιοφυή σκέψη να αφήσει τους παίκτες του να εφαρμόσουν αυτό που ήθελαν και έβλεπαν να βοηθά περισσότερο την Εθνική μας, βάζοντας το «εγώ» του κάτω από την ομάδα, στην ανάπαυλα του ημιχρόνου κι ενώ το σκορ ήταν 0-0.

Όσο η λευκή ισοπαλία έμενε, αυτό το αυθόρμητο «ρε λες» συνέχιζε να γεμίζει τις ελπίδες όλων των Ελλήνων φιλάθλων, μέχρι που η μπάλα πήγε στα πόδια του Ζαγοράκη, ο οποίος σαν άλλος… Βραζιλιάνος άσος άδειασε τον Λιζαραζού και έβγαλε σέντρα πάρε-βάλε για το κεφάλι του «Χάρι».
Ο Άγγελος της Εθνικής δεν άφησε περιθώρια στον Μπαρτέζ και το απίστευτο είχε αρχίσει να παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας!
 Ένα παρατεταμένο «γκοοοοοοοοολ» ακούστηκε μεμιάς σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους όταν πια η αναμέτρηση έληξε και η Εθνική μας ήταν στον ημιτελικό.

Όμως, το παραμύθι δεν είχε τελειώσει ακόμα.
 Η παρέα του Μπάρος, του Κόλερ και του μεγάλου Πάβελ Νέντβεντ μας περίμενε στον ημιτελικό με άγριες διαθέσεις. Οι έντεκα σύγχρονοι θεοί για τους οποίους μιλούσε προφητικά το πούλμαν της Εθνικής μας στην Πορτογαλία, μπήκαν δυναμικά στον αγωνιστικό χώρο θέλοντας να απολαύσουν την αναμέτρηση, αλλά από την πρώτη κιόλας φάση φάνηκε πως η βραδιά θα ήταν δύσκολη. Η μία ευκαιρία μετά την άλλη χανόταν για τους Τσέχους, με τον Νέντβεντ να καθοδηγεί με μαεστρία το παιχνίδι τους, ενοχλώντας το έργο που είχε εμπνευστή ο… θεός του ποδοσφαίρου. Και κάπου εκεί «αναγκάστηκε» να τον βγάλει από τη μέση!

Σε μια διεκδίκηση της μπάλας ο μακρυμάλλης Τσέχος χτύπησε άσχημα το πόδι του και τέθηκε νοκ άουτ.
Μεμιάς η ψυχολογία άλλαξε και η Εθνική μας αναθάρρησε κι άρχισε να βγαίνει δειλά δειλά από τα καρέ της.
 Ο «Όθωνας» έδινε το δικό του ρεσιτάλ από τον πάγκο και κάπως έτσι το 0-0 διατηρήθηκε μέχρι τέλους και οι δύο ομάδες θα έλυναν τις διαφορές τους στην παράταση. Κι αν θα περίμενε κανείς να δει εκεί την Εθνική μας να καταρρέει σωματικά λόγω έλλειψης δυνάμεων, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η ελπίδα της… ανέλπιστης επιτυχίας έδωσε φτερά στα πόδια των Ελλήνων παικτών και στα πρώτα λεπτά της παράτασης ο Γιαννακόπουλος έριξε την προειδοποιητική βολή στον Πετρ Τσεχ.

Λίγα λεπτά αργότερα, και για την ακρίβεια δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη του α’ ημιχρόνου της παράτασης η Εθνική μας κέρδισε κόρνερ. «Γκολ και φύγαμε για τελικό», σκέφτηκε όλη η Ελλάδα, μια και αν υπήρχε νικήτρια ομάδα στο ημίχρονο της παράτασης το ματς έληγε.
Ο Τσιάρτας ανέλαβε την εκτέλεση και οι Έλληνες πήραν θέση στην περιοχή του Τσεχ. «Φεύγοντας για το κόρνερ κοίταξα το ρολόι, ήταν 14 και 46 και είπα ας μπει τώρα», είπε αργότερα ο Δέλλας.
 Το κόρνερ του Τσιάρτα βρήκε ακριβώς το κεφάλι του Δέλλα στο ύψος της μικρής περιοχής και ο Τσεχ δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Ο «Κολοσσός», όπως τον έλεγε ο Ρεχάγκελ, μας είχε στείλει στον τελικό σκοράροντας πρώτη φορά στην καριέρα του με το εθνόσημο!
Οι Τσέχοι δεν πίστευαν στα μάτια τους.
 Ήμασταν στον τελικό και ήταν αλήθεια!

Η ημέρα του μεγάλου τελικού είχε φτάσει.
 Η ημέρα του ελληνικού αθλητισμού ήταν η 4η Ιουλίου του 2004. Στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, κόντρα στην οικοδέσποινα η Εθνική μας ομάδα θα διεκδικούσε το τρόπαιο της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Για τους Πορτογάλους ήταν το ιδανικό σενάριο. Είχαν φτάσει μέχρι τον τελικό στη διοργάνωση της έδρας τους, και θα αντιμετώπιζαν την αδύναμη στα μάτια τους Ελλάδα, την οποία και έμοιαζε απίθανο να υποτιμήσουν δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες…

Κι όμως! Με τη συνηθισμένη τακτική της η Εθνική μας ομάδα έκλεισε τους διαδρόμους προς τον Νικοπολίδη, εξουδετέρωσε αποτελεσματικά το μεγάλο αστέρι των Πορτογάλων, τον Λουίς Φίγκο και… χτύπησε με χειρουργική ακρίβεια στο 65’ και πάλι έπειτα από κόρνερ. Η συνεργασία ήταν… αγγελική με τον Άγγελο Μπασινά να σερβίρει και τον Άγγελο Χαριστέα να κάνει… του κεφαλιού του! Το χρονόμετρο της αντίστροφης μέτρησης είχε αρχίσει να μετρά. Ο χρόνος κυλούσε η ομάδα κράταγε γερά και το όνειρο ήταν όλο και πιο κοντά. «3… 2… 1… Έληξε!!! Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης!!!!»

Τρέλα! Οι χιλιάδες Έλληνες φίλαθλοι στην κερκίδα του Ντα Λουζ δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που συνέβαινε, καθώς ζητούσαν επιτακτικά από τον Θοδωρή Ζαγοράκη να σηκώσει την κούπα!

 Ο Εουσέμπιο μισοκλαίγοντας έδωσε το τρόπαιο στον μεγάλο αρχηγό κι εκείνος το σήκωσε ψηλά στον πορτογαλικό ουρανό σκορπώντας κύματα ενθουσιασμού σε κάθε άκρη του Ελληνισμού. «Έλληνες, βγείτε στους δρόμους» φώναξε ο… Ρεχακλής μετά το τέλος του ματς, ο οποίος έφτανε και πάλι στην κορυφή της Ευρώπης στο ίδιο γήπεδο όπως όταν ήταν προπονητής της Βέρντερ και ο γύρος του θριάμβου είχε αρχίσει την ώρα που ο Ρονάλντο και η παρέα έκλαιγε τη… μοίρα του.
Πορτογαλία «βάφτηκε» μεμιάς μπλε και η νύχτα έγινε μέρα στην Ελλάδα από τους πρωτοφανείς πανηγυρισμούς σε κάθε γωνιά της χώρας που σε λίγες εβδομάδες θα υποδεχόταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η 23άδα των Ελλήνων γνώρισε την αποθέωση κατά την άφιξή της στο αεροδρόμιο της Αθήνας και η αυτοκινητοπομπή την οδήγησε στο Καλλιμάρμαρο, όπου ακολούθησε αλησμόνητο γλέντι με καλεσμένους όλους τους Έλληνες.

Ήταν ο ομορφότερος ένας μήνας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού…
Από τότε πέρασαν ένα δύο τρία… εννέα χρόνια. Πέρασαν εννέα χρόνια που μας δείχνουν κάθε χρόνο και περισσότερο πόσο παραμυθένιο και ανεπανάληπτο ήταν όλο αυτό που ζήσαμε εκείνες τις ημέρες.

Πόσο μακριά από την γκρίζα πραγματικότητα των εποχών μας, μας οδήγησε και μας έκανε απίστευτα υπερήφανους έστω και στιγμιαία λέγοντας ένα «ευχαριστώ» σε όλη εκείνη την ομάδα για τις απίστευτες στιγμές που μας χάρισε.
Και για αυτό, όσα χρόνια κι αν περάσουν για μας που το ζήσαμε, οι μνήμες θα είναι πάντα ανεξίτηλες.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα…


Που είναι σήμερα οι Euro 2004 πρωταγωνιστές; 

απο τον Βασίλη Σαμπράκο

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τα τελευταία εννέα χρόνια, με πιάνει μια τρομερή, ακαταμάχητη μελαγχολία. Θυμάμαι πού με είχε βρει το πρωινό της 4ης Ιουλίου 2004 και τι έζησα στη διάρκεια του 24ωρου της και του επόμενου 24ώρου. Και μαλώνω πολύ τον εαυτό μου επειδή σκεφτόταν πολύ το “μετά” τον καιρό εκείνο και δεν με άφηνα να απολαύσω τις στιγμές όσο τους έπρεπε, όπως αξίζει σε στιγμές που ξέρει το μυαλό και η ψυχή ότι δεν πρόκειται να ξανασυναντήσει.

Τα πρώτα χρόνια μετά το 2004 έπιανα τον εαυτό μου πριν από όλα να νοσταλγεί τις στιγμές, την χαρά, την συγκίνηση, το πανηγύρι, την εθνική συνοχή, την “όλη η Ελλάδα μια παρέα” high light εικόνα που εντυπώθηκε μέσα μου από τη βραδιά της πρόκρισης στον τελικό, που την έζησα στην Αθήνα, και από το γλέντι της άφιξης του τροπαίου, το μεγαλύτερο γλέντι που θυμάμαι να έχω ζήσει στην Αθήνα, το μεγαλύτερο που μας έμελλε να ζήσουμε, όπως καλά έχουμε καταλάβει στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών.
Χρόνο με το χρόνο όμως οι εικόνες από τα πανηγύρια ξεθωριάζουν, φτάνω να τα βαριέμαι, να με ενοχλούν. Μένουν στο φόντο, για να έρθουν μπροστά όλες οι κουβέντες που έκανα τον καιρό εκείνο με τα παιδιά της Εθνικής, παιδιά της γενιάς μου στην πλειοψηφία τους, με τα οποία μεγάλωνα παράλληλα. Στην συντριπτική πλειονότητά τους ήταν εντελώς απαισιόδοξοι για το “μετά” του ελληνικού ποδοσφαίρου. Περίπου βέβαιοι ότι τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει, ότι στα σίγουρα η ευκαιρία θα περνούσε ανεκμετάλλευτη, ότι “δέκα χρόνια μετά θα συζητάμε και τίποτα δεν θα έχει αλλάξει”.

Εννέα χρόνια μετά κοιτάζω πίσω και λέω “πάλι καλά” που περισσότερα από τα μισά παιδιά του Euro 2004 είναι ακόμη στο ποδόσφαιρο.
Ζούμε σε μια περίοδο τέτοιας έκπτωσης απαιτήσεων και προσδοκιών.
Λέω “πάλι καλά” διότι τον καιρό του θριάμβου σκεφτόμουν ως εξαιρετικά πιθανό μετά από μια δεκαετία να έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παιδιά, απογοητευμένα από ένα ποδόσφαιρο που δεν άλλαξε, ένα ποδόσφαιρο που δεν προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει, να τα εκμεταλλευτεί ως αποστόλους για να διδάξει νέα μαθήματα και να αλλάξει, να γίνει ποδόσφαιρο της προκοπής, όχι αυτή η έκδοση που παίζεται εδώ.

Τέσσερις (Γιούρκας, Κατσουράνης, Καραγκούνης, Παπαδόπουλος) παίζουν ακόμη μπάλα, πιθανόν ακόμη δύο (Χαριστέας, Καφές) να συνεχίσουν να φορούν ποδοσφαιρικά. Τέσσερις ασχολούνται ήδη με την προπονητική (Νικοπολίδης, Βενετίδης, Δέλλας, Γιαννακόπουλος), άλλοι τρεις ασχολούνται με την τεχνική διεύθυνση συλλόγων (Νταμπίζας, Γεωργιάδης, Γκούμας), ένας επιχειρεί ως ατζέντης παικτών (Τσιάρτας), ένας - ευτυχώς - έμεινε “κολλημένος” με την Εθνική, την οποία πλέον βοηθά ως τεχνικός διευθυντής (Φύσσας). Δύο επιχείρησαν περίπου μάταια να αλλάξουν την μοίρα των αγαπημένων τους ομάδων ως πρόεδροι (Νικολαΐδης, Ζαγοράκης), ένας σήμερα εργάζεται ως πρόεδρος συλλόγου (Βρύζας). Αλλος προσπαθεί να βοηθήσει στον συνδικαλισμό των ποδοσφαιριστών (Χαλκιάς), άλλος αποφάσισε να ασχοληθεί με τις υποδομές, τα μικρά παιδιά (Λάκης).
Στην συντριπτική πλειονότητά τους αυτά τα παιδιά, που έγιναν trademarks του ελληνικού ποδοσφαίρου, κι ας είναι η επιτυχία τους τόσο ξένη με το ελληνικό ποδόσφαιρο, ευτυχώς δεν έχουν χάσει ακόμη τη διάθεση να ασχολούνται με την μπάλα και να προσπαθούν να προσφέρουν, να βοηθήσουν το ποδόσφαιρο να αλλάξει αντίληψη, να εξευρωπαϊστεί.

Μόνο ένας ιδιωτεύει συνειδητά, απαρνήθηκε πλήρως τα εγκόσμια του ποδοσφαίρου. Ο Μιχάλης Καψής κουράστηκε, έπαψε να ασχολείται, της είπε αντίο της μπάλας και άλλαξε ζωή, τόσο που να μην γνωρίζει καν ποιες είναι οι ομάδες που συμμετέχουν στο ελληνικό επαγγελματικό πρωτάθλημα.
Χωρίς να είμαι απόλυτος, πιθανολογώ ότι αυτός, όπως και ο Αγγελος Μπασινάς που τα τελευταία χρόνια ζει σε απόσταση από το ποδόσφαιρο, περνούν καλύτερα από τους υπόλοιπους.
 Διότι βάζουν λιγότερες τοξικές παραστάσεις μέσα τους. Απογοητεύονται λιγότερο. Ζουν λίγο ή περισσότερο μακριά από τα προβλήματα του ποδοσφαίρου.
Στεναχωριούνται λιγότερο.
 Διότι μπορεί να τα ακούν, να τα βλέπουν ή να τα διαβάζουν, αλλά τουλάχιστον δεν τα ζουν.

Πηγαίνοντας να βρω τη θέση μου στο “ντα Λουζ” της Λισσαβόνας το απόγευμα της 4ης Ιουλίου βρήκα κολλημένο ένα μαύρο μαντίλι, μια “calcada Portuguesa”, ένα σύμβολο της πορτογαλικής τέχνης, σουβενίρ των διοργανωτών προς τους θεατές του τελικού. Το είχα τότε πάρει ο κουτός για κακό σημάδι, κακό οιωνό για την εξέλιξη και την κατάληξη του τελικού. Που να ‘ξερα ότι ήταν σημάδι για τα μαύρα που έρχονταν, πρωτίστως στη ζωή και δευτερευόντως στο ποδόσφαιρο, αυτά που κρατούν μέχρι σήμερα και δεν ξέρω, όπως κανείς μας, πόσο ακόμη θα κρατήσουν.

Γυρίζω σήμερα και κοιτάζω στο σαλόνι της διοίκησης του ελληνικού ποδοσφαίρου, στα μπαλκόνια της υψηλής κοινωνίας του αθλήματος, να δω αν και ποιοι αντιμετωπίζουν με τον σεβασμό που τους πρέπει τα παιδιά του Euro 2004, ποιοι ανησυχούν για να τα εκμεταλλευτούν παντοιοτρόπως για να εξελίξουν το ποδόσφαιρο που διοικούν. Κι είναι μόνο ένας, ένας ομογενής, ο Ιβάν Σαββίδης που ακόμη θαμπώνεται, γοητεύεται ακόμη και μόνο από τη συναναστροφή με αυτά τα παιδιά και τα κυνηγάει, για να τα βάλει στον ΠΑΟΚ, σε όλα τα επίπεδά του.

Σε μια κανονική χώρα, η ίδια η διοίκηση του ποδοσφαίρου, η ίδια η Ομοσπονδία θα είχε φροντίσει να τα στείλει όλα αυτά τα παιδιά για σπουδές, για να πάρουν τεχνογνωσία, να συμπληρώσουν γνώση και εμπειρία στα πεδία που έχουν ελλείψεις, όπως αυτό της διοίκησης ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων και οργανισμών, για να τα φέρει πίσω και να τα βάλει μέσα της, να τους παραδώσει τα κλειδιά. 

Αυτό θα έκανε μια Ομοσπονδία, μια ποδοσφαιρική Ελλάδα που θα ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της.
 Σκεφθείτε αυτό, κάντε μετά μια βόλτα και ένα βιαστικό face control στην είσοδο της ΕΠΟ σε ένα επόμενο συμβούλιο ή μια γενική συνέλευσή της, δείτε ποιοι διοικούν, ποιοι αποφασίζουν, ποιοι επηρεάζουν, ποιοι τελικώς ορίζουν την τύχη του αθλήματος στην Ελλάδα και βάλτε τα κλάματα.
Οχι μόνο για τα περασμένα μεγαλεία, που διηγώντας τα στην Ελλάδα πάντα κλαις, αλλά και για αυτά που έρχονται. Το μαύρο μαντίλι του τελικού δεν θα στεγνώσει ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου