Πλησιάζουμε
την εκατοστή επέτειο από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914
και επικρατεί ανησυχία μεταξύ σχολιαστών και πολιτικών λόγω της
αστάθειας των σημερινών πολιτικών και οικονομικών ρυθμίσεων. Πράγματι, ο
πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, υποστήριξε πρόσφατα
ότι η αυξανόμενη πόλωση μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ευρώπη έχει γυρίσει
την ήπειρο έναν αιώνα πίσω.
Τα
διδάγματα του 1914 έχουν να κάνουν με πολλά περισσότερα από τους
κινδύνους των εθνικών εχθροτήτων. Η ρίζες του Μεγάλου Πολέμου
περιλαμβάνουν ένα συναρπαστικό προηγούμενο σχετικά με το πώς η
οικονομική παγκοσμιοποίηση μπορεί να μετατραπεί στο ισοδύναμο μίας
εθνικής κούρσας εξοπλισμών, αυξάνοντας έτσι την ευπάθεια της διεθνούς
τάξης.
Το 1907,
μια μεγάλη οικονομική κρίση, προερχόμενη από τις
Ηνωμένες Πολιτείες, επηρέασε τον υπόλοιπο πλανήτη και κατέδειξε την αστάθεια του συνόλου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ηνωμένες Πολιτείες, επηρέασε τον υπόλοιπο πλανήτη και κατέδειξε την αστάθεια του συνόλου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στο
κλασικό βιβλίο του 1873 με τίτλο «Lombard Street», ο Walter Bagehot
περιέργαψε το City του Λονδίνου ως «το μεγαλύτερο συνδυασμό οικονομικής
δύναμης και οικονομικής λεπτότητας που έχει δει ποτέ ο κόσμος». Σε μία
σημαίνουσα ερμηνεία, που διαδόθηκε από τον συγγραφέα, βουλευτή του
εργατικού κόμματος, και μελλοντικό κάτοχο του Νόμπελ Ειρήνης, Norman
Angell το 1910, η αλληλεξάρτηση της ολοένα και πιο περίπλοκης παγκόσμιας
οικονομίας ήταν αυτή που έκανε πόλεμο αδύνατο. Ωστόσο, το αντίθετο
συμπέρασμα ήταν εξίσου εύλογο: Λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της αστάθειας,
ένα μικρό στρίψιμο στους μοχλούς ελέγχου μπορεί να διευκολύνει μία
στρατιωτική νίκη από έναν οικονομικό ηγεμόνα.
Τα
επακόλουθα του Κραχ του 1907 οδήγησαν την ηγεμονική δύναμη της εποχής
–τη Μεγάλη Βρετανία- στο να προβληματιστεί σχετικά με το πώς θα μπορούσε
να χρησιμοποιήσει την οικονομική της επιρροή για να ενισχύσει τη
συνολική στρατηγική της ικανότητα. Αυτό είναι και το συμπέρασμα ενός
σπουδαίου πρόσφατου βιβλίου του Nicholas Lambert, της μελέτης του
βρετανικού οικονομικού σχεδιασμού και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με
τίτλο «Σχεδιάζοντας τον Αρμαγεδδών». Ο Lambert δείχνει πώς, παίρνοντας
μεγάλο στρατηγικό ρίσκο, η Βρετανία άρχισε να παντρεύει τη στρατιωτική
της –και ειδικότερα τη ναυτική της- κυριαρχία με την παγκόσμια
οικονομική της ηγεσία.
Μεταξύ
του 1905 και του 1908, το Βρετανικό Ναυαρχείο ανέπτυξε τις γενικές
γραμμές ενός σχεδίου για τον χρηματοπιστωτικό και οικονομικό πόλεμο
ενάντια στην ανερχόμενη δύναμη της Ευρώπης, την Γερμανία. Ο οικονομικός
πόλεμος, εάν εφαρμοζόταν ολοκληρωτικά, θα διέλυε το χρηματοπιστωτικό
σύστημα της Γερμανίας και θα απέκλειε οποιαδήποτε πιθανότητα
στρατιωτικής σύρραξης. Όταν οι οραματιστές του ναυτικού της Βρετανίας
αντιμετώπισαν έναν αντίπαλο με τη μορφή της Γερμανίας του Κάιζερ,
κατάλαβαν πως η εξουσία μπορούσε να ευδοκιμήσει πάνω στην οικονομική
αστάθεια.
Η
Βρετανία προ του 1914 ανέμενε τη συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα
η οποία συνδέει σήμερα τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Google, η Apple, ή
η Verizon, με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Οι τράπεζες του Λονδίνου
εγγυήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου· η Lloyds
εξασφάλισε εγγυήσεις για την παγκόσμια ναυτιλία. Τα χρηματοοικονομικά
αυτά δίκτυα παρείχαν τις πληροφορίες που επέτρεψαν στη βρετανική
κυβέρνηση να ανακαλύψει τα ευαίσθητα, τρωτά στρατηγικά σημεία της
αντίπαλης συμμαχίας.
Για τους
αντιπάλους της Βρετανίας, ο οικονομικός πανικός του 1907, κατέδειξε την
αναγκαιότητα της κινητοποίησης της οικονομικής δύναμης από τους ίδιους.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ, αναγνώρισαν ότι χρειάζονταν μία κεντρική
τράπεζα ανάλογη με την Τράπεζα της Αγγλίας.
Οι
Αμερικανοί χρηματοδότες πείστηκαν ότι η Νέα Υόρκη χρειαζόταν να
αναπτύξει το δικό της εμπορικό σύστημα συναλλαγών ώστε να διαχειρίζεται
συναλλαγματικές με τον ίδιο τρόπο όπως και η αγορά του Λονδίνου, και να
οργανώνει τη νομισματοποίηση τους (ή την «αποδοχή» τους).
Το
σημαντικότερο πρόσωπο που πίεσε για την ανάπτυξη μίας αμερικανής αγοράς
αποδοχής, ήταν ο Paul Warburg, ο μετανάστης, νεότερος αδερφός ενός
μεγάλου τραπεζίτη του Αμβούργου ο οποίος ήταν προσωπικός σύμβουλος του
Κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμου Β’.
Οι
αδερφοί Warburg, Max και Paul, ήταν ένα διατλαντικό «δίδυμο», το οποίο
πίεσε ενεργά για την καθιέρωση γερμανο-αμερικανικών θεσμικών οργάνων τα
οποία θα προσέφεραν μία εναλλακτική λύση στο βρετανικό βιομηχανικό και
οικονομικό μονοπώλιο. Οι αδερφοί ήταν πεπεισμένοι ότι η Γερμανία και οι
ΗΠΑ θα γίνονταν όλο και ισχυρότερες χρόνο με το χρόνο, ενώ η βρετανική
ισχύς θα μειωνόταν.
Μέρος της
δυναμικής του οικονομικού κόσμου προ του 1914 επιστρέφει και πάλι στην
επιφάνεια. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εμφανίζονται τόσο ως επικίνδυνα όπλα μαζικής
οικονομικής καταστροφής, όσο και ως εν δυνάμει μέσα για την εφαρμογή της
εθνικής εξουσίας.
Κατά τη
διαχείριση της κρίσης του 2008, η εξάρτηση των ξένων τραπεζών στην
χρηματοδότηση σε αμερικανικό δολάριο αποτέλεσε σημαντική αδυναμία, και
απαίτησε την παροχή μεγάλων γραμμών ανταλλαγής με την Ομοσπονδιακή
Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Η αντιμετώπιση αυτού του ελαττώματος απαιτεί την
επανεθνικοποίηση των τραπεζών, και τη διαίρεση των δραστηριοτήτων των
μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Για τους
Ευρωπαίους τραπεζίτες, και για ορισμένες κυβερνήσεις, οι τρέχουσες
προσπάθειες των ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την προσέγγισή τους ως προς τη
λειτουργία των ξένων θυγατρικών τραπεζών εντός του εδάφους τους,
υπογραμμίζουν την επιτακτική αυτή ανάγκη. Βλέπουν την κίνηση των ΗΠΑ ως
ένα νέο είδους οικονομικού προστατευτισμού και απειλούν με αντίποινα.
Η
γεωπολιτική επιβάλλει την παρουσία της στην τραπεζική πρακτική και σε
άλλα μέρη. Οι ρωσικές τράπεζες προσπαθούν να αποκτήσουν περιουσιακά
στοιχεία στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες
παίζουν πολύ μικρότερο ρόλο στις ασιατικές εμπορικές συναλλαγές. Οι
κινεζικές τράπεζες ωθούνται στο να επεκτείνουν το ρόλο τους στο
παγκόσμιο εμπόριο. Πολλές χώρες έχουν αρχίσει να βλέπουν τον οικονομικό
προστατευτισμό ως έναν τρόπο για να αυξήσουν την πολιτική τους επιρροή.
Το
επόμενο βήμα σε αυτού του είδους τη λογική, είναι να σκεφτεί κανείς το
πώς μία οικονομική δύναμη μπορεί να κατευθυνθεί προς το εθνικό συμφέρον
στην περίπτωση μίας διπλωματικής διένεξης. Οι κυρώσεις είναι πλέον
ζήτημα ρουτίνας (και δεν είναι τρομερά επιτυχημένες) ως μέρος της πίεσης
που ασκείται στα «κράτη-παρίες» όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα.
Ωστόσο, η οικονομική πίεση μπορεί να εφαρμοστεί πολύ πιο δυναμικά σε
χώρες οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες στην παγκόσμια οικονομία.
Το 1907,
στον απόηχο μίας ιστορικής οικονομικής κρίσης, η οποία σχεδόν επέφερε
την ολοκληρωτική παγκόσμια κατάρρευση, αρκετές χώρες άρχισαν να
σκέφτονται την οικονομία, κυρίως ως ένα μέσο ωμής δύναμης το οποίο
μπορεί και οφείλει να μετατραπεί σε εθνικό πλεονέκτημα. Αυτή η νοοτροπία
οδήγησε και στον πόλεμο το 1913. Έναν αιώνα αργότερα, το 2007-2008, ο
κόσμος βίωσε ένα ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό σοκ, και τα εθνικιστικά
αισθήματα έχουν ανάψει και πάλι στο πέρασμά του. Σύντομα μπορεί να
ακολουθήσουν και οι καταστροφικές στρατηγικές.
απο το sofokleous10.gr
απο το sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου