Η
πρωσική κυβέρνηση της Γερμανίας τάσσεται ήδη υπέρ της δήμευσης
καταθέσεων ύψους 8%, στην περίπτωση τυχόν ανάγκης διάσωσης των
ευρωπαϊκών τραπεζών στο μέλλον - κατά το «δεδικασμένο» της δολοφονίας
της Κύπρου, αδιαφορώντας για τραπεζικές επιθέσεις...
Στα πλαίσια αυτά, αφενός μεν εμφανίζονται πολιτικά κόμματα, τα οποία ζητούν την επιστροφή της χώρας στο εθνικό νόμισμα, αφετέρου η κυβέρνηση επεξεργάζεται μυστικά ανάλογα σχέδια, για ώρα ανάγκης (ανάλυση μας) – ενώ όλο και περισσότεροι Γερμανοί επιθυμούν την έξοδο από την Ευρωζώνη.
“Οι
χρηματοοικονομικές κρίσεις μπορούν να καταστρέψουν, μέσα σε λίγες μόνο
ημέρες ή εβδομάδες, τους καρπούς πολυετών προσπαθειών. Εμφανίζονται δε όπως το φαινόμενο El Nino: απρόβλεπτα, καταστροφικά και
ανεξέλεγκτα, σαν τον τυφώνα που παρασύρει όλα όσα δεν έχουν χτιστεί σε στέρεες βάσεις.
ανεξέλεγκτα, σαν τον τυφώνα που παρασύρει όλα όσα δεν έχουν χτιστεί σε στέρεες βάσεις.
Η
περιορισμένη εμβέλεια τώρα των ανθρωπίνων κοινωνιών, καθώς επίσης οι
«ρυθμοί σαλιγκαριού» που κυριαρχούν στα πλαίσια των δημοκρατικών δομών (ειδικά σε πολιτεύματα άμεσης δημοκρατίας, όπως το ελβετικό, το οποίο κατηγορείται για αδυναμία λήψης γρήγορων αποφάσεων),
δεν έχουν καμία δυνατότητα, στον ταχύτατο κόσμο των χρηματιστηρίων – τα
οποία, αν και διατηρούνται στο απυρόβλητο, είναι οι πραγματικοί
ηγεμόνες των αγορών.
Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι Παγκοσμιοποίηση ή Δημοκρατία –
με τους σημερινούς κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης να είναι τα κρυφά
(Η.Π.Α.) ή εμφανή (Κίνα, Σιγκαπούρη κλπ.) απολυταρχικά καθεστώτα” (J.Huffschmid με παρεμβάσεις).
Άρθρο
Όπως διαβάσαμε σε μία ενδιαφέρουσα ανάλυση, ορισμένα άτομα ή οργανώσεις οδηγούνται στο δικαστήριο, όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά – όταν
δηλαδή δεν εξελίσσεται θετικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει «αντιδικία»,
σχετικά με το ποιος είναι υπεύθυνος για τις ζημίες που προκλήθηκαν.
Στην
περίπτωση όμως της προσφυγής στο γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, το
οποίο όφειλε να ελέγξει την ορθότητα ή μη του προγράμματος επαναγοράς
ομολόγων της ΕΚΤ (OMT – Outright Monetary Transactions), η διαδικασία δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με τα παραπάνω κριτήρια – αφού «εκδικάσθηκε» το πλέον επιτυχημένο νομισματικό μέτρο των τελευταίων δεκαετιών παγκοσμίως.
Ειδικότερα, η εξαγγελία του προγράμματος τον Ιούλιο του 2012, μείωσε τα επιτόκια δανεισμού κρατών και επιχειρήσεων,οδηγώντας στην αντιστροφή των ροών του χρήματος, από το Βορά στο Νότο –
με αποτέλεσμα να οδηγηθούν ιδιωτικά κεφάλαια στις χώρες της
περιφέρειας, οι οποίες τα είχαν απόλυτη ανάγκη (μία κατάσταση που
δυστυχώς αντιστρέφεται ξανά, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση
των spreads στην περιφέρεια, την πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών κλπ.
– γεγονότα εξαιρετικά επικίνδυνα για την Ελλάδα, η οποία δεν έχει ακόμη
ολοκληρώσει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, ενώ εμφανίζει ξανά
προβλήματα εξυπηρέτησης του δανεισμού της).
Αναμφίβολα, εάν δεν είχε λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση η ΕΚΤ, η Ισπανία θα ήταν ήδη θύμα του μηχανισμού στήριξης -
ενώ η Ιταλία, η οποία είναι πολύ μεγάλη για να διασωθεί, με δημόσιο
χρέος που ξεπερνάει τα 2 τρις €, θα είχε μάλλον χρεοκοπήσει (ένας
κίνδυνος που συνεχίζει φυσικά να υπάρχει).
Επομένως, η ενέργεια της ΕΚΤ «ελάφρυνε» σε κάποιο βαθμό τις τεράστιες πιέσεις της βαθειάς ύφεσης στις χώρες του Νότου – ενώ ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης, καθώς επίσης στο κοινό νόμισμα.
Το σημαντικότερο δε όλων, χωρίς κόστος – αφού όλα
αυτά συνέβησαν, επειδή ο διοικητής της ΕΚΤ απλά ανακοίνωσε πως θα κάνει
ότι είναι απαραίτητο, για την ενίσχυση του νομίσματος. Μεταξύ
άλλων, αγοράζοντας ομόλογα εκείνων των χωρών, οι οποίες θα το ζητούσαν -
αναλαμβάνοντας την υποχρέωση υιοθέτησης αυστηρών δημοσιονομικών μέτρων.
Εν τούτοις, καμία χώρα μέχρι σήμερα δεν ζήτησε κάτι τέτοιο – οπότε η στήριξη του νομίσματος εκ μέρους της ΕΚΤ δεν έχει κοστίσει ουσιαστικά απολύτως τίποτα.
Παρά το ότι όμως η επιτυχία του προγράμματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πλέον τεκμηριωμένη, ευρίσκεται στο «στόχαστρο» της γερμανικής κοινής γνώμης, των πολιτικών κομμάτων, καθώς επίσης αρκετών οικονομολόγων της χώρας.
Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη δημοσκόπηση, μόνο το 35% των Γερμανών
πολιτών θεωρούν σωστό το πρόγραμμα της ΕΚΤ – ενώ η συντριπτική
πλειοψηφία το απορρίπτει.
Η απορία λοιπόν που δημιουργείται είναι γιατί κάποιος, ειδικά ένας Ευρωπαίος, να τοποθετείται εναντίον ενός «νομισματικού» προγράμματος,
καλώντας το ανώτατο δικαστήριο να αποφασίσει, όταν το πρόγραμμα αυτό
συνέβαλλε τεκμηριωμένα τα μέγιστα, στη διάσωση του κοινού νομίσματος;
Οι
Γερμανοί, οι οποίοι είναι αντίθετοι με την υιοθέτηση του προγράμματος
της ΕΚΤ (με την πρωσική κυβέρνηση τους να τάσσεται ήδη υπέρ της δήμευσης
καταθέσεων ύψους 8%, στην περίπτωση τυχόν ανάγκης διάσωσης των τραπεζών στο μέλλον, κατά το δεδικασμένο της δολοφονίας της Κύπρου),
τεκμηριώνουν τη θέση τους με το ότι, δεν πρόκειται για νομισματικό
μέτρο, αλλά για δημοσιονομικό – οπότε απαγορεύεται από την κοινοτική
νομοθεσία να το αποφασίσει η ΕΚΤ.
Σκοπός του μέτρου αυτού, πάντοτε κατά τους Γερμανούς, είναι η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των χρεοκοπημένων, ανεπαρκών και ανίκανων κυβερνήσεων ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης –
όπως της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας κλπ. Παράλληλα, θεωρούν ότι
δεν ανήκει στις δικαιοδοσίες της ΕΚΤ η διάσωση του ευρώ, καθώς επίσης η
δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων, οι οποίες θα εμπόδιζαν την έξοδο
κάποιων χωρών από την Ευρωζώνη.
Οι αντιδράσεις της Γερμανίας εκπλήσσουν ιδιαίτερα, λόγω του ότι η χώρα είναι η κυρίως ωφελημένη από το πρόγραμμα που ανακοίνωσε η ΕΚΤ –
αφενός μεν λόγω των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της (έχει
εξοικονομήσει περί τα 100 δις € από τόκους), αφετέρου επειδή μειώθηκε
σημαντικά το ρίσκο της, όσον αφορά τις απαιτήσεις της κεντρικής της
τράπεζας από το σύστημα Target II της ΕΚΤ, παρά τη βαθειά ύφεση (η ΕΚΤ
όφειλε περί τα 700 δις € στη γερμανική κεντρική τράπεζα, έχοντας
αντίστοιχες απαιτήσεις από τις χώρες του Νότου).
Κατά πολλούς λοιπόν, οι αντιδράσεις της Γερμανίας φαίνονται μαζοχιστικές –
αφού τα πλεονεκτήματα της από την υιοθέτηση του προγράμματος OMT είναι
κάτι περισσότερο από θετικά. Γιατί λοιπόν τοποθετείται εναντίον;
Μία πρώτη αιτία, κατά τους Γερμανούς ειδικούς, είναι η επιμονή της χώρας παραδοσιακά σε μία πολιτική «τάξης» -
σταθερών κανόνων δηλαδή, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται προτεσταντικά
(επιβολή τιμωρίας), πιστά και ακριβώς όπως είναι, έχοντας απόλυτη
προτεραιότητα σε σχέση με αποφάσεις, οι οποίες ζυγίζουν κάθε φορά τα
δεδομένα.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη λογική, την οποία δεν είναι εύκολο να κατακρίνει κανείς, η επιτυχία μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα ανικανότητα, εάν επιτυγχάνεται με «αμφισβητήσιμα» μέσα - με «μη καθαρά» εργαλεία.
Μία
δεύτερη αιτία είναι η αυξανόμενη καχυποψία των Γερμανών, απέναντι στην
Ευρώπη και στους Θεσμούς της - η οποία είναι πλέον εξαιρετικά μεγάλη,
εντός της πνευματικής της ελίτ. Σαν αποτέλεσμα λοιπόν της έλλειψης
εμπιστοσύνης προς την Ευρώπη και τους Θεσμούς της, κάθε καινούργιο πολιτικό μέτρο, κάθε νέα απόφαση που λαμβάνεται, αντιμετωπίζεται ως μία συνωμοσία - η οποία έχει απώτερο στόχο την κλοπή των χρημάτων των Γερμανών πολιτών.
Στα πλαίσια αυτά, αφενός μεν εμφανίζονται πολιτικά κόμματα, τα οποία ζητούν την επιστροφή της χώρας στο εθνικό νόμισμα, αφετέρου η κυβέρνηση επεξεργάζεται μυστικά ανάλογα σχέδια, για ώρα ανάγκης (ανάλυση μας) – ενώ όλο και περισσότεροι Γερμανοί επιθυμούν την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ασφαλώς το ότι, η ευχή τους θα μπορούσε να εκπληρωθεί –
αφού η εχθρική στάση τους απέναντι στο ευρώ, «συνεπικουρούμενη» από την
αντίστοιχη σε πολλές άλλες χώρες (Ιταλία, Ελλάδα κλπ.), θα προκαλέσει,
αργά ή γρήγορα, την κατάρρευση της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, εάν κάποια στιγμή τεθούν εμπόδια στην ΕΚΤ, όσον αφορά τη λήψη «αντισυμβατικών» μέτρων, οι χρηματαγορές θα αντιδράσουν εξαιρετικά βίαια – επαναφέροντας την Ευρώπη στο καθεστώς του προηγουμένου καλοκαιριού.
Σε μία
τέτοια περίπτωση, χωρίς έναν πολιτικό θεσμό, ο οποίος να μπορεί να
αναλαμβάνει την κεντρική διοίκηση, τουλάχιστον σε ώρα ανάγκης, θα χρεοκοπήσουν αναμφίβολα πολλές χώρες – με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ύφεση στην Ευρώπη, παρασέρνοντας στη δίνη της ακόμη και τις υγιείς οικονομίες.
Σαν αποτέλεσμα μίας τέτοιας διαδικασίας, η εμπιστοσύνη στην ευρωπαϊκή ιδέα θα καταρρεύσει εντελώς – με τον εφιάλτη της ανεξέλεγκτης διάλυσης της να γίνεται πραγματικότητα.
Ολοκληρώνοντας, είναι πράγματι πολύ περίεργο να υιοθετείται συλλογικά μία τόσο εχθρική στάση, απέναντι σε ένα κοινό νόμισμα - τόσο από τις χώρες που ζημιώνονται, όσο και από αυτές που επωφελούνται.
Ίσως ακόμη πιο παράδοξο είναι το ότι, ο βασικός εχθρός του ευρώ σήμερα είναι η Γερμανία – η χώρα που κερδίζει τα περισσότερα, από κάθε πλευρά (χαμηλή
ισοτιμία του νομίσματος, αύξηση των εξαγωγών, εξοικονόμηση επιτοκίων,
μετατροπή των χωρών της περιφέρειας σε προτεκτοράτα, αυξημένο κρίσιμο
μέγεθος για να επιβιώσει στην παγκοσμιοποίηση κλπ.).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κρίνοντας
από τα παραπάνω, πρέπει ασφαλώς να έχουμε εναλλακτικά σχέδια
- συνειδητοποιώντας όμως πόσο κοστίζουν και παίρνοντας υπεύθυνες
αποφάσεις. Ένα από αυτά είναι σίγουρα η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα – η υποτίμηση του οποίου, σε συνδυασμό με το μη μετατρέψιμο σε δραχμές, «ενυπόθηκο» πλέον εξωτερικό χρέος μας, θα δημιουργούσε συνθήκες «σοκ και δέους» στην οικονομία μας, «στέλνοντας» πολλούς Έλληνες στην απόλυτη εξαθλίωση.
Χωρίς να
θέλουμε φυσικά να τρομάξουμε κανέναν, αφού δεν είμαστε δογματικά υπέρ ή
κατά του ευρώ, αλλά με την πλευρά της Ελλάδας, έχουμε την άποψη ότι, οι
συνθήκες που προαναφέραμε δεν θα έχουν καμία σχέση με τις πραγματικά
πολύ επώδυνες καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα – θα είναι κατά πολύ χειρότερες.
Εάν μη τι άλλο, θα ακολουθούσαν μία καταστροφική ύφεση έξι σχεδόν ετών,
η οποία έχει εκτοξεύσει την ανεργία στα ύψη, έχει χρεοκοπήσει χιλιάδες
επιχειρήσεις, ενώ έχει εξαθλιώσει ένα σημαντικό μέρος των Ελλήνων.
Μακροπρόθεσμα βέβαια οι εξελίξεις θα μπορούσαν να είναι θετικές – αφού προηγουμένως όμως πληρωθεί ένα υπέρογκο τίμημα και
χωρίς να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τους γεωπολιτικούς κινδύνους
ενός τέτοιου εγχειρήματος (ειδικά όταν οι κλιματικές και λοιπές συνθήκες
οδηγήσουν σε μαζική μετανάστευση πάμπτωχους λαούς, με πιθανή κατεύθυνση
την Ευρώπη και με καθόλου ειρηνικές διαθέσεις).
Με δεδομένο δε το ότι, μία τέτοια λύση προτείνεται συνεχώς, μετά μανίας θα λέγαμε από την αγγλοσαξονική πλευρά, καθώς επίσης από την, δήθεν ή μη, επαναστατική αριστερά (πλέον και από την ακροδεξιά), οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα καχύποπτοι –
αν και μάλλον για τη δραχμή μας προορίζουν, κρίνοντας από τα πρόσφατα
αδικαιολόγητα, τεράστια σφάλματα της κυβέρνησης, ακριβώς τότε που άρχισε
να φαίνεται μία αχτίδα φωτός στον ορίζοντα της Ελλάδας.
Κλείνοντας, αν και «κατηγορούμαστε» ότι επιλέγουμε την «ηθική του χρέους», αφού τασσόμαστε υπέρ της ολοσχερούς εξόφλησης του (με
την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής με χαμηλά επιτόκια, παράλληλα με
την απαίτηση πληρωμής του πολεμικού χρέους της Γερμανίας απέναντι μας,
καθώς επίσης το λογιστικό έλεγχο του), θεωρούμε ότι,
(α) αφενός μεν δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, δημαγωγούν ασύστολα όσοι αναφέρονται σε σεισάχθεια, ενώ τα ανταλλάγματα τυχόν διαγραφών θα ήταν δυσανάλογα - όπως διαπιστώθηκε από το PSI (απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, αγγλικό δίκαιο, επιθετική, μονομερής λιτότητα κλπ.), αφετέρου
(β) δεν μπορεί να επιθυμεί κανείς επιλεκτικά την εφαρμογή του διεθνούς Δικαίου, το οποίο προφυλάσσει κυρίως τις μικρότερες χώρες, από την επιβολή του νόμου του ισχυρότερου.
ΥΓ: Αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση στην Ευρώπη ότι, η Τρόικα απέτυχε «εφ’ όλης της ύλης» - ότι το «Βατερλό» του ΔΝΤ ήταν η Ελλάδα την οποία, αν και το ίδιο επέλεξε ως «πύλη εισόδου του» στην Ευρωζώνη (σενάριο), την κατάστρεψε με τα απίστευτα λάθη του.
Έχουμε λοιπόν μία μοναδική ίσως ευκαιρία να εκδιώξουμε τους εισβολείς από την πατρίδα μας – μία ελπίδα που φαίνεται δυστυχώς να «διεμβολίζουμε» μόνοι μας, επιμένοντας να είμαστε διαιρεμένοι, εγωκεντρικοί, αιθεροβάμονες και αυτοκαταστροφικοί.
Εάν δε επιμείνουμε σε ισχυρισμούς του τύπου «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»,
οδηγώντας τη χώρα βίαια σε εκλογές (βίαια, αφού η πλειοψηφία τις
«αποκηρύσσει»), η επόμενη κυβέρνηση θα αναγκασθεί να διαχειριστεί το
χάος.
Αθήνα, 24. Ιουνίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου