Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Φίλοι στη Θεσσαλονίκη μού εξηγούσαν πριν από πολύ καιρό ότι το πάρτι στο Δήμο Θεσσαλονίκης επί των ημερών του δημάρχου Παπαγεωργόπουλου υπήρξε χωρίς μέτρο. Δεν έχω λόγους να αμφιβάλω.
Τον έτερο
καταδικασμένο, τον κ. Παναγιώτη Σαξώνη, τον θυμάμαι ως παράγοντα του
μπάσκετ της Θεσσαλονίκης, ιδιοκτήτη και μεγαλομέτοχο του Πανοράματος,
αλλά και ως παράγοντα της νύχτας της συμπρωτεύουσας, αφού εμφανίζονταν
ως κάτοχος (ή μήπως διαχειριστής) κάποιων μαγαζιών που γνώρισαν μεγάλα
σουξέ.
Θυμάμαι ακόμα ιστορίες φίλων που μιλούσαν για τον Σαξώνη με
απορία και θαυμασμό: ήταν καλοπληρωτής και μάλιστα τόσο καλοπληρωτής,
ώστε ποτέ κανείς δεν ρώταγε που έβρισκε τα χρήματα που πλήρωνε ντούκου.
Για κάποιον παράξενο, αλλά όχι και μυστήριο λόγο, αθλητισμός, μπουζούκια
και πολιτική στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης συναντιόντουσαν συχνά.
Διαβάζω
τις τελευταίες μέρες διάφορα για την καταδίκη του πρώην δημάρχου
Θεσσαλονίκης – υπερβολικά ή άκαιρα ή μετριοπαθή ή ακόμα και λανθασμένα,
όλα τα σχόλια που ακολουθούν την καταδίκη είναι χρήσιμα μόνο αν
δημιουργήσουν ένα προβληματισμό για το γιατί κάποιον επιλογών μας.
Στην
προκειμένη περίπτωση – πιο πολύ και από την καταδίκη του Δημάρχου –
αξίζει να προβληματιστούμε για την επιλογή του, δηλαδή την επιλογή μας.
Για ποιο λόγο ένας άνθρωπος σαν τον Παπαγεωργόπουλο έφτασε να γίνει
δήμαρχος Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας μάλιστα τρεις φορές το Δήμο - αυτή
είναι κατά τη γνώμη μου η σωστή ερώτηση.
Και ο προβληματισμός δεν έχει
να κάνει με το συνηθισμένο αυτομαστίγωμα στο οποίο τελευταία εντέχνως
οδηγούμαστε («φταίμε όλοι», «εμείς τους ψηφίζουμε», «μαζί τα φάγαμε»
κτλ), αλλά με την ίδια την εποχή που προηγήθηκε, μια εποχή χαζοχαρούμενη
: αυτή η εποχή είναι που, χάρη και σε ιστορίες σαν αυτή του
Παπαγεωργόπουλου, οδεύει (ελπίζω…) προς το τέλος της.
Μέχρι το 1980
στα ψηφοδέλτια των κομμάτων υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι του Αθλητισμού ή
του Πολιτισμού ή ακόμα και της Δημοσιογραφίας. Διανόηση, αθλητισμός και
σόουμπιζ (με τις όποιες μυστήριες εκφάνσεις της) αποτελούσαν κόσμους
παράλληλους με αυτόν της πολιτικής: υπήρχαν τομείς Αθλητισμού των
κομμάτων, προεκλογικές διακηρύξεις διανοούμενων υπέρ κάποιου κόμματος,
τοποθετήσεις ιδεολογικές υπέρ κάποιων πολιτικών ή υπέρ κάποιων
αποφάσεων, αλλά η συνολική αντίληψη για το τι είναι πολιτική, σχεδόν
απαγόρευε την ενασχόληση αθλητών, ηθοποιών, τραγουδιστών, δημοσιογράφων
μαζί της.
Ο χώρος της πολιτικής ήταν ένα μυστήριο γκέτο, προορισμένο
για διάφορους ανθρώπους που προηγουμένως είχαν ασκήσει διοίκηση ή που
είχαν αναπτύξει ένα κάποιου τύπου πολιτικό ακτιβισμό – ειδικά στα χρόνια
της δικτατορίας. Τέτοιες περιπτώσεις, αληθινές εξαιρέσεις σε ένα κανόνα
που έλεγε ότι η πολιτική είναι υπόθεση κάποιων που τα μυστικά της τα
γνωρίζουν, ήταν η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θοδωράκης και ελάχιστοι
άλλοι. Στην πολιτική δεν υπήρχαν περιθώρια για «φτερωτούς γιατρούς»,
διακεκριμένους Ολυμπιονίκες, σταρ του αθλητισμού: καλά καλά τέτοιοι
μέχρι τη δεκαετία του ‘80 δεν υπήρχαν.
Ο Παπαγεωργόπουλος, λατρεμένος
αθλητής τη δεκαετία του 70, ασχολήθηκε με τα κοινά νωρίς και ήταν κατά
κάποιο τρόπο ένας πρωτοπόρος της εποχής του life style που άλλαξε κατά
πολύ και την έννοια της πολιτικής εκπροσώπησης. Νομίζω είναι η εμφάνιση
της ιδιωτικής τηλεόρασης αυτό που άλλαξε ριζικά τα δεδομένα βάζοντας την
αναγνωσιμότητα και την πολιτική στον ίδιο παρονομαστή. Οι άνθρωποι που
ήταν γνωστοί, κυρίως λόγο της τηλεόρασης αν όχι και αποκλειστικά χάρη σε
αυτήν, άρχισαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 να είναι οι αγαπημένοι
των κομματικών σχηματισμών: όλων σχεδόν και ανεξαιρέτως. Η
κοινωνικότητα, ο μεγάλος κύκλος φίλων, η επαγγελματική καταξίωση, η
εκτίμηση των συμπολιτών, ήταν πάντα βασικά στοιχεία για να πολιτευτείς.
Όμως καθώς οι οργανώσεις βάσης κατέρρεαν, καθώς τα ίδια τα κόμματα γίνονταν λιγότερο κλειστά και περισσότερο πολυσυλλεκτικά και καθώς τα media άρχιζαν να επιβάλουν κανόνες, τα κριτήρια της επιλογής των βουλευτών άλλαζαν.
Όμως καθώς οι οργανώσεις βάσης κατέρρεαν, καθώς τα ίδια τα κόμματα γίνονταν λιγότερο κλειστά και περισσότερο πολυσυλλεκτικά και καθώς τα media άρχιζαν να επιβάλουν κανόνες, τα κριτήρια της επιλογής των βουλευτών άλλαζαν.
Αν κάποιοι άνθρωποι μέχρι το 1980 παρακινούνταν να πολιτευτούν,
από τα μέσα των 80’ς και μετά περάσαμε σε μια εποχή κανονικού πολιτικού
marketing: τα κόμματα μετρούσαν την όποια πιθανότητα να συμπεριλάβουν
ανθρώπους στις λίστες τους, όχι τόσο εκτιμώντας ικανότητες, όσο
αναγνωρίζοντας την όποια αναγνωσιμότητα καθώς και την ικανότητα τους να
στέκονται στο φακό.
Δίπλα σε μια τάξη πολιτικών που ρίζωνε,
αποκτώντας υπουργικά οφίτσια, ρόλους σε κόμματα και θέσεις στην τοπική
αυτοδιοίκηση, εμφανίστηκαν διάφοροι άλλοι σόουμαν των ΜΜΕ ή της Τέχνης ή
του αθλητισμού, άνθρωποι απλώς συμπαθείς στον κόσμο που εισέπρατταν
ψήφους, όχι γιατί είχαν ιδέες και προτάσεις ή έστω κάποιου τύπου
πολιτικό λόγο, αλλά γιατί χειρίζονταν καλά τις κάμερες, μπορούσαν να
σταθούν σε μια τηλεοπτική συζήτηση και κυρίως ήταν οικείοι στο μάτι. Ο
κόσμος έμαθε να ψηφίζει ανθρώπους που ήδη νόμιζε ότι γνώριζε, χωρίς καν
να ψάχνει ποιοι είναι, ποιες ικανότητες έχουν, για ποια πράγματα είναι
ικανοί και για ποια είναι ανίκανοι.
Αυτή η «πολιτική του φαίνεσθαι»,
εύκολη, απλή, ανέμελη, δημιούργησε ένα μυστήριο εφησυχασμό: τα κόμματα
έψαχναν ανθρώπους που ήταν προσιτοί, γνωστοί, δικοί μας κι εμείς τους
ψηφίζαμε σίγουροι για την επάρκεια τους.
Αυτή η λογική του να βρούμε ένα
ανθρώπου που όλοι νομίζουν ότι ξέρουν, έφερε τον Παπαγεωργόπουλο στο
Δήμο Θεσσαλονίκης το 1998.
Ήταν «φτερωτός» και ήταν και γιατρός. Ήταν
ίνδαλμα και Σαλονικιός, ήταν άνθρωπος του αθλητισμού και κάποιος για τον
οποίο όλοι κάτι γνώριζαν. Βέβαια ουδείς γνώριζε αν είχε διοικητικές
ικανότητες, αν μπορούσε να κρατήσει ένα τεράστιο δήμο, αν μπορούσε να
επιβληθεί ή πόσο τίμιος ήταν: αλλά αφού ήταν φτερωτός γιατρός και το
κόμμα εγγυόντανε για την επάρκεια του, τι λόγος μας έπεφτε;
Δεκαπέντε
χρόνια μετά την πρώτη εκλογή του ο Παπαγεωργόπουλος καταδικάστηκε με
ισόβια. Για το Δικαστήριο στο Δήμο γίνονταν πάρτι, δημόσιο χρήμα
σπαταλήθηκε κι ο ίδιος το γνώριζε. Ο ίδιος το αρνείται – κι ας πούμε ότι
έχει δίκιο. Αλλα η αδυναμία του να ελέγξει, η ανικανότητα του να
καταλάβει ποιους είχε δίπλα του, η έλλειψη προβληματισμού όταν όλοι του
φώναζαν ότι κάτι δεν πάει καλά, είναι έτσι κι αλλιώς αδικήματα πολύ
σοβαρά. Όπως σοβαρή είναι και η αδυναμία μας να εκτιμήσουμε υποψηφίους,
να προβληματιστούμε για την επάρκεια τους, να ψάξουμε τα όποια προσόντα
τους πριν τους χαρίσουμε εκλογικές νίκες.
Ας μάθουμε να είμαστε
δύσπιστοι, ας πάψουμε να συντασσόμαστε, ας ασχοληθούμε με την πολιτική,
δηλαδή με την επιλογή των ανθρώπων που μας εκπροσωπούν – είτε στη Βουλή,
είτε στους Δήμους. Η αναγνωσιμότητα δεν είναι κριτήριο επιλογής, ελπίζω
να το καταλάβαμε. Κι αν αύριο τα παιδιά μας ρωτάνε ποιος ήταν ο
φτερωτός γιατρός, ας τους εξηγούμε ότι ήταν ένας γιατρός που έγινε
δήμαρχος και επί των ημερών του 17 εκατομμύρια ευρώ έκαναν φτερά…
απο το sport.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου