Το ζήτημα της μεταδημοκρατίας και της έκτακτης ανάγκης
Πολλοί έγκριτοι στοχαστές με προεξάρχοντα τον Colin Crouch αποδοκιμάζουν τους μεγάλους κινδύνους που επιφυλάσσει η οικονομική κρίση για την Δημοκρατία και διατείνονται ότι στην Ευρώπη έχουν παρεισφρήσει ασυγκράτητες
τάσεις μετασχηματισμού του δόκιμου δημοκρατικού πολιτεύματος, σε ένα καθεστώς Μεταδημοκρατίας[1].
Αντιστοίχως ο μεγάλος στοχαστής J.
Habermas παραπέμπει σε μια «μεταδημοκρατική γραφειοκρατική εξουσία των
ευρωπαϊκών ελίτ»[2] , διευκρινίζοντας ότι «στην Ευρώπη τα κράτη
διοικούνται από τις αγορές και τελικά ασκούν τόσο μεγάλη επιρροή στις
χώρες που διαμορφώνουν ακόμα και κυβερνήσεις… όπως στην Ελλάδα και την
Ιταλία» .
Σε κάθε περίπτωση η οικονομική κρίση αποκάλυψε μαζί με τις εγγενείς αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την εδραίωση του πάνω σε αμφίβολες εάν όχι αυταρχικές πολιτικές πρακτικές οι οποίες ρέπουν προς την εξουδετέρωση της δημοκρατικής φόρτισης των θεσμών εν μέσω της επίκλησης έκτακτων δημοσιονομικών αναγκών. Με την επίκληση του επείγοντος παραχαράσσεται τόσο η διαμεσολαβητική λειτουργία των θεσμών όσο και συνολικότερα η απαραίτητη σχέση διαμεσολάβησης κράτους και πολιτών για την λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αυτή η σχέση αναπαριστάνεται μόνο συμβολικά, μέσω των ΜΜΕ, τα οποία λειτουργούν ως διαθλαστική θέαση της πραγματικότητας.
Υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, οι ιθύνουσες ελίτ μεταφράζουν την πολιτική πραγματικότητα ως κατάσταση οικονομικού πολέμου που επαγωγικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία επιβάλει έκτακτα μέτρα που πολλές φορές βρίσκονται έξωθεν της συνταγματικής σφαίρας.
H κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως την ανέδειξε ο Carl Schmitt βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την κυριαρχία υπό την έννοια ότι ο κυρίαρχος είναι αυτός που μπορεί να αποφασίζει και να επιβάλει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης[3].
Ακριβώς για αυτό τον λόγο η έκτακτη
ανάγκη ως κίνητρο πολιτικής όπως επισήμανε αναρωτώμενος ο διαπρεπής
πολιτικός στοχαστής Herfried Münkler καθιστά το ολοκληρωτικό σύστημα
ελκυστικό «επειδή είναι πιο άμεσο στη λήψη αποφάσεων από τις
αριστερίζουσες δημοκρατίες; Μπορεί μόνο η αναδρομή στο παρελθόν να
καθορίζει την προτίμησή μας στη Δημοκρατία προκειμένου για την τήρηση
της κοινωνικής και πολιτικής Τάξης σε έκτακτες συνθήκες; »[4].
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα ο επιφανής φιλόσοφος Giorgio Agamben θεωρεί ότι από την εποχή του φασισμού και εντεύθεν «η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών»[5].
Αυτό συνέβη, όπως διατείνεται ο Agamben
από την στιγμή που ο Χίτλερ καταλαμβάνοντας την εξουσία, «εξέδωσε στις
28 Φεβρουαρίου το Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους, το
οποίο ανέστελλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις
ατομικές ελευθερίες. Το διάταγμα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο
το Γ” Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση
εξαίρεσης που διήρκεσε δώδεκα χρόνια» [6].
Ο άνωθεν παραλληλισμός με την Ελλάδα του σήμερα είναι χωρίς αμφιβολία προφανής, και προσιδιάζει με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τα Προεδρικά Διατάγματα που εφαρμόζονται αφενός για συντόμευση της νομοθετικής διαδικασίας και αφετέρου για την κάμψη και αποφυγή τριβών και αντιστάσεων, στα πλαίσια προσομοίωσης συνθηκών οικονομικού πολέμου.
Σε τελική ανάλυση αυτός ο τύπος διακυβέρνησης υποκαθιστά τόσο τυπικά όσο και επί της ουσίας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και υπονομεύει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον κοινοβουλευτισμό [7].
Στην ίδια συνομοταξία μεταδημοκρατικής πολιτικής εφάπτεται και ο έξωθεν διορισμός πρωθυπουργών χωρίς νομιμοποίηση του εκλογικού σώματος όπως έδειξαν τα παραδείγματα Monti και Παπαδήμου[8].
Τα παραπάνω κατατείνουν στην άποψη ότι όταν ένα καθεστώς βρίσκεται σε κατάσταση έντονης αμφισβήτησης είναι πιθανόν να αναδυθούν τάσεις σύγχρονου ολοκληρωτισμού υπό την επίφαση έκτακτων και κρίσιμων αναγκών του κράτους.
Η άτυπη θέσπιση μιας κατάστασης εξαίρεσης « ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα»[9].
Στο παραπάνω πλαίσιο αντιστοιχεί κατά κάποιο τρόπο η Μεταδημοκρατία , η οποία κατά τον Crouch είναι στην ουσία μια ασπόνδυλη και άνευρη μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος στο οποίο εξακολουθούν μεν να υφίστανται οι επίσημοι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί όπως ο θεσμός των εκλογών και του κοινοβουλίου, αλλά οι πραγματικές αποφάσεις για μεγάλα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα λαμβάνονται από εξωθεσμικά κέντρα που εν μέρει επικαλύπτονται από επίσημους θεσμούς.
Εν προκειμένω ο στοχαστής εννοεί ιδιωτικούς φορείς με σκληρά οικονομικά συμφέροντα όπως μεγάλες διεθνείς εταιρείες, θεσμικούς επενδυτές, οργανισμούς αλλά και φαινομενικά «ανεξάρτητα» ιδρύματα, όπως η ΕΚΤ ή το ΔΝΤ, τα οποία στο σύνολο τους δεν διαθέτουν σχεδόν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η επέκταση της μεταδημορατίας σε επίπεδο ΕΕ, εκδηλώνεται μέσα από θεσμούς και επίσημα εργαλεία πολιτικής που παραμένουν μεν τυπικά ακέραια, αλλά υποκύπτουν σε εξωτερικούς, κυρίως οικονομικούς εξαναγκασμούς και περιορισμούς, τους οποίους δεν μπορούν να επηρεάσουν.
« Έτσι λαμβάνονται αποφάσεις στις
χρηματοπιστωτικές αγορές, στις οποίες αποφάσεις τα δημοκρατικά θεσμικά
όργανα έχουν ελάχιστη επιρροή. Οι πολιτικοί εμφανίζονται περισσότερο ως
παράγοντες των αγορών παρά ως εκπρόσωποι των συμφερόντων των πολιτών
τους. Οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται αυτό και γυρίζουν την πλάτη όλο
και περισσότερο στην πολιτική τάξη και τη δημοκρατία. Μια πολύ
επικίνδυνη εξέλιξη» [10].
Η κυριαρχία των αγορών
Πράγματι, όπως επισημαίνει ο Wolfgang Streeck «οι αγορές υπαγορεύουν πλέον τον νόμο τους στα κράτη. Τα κράτη, υποτίθεται δημοκρατικά και κυρίαρχα, βλέπουν να τους επιβάλλονται όρια ως προς το τι μπορούν να κάνουν για τους λαούς τους και να τους ανακοινώνονται χαμηλόφωνα οι θυσίες που πρέπει να ζητήσουν από τους πολίτες»[11].
Οι αγορές κατά τον Streeck απέκτησαν μέσα από μια διαδικασία ανατροπής του «δημοκρατικού καπιταλισμού» την δύναμη να εκβιάζουν το Δημόσιο, με επιδέξιο τρόπο.
Ως εκ τούτου ο «κίνδυνος που διατρέχει η δημοκρατία μέσα στην τρέχουσα κρίση είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο που διατρέχει η οικονομία.
Δεν κλονίζεται μόνο η «συστημική συνοχή» των σύγχρονων κοινωνιών -δηλαδή η αποτελεσματική λειτουργία των καπιταλιστικών οικονομιών τους- κλονίζεται και η «κοινωνική συνοχή» τους.
Η δυνατότητα διαμεσολάβησης των εθνικών
κρατών στα δικαιώματα των πολιτών από τη μια και στις απαιτήσεις της
καπιταλιστικής συσσώρευσης από την άλλη, περιορίστηκε σημαντικά στη νέα
εποχή της λιτότητας»[12].
Με βάση τα παραπάνω καθίσταται προφανές
ότι το πρόβλημα της μετα-δημοκρατίας πλήττει περισσότερο ή λιγότερο
όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, σε διάφορους βαθμούς»[13].
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Σαφής ενδείξεις της προκείμενης τάσης είναι πρώτον, οι ποικίλες δημοσκοπήσεις που καταγράφουν την δυσαρέσκεια και οργή των πολιτών απέναντι στην πολιτική και αν μη τι άλλο η χαμηλή προσέλευση στις εκλογές[14].
Οι τάσεις αυτές αναδεικνύουν από την μεριά ότι υπάρχει μια ισχυρή απώλεια νομιμοποίησης απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Από την άλλη μεριά η ίδια η πολιτική όπως εξελίσσεται στην Ευρώπη και ειδικότερα στην χώρα μας, δείχνει ότι υποτάσσεται όλο και περισσότερο στα πραγματικά και υποτιθέμενα προβλήματα της οικονομίας[15].
Οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται σήμερα με βασικό κριτήριο πως θα αντιδράσουν και τι θα πουν οι απρόσωπες αγορές που δεν έχουν όνομα, διεύθυνση και γραμματοκιβώτιο[16].
Ο από-εκδημοκρατισμός
Άλλωστε παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη μια ταχεία διαδικασία απο-εκδημοκρατισμού, κυρίως στη νότια περιφέρεια [17].
Στην Ελλάδα για παράδειγμα , η πολιτική τύχη της χώρας ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από την τρόικα την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, αντί από τους εθνικά εκλεγμένους αξιωματούχους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί αναφώνησε σε ένα πρόσφατο άρθρο[18] του:
«αίσχος και αυτή η άκαρδη Ευρώπη της τραπεζοκρατίας, που αντί θεραπείας προσφέρει κώνειο στην χώρα που είναι η κοιτίδα της δημοκρατίας και των αξιών της, για την οποία επιφυλάσσει ένα πολιτικό σύστημα, ή μάλλον καλύτερα ένα αντιπολιτικό σύστημα, που αν και δεν έχει ακόμα όνομα, ορισμένοι δεν διστάζουν να το χαρακτηρίσουν «αποικιοκρατία χρέους».
Υπό το παρασκήνιο τεράστιων οικονομικών πιέσεων επιβάλλονται στις χώρες του Νότου τέτοιες δραστικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που δεν μπορούν πλέον να δρομολογηθούν δημοκρατικά. Οι αλλαγές αυτές παραπέμπουν αναλογικά όπως σωστά επισημαίνει ο Μίμης Ανδρουλάκης[19] στην εποχή του μεσοπολέμου, όσον αφορά την εφιαλτική άνοδο της ανεργίας την αποσάθρωση των κοινωνικών βάσεων της Δημοκρατίας και την πολιτική τόνωση των άκρων.
Ασφαλώς είναι αναμφισβήτητο και προφανές το ιστορικό όφελος που αποκόμισαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κερδίζοντας δημοκρατικό βάθος[20].
Η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση μετά τον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο συνέβαλε στην ενίσχυση της Δημοκρατίας και μάλιστα
ιδιαίτερα σε χώρες της Νότιας Ευρώπης όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η
Πορτογαλία, οι οποίες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχαν
αυταρχικές δικτατορίες.
Εντούτοις, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει αλλάξει σημαντικά.
Η ΕΕ κατάντησε όλο και περισσότερο μια κοινότητα νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης, η οποία αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην ελευθερία των αγορών και λιγότερο στα κοινωνικά δικαιώματα[21].
Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μια
πρωτοφανούς εργαλειοποήσης της κρίσης εκ μέρους της ΕΕ , με στόχο να
επιβληθούν «μεταρρυθμιστικά προγράμματα» σε ολοένα και περισσότερες
χώρες.
Εν μέσω των προγραμμάτων αυτών
ελέγχονται οι πολιτικές των χωρών ενώ τα δημοκρατικά εκλεγμένα εθνικά
κοινοβούλια δεν έχουν σχεδόν να πουν τίποτα.
Τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται από τις αρχές του 2013 να εφαρμόσουν πολύ πιο αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια, καθώς τίθενται σε ισχύ οι νέοι κανόνες για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που προβλέπει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Το Σύμφωνο υπαγορεύει ότι οι χώρες που το έχουν κυρώσει πρέπει να ενσωματώσουν τον λεγόμενο χρυσό κανόνα, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στα Συντάγματά τους, ενώ προβλέπει επίσης την δημιουργία αυτόματων διορθωτικών μηχανισμών – περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων – όταν ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται.
Τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται από τις αρχές του 2013 να εφαρμόσουν πολύ πιο αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια, καθώς τίθενται σε ισχύ οι νέοι κανόνες για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που προβλέπει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Το Σύμφωνο υπαγορεύει ότι οι χώρες που το έχουν κυρώσει πρέπει να ενσωματώσουν τον λεγόμενο χρυσό κανόνα, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στα Συντάγματά τους, ενώ προβλέπει επίσης την δημιουργία αυτόματων διορθωτικών μηχανισμών – περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων – όταν ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται.
Σε όλη την Ευρώπη, έχουμε να κάνουμε
τώρα με μια σημαντική μετατόπιση της ισχύος σε βάρος των παραδοσιακών
θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αυτονομηθεί, επειδή η πολιτική δεν παίζει τον κρίσιμο ρόλο που όφειλε να παίξει.
Κατά τον Herfried Münkler «οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης αποτελούν σήμερα ένα θλιβερό θέαμα» κάτι που κατά την άποψη του φαίνεται ιδιαίτερα , «από τον φοβισμένο χειρισμό της κρίσης του ευρώ.»
Ο καθηγητής σκιαγραφεί την εικόνα των ευρωπαϊκών ελίτ πολύ παραστατικά ως εξής: «Είτε επιμένουν να μην κάνουν τίποτα, ή πηγαίνουν από το ένα λάθος στο άλλο, έχοντας την προσδοκία ότι έτσι θα αποκτήσουν τον έλεγχο έναντι των αγορών. Τώρα που οι Ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να παρουσιάσουν αποδείξεις του παλιού τους ισχυρισμού ότι η Ευρώπη είναι ένας ικανός παίκτης στο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, δεν έχουν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να πελαγοδρομούν. Και επειδή αρνούνται να πιστέψουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα, γιορτάζουν κάθε αμήχανη κίνησή τους ως τη σωτηρία της Ευρώπης και του ευρώ. Η φτωχή εικόνα που δίνει σήμερα η Ευρώπη είναι εν πολλοίς το αποτέλεσμα της ανικανότητας των ελίτ της.»[22]
Ο νεοφιλελευθερισμός
Με πολιτικές αποφάσεις οι κάποτε υψηλά ρυθμιζόμενες και συστηματικά ελεγχόμενες αγορές από τη δεκαετία του ’70 απορυθμίστηκαν τελείως.
Η επέκταση της απορρύθμισης έχει σχέση
με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου τύπου πολιτικής, ο οποίος
εξαπλώθηκε από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ σε όλη την Ευρώπη.
Ο νεοφιλελευθερισμός συνέδεσε εξ αρχής
την πολιτική με την απαλλαγή των αγορών από πολιτικούς κανόνες και
φραγμούς, με στόχο την επίτευξη μιας αποδοτικής οικονομικής πρακτικής.
Εν μέσω των πολιτικών του
νεοφιλελευθερισμού πυροδοτήθηκε , αυτό που φιλοσοφικά ονομάζουμε
“αναποδογυρισμένη πρόοδο”, με την έννοια ότι το παρελθόν φαντάζει
καλύτερο από το παρόν.
Ως έκφραση μιας πολιτικής σαφώς ιδεολογικά φορτισμένης, που στην ουσία αποτάσσεται από τον «παραγωγικό καπιταλισμό» του κεφαλαίου και της εργασίας και υποτάσσεται στον αεριζίδικο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό καζίνο, που καταστρέφει τον οριζόντιο κοινωνικό πλούτο υπέρ ενός κάθετου πλούτου της ολιγαρχίας, ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί καθαυτού ως μια κατάργηση της προόδου με την συλλογική ή κοινωνική έννοια του όρου. Συνεπεία αυτής της ιδεολογικής φόρτισης η Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια εποχή υψηλής ιδεολογικής έντασης.
Ως έκφραση μιας πολιτικής σαφώς ιδεολογικά φορτισμένης, που στην ουσία αποτάσσεται από τον «παραγωγικό καπιταλισμό» του κεφαλαίου και της εργασίας και υποτάσσεται στον αεριζίδικο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό καζίνο, που καταστρέφει τον οριζόντιο κοινωνικό πλούτο υπέρ ενός κάθετου πλούτου της ολιγαρχίας, ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί καθαυτού ως μια κατάργηση της προόδου με την συλλογική ή κοινωνική έννοια του όρου. Συνεπεία αυτής της ιδεολογικής φόρτισης η Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια εποχή υψηλής ιδεολογικής έντασης.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή η ιστορική διαδικασία που συνέδεσε τα ευρωπαϊκά κράτη με την έννοια της προόδου αντιστράφηκε στο ακριβώς αντίθετο της [23], υποδαυλίζοντας διαδικασίες οπισθοδρόμησης τόσο του κοινωνικού κράτους όσο και της δημοκρατίας.
Εν κατακλείδι η επικυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού εκτίναξε τα τελευταία 30 χρόνια την ανισότητα των εισοδημάτων , των ευκαιριών, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.
Το χειρότερο δε είναι όπως εύστοχα σημειώνει ο Paul Krugman ότι επειδή πολύ λίγα γνωρίζουμε για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι «αν η ανισότητα των εισοδημάτων συνεχίσει να αυξάνεται, μας περιμένει ένα δυστοπικό μέλλον ταξικού πολέμου….» [24].
Όπως δείχνει πολύ παραστατικά ο Marcel Gauchet στο τελευταίο βιβλίο του[25] η δημοκρατία, κατέφερε να αντιμετωπίσει προκλήσεις των ολοκληρωτισμών, ειδικότερα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέσα από έναν βαθύ μετασχηματισμό ο οποίος συνδυάστηκε με την κρατική παρέμβαση στην οικονομία υπό την καθοδήγηση του κεϋνσιανισμού, με το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική προστασία, την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, την άμβλυνση των ταξικών συγκρούσεων. Με τον τρόπο αυτό θεσμοθετήθηκε ένας συμβιβασμός μεταξύ «κεφαλαίου και εργασίας» αλλά και μεταξύ «δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού» ο οποίος άρχισε να αμφισβητείται κατά την διάρκεια της ’70, όταν ο άκρατος φιλελευθερισμός επέστεψε θριαμβευτικά.
Σήμερα μπορούμε άνετα να μιλήσουμε για το οριστικό τέλος του συμβιβασμού.
Η μετάλλαξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και το πλεονέκτημα της Γερμανίας
Κατά μια ακραία διατύπωση , οι ευρωπαϊκές χώρες σκάβουν από μόνες το τάφο της ευρωπαϊκής ιδέας έχοντας μεταλλάξει εντελώς το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Όπως επισημαίνει στο τελευταίο άρθρο[26]
του, ο έγκριτος αναλυτής Geοrge Friedman η κρίση ανέδειξε μεταξύ άλλων
την ανικανότητα του μηχανισμού λήψης αποφάσεων που δημιουργήθηκε κατά
την ίδρυση της ΕΕ να προσφέρει πολιτικές λύσεις που θα τυγχάνουν από την
μια ευρύτερης αποδοχής και θα είναι εφαρμόσιμες από την άλλη.
Οι ευρωπαϊκές χώρες συναντούνται σήμερα μεταξύ τους ως ανταγωνιστικά και μεμονωμένα μεταξύ τους κράτη έθνη που ακολουθούν τα δικά τους ξεχωριστά συμφέροντα και όχι ως μέλη μιας μοναδικής πολιτικής ενότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αρθροίσματος, στο οποίο το κέρδος του ενός αποβαίνει εις βάρος κάποιου άλλου.
Ούτως ή άλλως τα δομικά λάθη που έγιναν στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ευνόησαν τις πλεονασματικές χώρες με προϋπάρχουσα υψηλή παραγωγικότητα, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Αυστρία ενώ οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ήταν αναπόφευκτα ζημιωμένες.
Αυτή η εσφαλμένη διάσταση της ευρωζώνης, με χώρες διαφορετικής παραγωγικότητας και διαφορετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας, είναι μια αποφασιστική μεταβλητή που καταδεικνύει ότι , δεν μπορούν να έχουν όλες οι χώρες το ίδιο νόμισμα.
Αυτή την προβληματική αφηγείται ο Claus Offe[27] θεωρώντας την ως το πρώτο μεγάλο λάθος της ενοποιητικής διαδικασίας ενώ το δεύτερο είναι ότι στην νομισματική ζώνη, δεν υπάρχει μια ενιαία δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική.
Από τα λάθη αυτά επωφελήθηκε κατά τον Offe στο μέγιστο η Γερμανία, επειδή οι ανισορροπίες του εμπορίου την ευνόησαν μέσα από τα πλεονάσματα των εξαγωγών, τα οποία, ήταν εφικτά μόνον λόγω του κοινού νομίσματος. Στο πλαίσιο αυτό είναι εύστοχη και η παρατήρηση του Timothy Garton Ash[28] ότι η Ευρωζώνη δημιούργησε μεγάλα και απρόβλεπτα ασύμμετρα σοκ , υπό την έννοια ότι ενώ η Γερμανία, υπό την πίεση της γερμανικής επανένωσης, «μείωσε εντυπωσιακά το κόστος εργασίας, περιόρισε τις κοινωνικές δαπάνες και έγινε πάλι ανταγωνιστική, πολλές από τις χώρες της περιφέρειας άφησαν να αυξηθεί το μοναδιαίο κόστος εργασίας και οι δαπάνες . Η Γερμανία και κάποιες άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης διατήρησαν την δημοσιονομική πειθαρχία και κράτησαν μέτρια επίπεδα χρέους.
Σε αντίθεση με τον Ash , o Perry Anderson υποστηρίζει ότι οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής για τη Νότια Ευρώπη ήταν εντελώς προβλέψιμες.
Ειδικότερα ο Anderson αναφέρει:
«Δεδομένου ότι η παραγωγικότητα αυξήθηκε
και το σχετικό κόστους εργασίας μειώθηκε, οι γερμανικές εξαγωγικές
βιομηχανίες έγιναν πιο ανταγωνιστικές από ποτέ, λαμβάνοντας ένα όλο και
μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς της ευρωζώνης. Στην περιφέρεια, η
αντίστοιχη απώλεια της ανταγωνιστικότητας των τοπικών οικονομιών
αναισθητοποιήθηκε με τη ροή φτηνού κεφαλαίου δανεισμένο με όμοια
επιτόκια σε όλη τη νομισματική ένωση, σύμφωνα με τη γερμανική
συνταγή»[29].
Παράλληλα η κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική
όπως εκφράστηκε από τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα με επίκεντρο την
Γερμανία, ενίσχυσε τις αυταρχικές και όχι τις δημοκρατικές
πολιτικές.
Όπως εύστοχα παρατηρεί η Judith Kantor με αναφορά σε γενικότερο συγκείμενο «κοιτώντας διάφορες πηγές νομιμότητας που δικαιολογούν πολιτική εξουσία, βλέπουμε μια μόνιμη στροφή από παραδοσιακές δημοκρατικές πηγές της νομιμότητας σε άλλες πηγές νομιμότητας»[30].
Είναι σαν να έχει μπει μια βόμβα τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που την έβαλαν οι ίδιες οι χώρες.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πληθαίνουν ολοένα περισσότερο οι φωνές που θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση δεν υπήρξε ώριμο διάβημα και ότι έπρεπε να προηγηθεί η εναρμόνιση των εθνικών οικονομικών πολιτικών[31].
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πληθαίνουν ολοένα περισσότερο οι φωνές που θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση δεν υπήρξε ώριμο διάβημα και ότι έπρεπε να προηγηθεί η εναρμόνιση των εθνικών οικονομικών πολιτικών[31].
Για την επιστροφή της Δημοκρατίας
Η μόνη απάντηση που υπάρχει στο φαινόμενο της μετα-δημοκρατίας είναι να βοηθήσουμε τη δημοκρατία να επιστρέψει θέση πρυτανείας που της αρμόζει.
Επειδή πλέον έχουν προκύψει μορφές οικονομικής δραστηριότητας που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει , υπάρχει η ανάγκη τιθάσευσης των αγορών σε ένα πλαίσιο δημοκρατικής κανονικότητας και νομιμότητας.
Η εξουσία των χρηματοπιστωτικών
παραγόντων της αγοράς πρέπει να περιοριστεί, μεταξύ άλλων για να
αποφευχθούν στο μέλλον σοβαρές κρίσεις όπως αυτήν που περνάμε σήμερα.
Οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν με επίταση να επαναφέρουν το ζήτημα της οικονομικής δημοκρατίας.
Αυτό σημάνει ότι πρέπει να ενισχυθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα συμμετοχής, ελέγχου και έκφρασης σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας.
Πρόκειται για τη συμμετοχή της πολιτικής, αλλά και για την ενισχυμένη συμμετοχή των εργαζομένων και των συνδικάτων σε οικονομικές αποφάσεις – είτε στο πλαίσιο των πολυεθνικών εταιρειών είτε μέσα από τη στοχευμένη προώθηση ορισμένων βιομηχανιών και υπηρεσιών.
Σε καμία περίπτωση δεν προκρίνεται η διάλυση της νομισματικής ένωσης, όπως απαιτούν πολλοί θιασώτες του νέου δεξιού η αριστερού λαϊκισμού.
Φορείς που εκφράζουν τέτοιου είδους προτάσεις στερούνται λογικής βάσης, διότι ρητά ή υπόρρητα κατασκευάζουν, σχηματοποιούν, ανταλλάσσουν, ερμηνεύουν , αξιολογούν και δημιουργούν σχήματα θεωρήσεων εκτός του πραγματικού γίγνεσθαι και επομένως υποδηλώνουν ότι μια διάλυση της ευρωζώνης θα γινόταν σαν μια ελεγχόμενη διάλυση της νομισματικής ένωσης με ομαλή επιστροφής προς το εθνικό σύστημα των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Κάτι τέτοιο όμως ανήκει στον χώρο της φαντασίας και θα μπορούσε να προκαλέσει μαζικές κοινωνικές αναταραχές σε όλη την Ευρώπη.
Αντίθετα το αίτημα της οικονομικής
δημοκρατίας στην Ευρώπη, ενίοτε και άλλοτε στρατηγικό εγχείρημα για την
σοσιαλδημοκρατία, διεκδικεί μια ευρωπαϊκή οικονομική δημοκρατία που
συνδέεται με την πολιτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά
μόνο σε συνδυασμό με έναν θεμελιώδη εκδημοκρατισμό της πολιτικής και
οικονομικής διακυβέρνησης.
Επιπρόσθετα χρειάζεται μια συνολική επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία θα έχουν σαφώς την πρωτοκαθεδρία έναντι των οικονομικών ελευθεριών της αγοράς .
Η σημερινή ηγεσία της Ευρώπης υπό την αιγίδα της Γερμανίας έχει δεσμευτεί μεν στην περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποιητικής διαδικασίας, αλλά μάλλον από την άποψη μιας ανταγωνιστικής και αυταρχικής κοινότητας στην οποία όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα εξαναγκάζονται προς μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πορεία.
Κατά μια έννοια επιχειρείται η επιβολή του γερμανικού μοντέλου, δηλαδή ενός μοντέλου άκρως επιτυχημένων εξαγωγών για όλα τα κράτη της Ευρώπης.
Αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει διότι όπου υπάρχουν χώρες με πλεονάσματα, υπάρχουν αυτόματα και χώρες με ελλείμματα.
Αυτό που χρειάζεται είναι μεγαλύτερος συντονισμός σε διεθνές επίπεδο.
Χρειάζεται μια συντονισμένη οικονομική ανάπτυξη αλλά επίσης μια συντονισμένη προσπάθεια να βοηθηθούν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης για να σταθούν και πάλι στα πόδια τους και να αναπτύξουν οικονομική δυναμική.
Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει με την ριζοσπαστική πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται σήμερα.
Η Ελλάδα έχει κάνει σε σύντομο χρονικό
διάστημα μια εξοικονόμηση δαπανών όσο καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη μετά
τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα χρέη της χώρας όμως έχουν μεγαλώσει. Γιατί; Διότι την ίδια στιγμή η οικονομία έχει περιέλθει σε μια τόσο καταστροφική ύφεση ώστε η πλευρά των εσόδων του κράτους να χωλαίνει.
Αυτή η πορεία πρέπει να αντιστραφεί.
Αντί να δίδονται τα χρήματα μόνο για την ρύθμιση του χρέους στην Ελλάδα, τα οποία επί του παρόντος ούτως ή άλλως δεν παίρνουν οι άνθρωποι, αλλά μόνο οι τράπεζες και άλλοι χρηματοπιστωτικοί δανειστές θα πρέπει να επικεντρωθούμε στις επενδύσεις στην οικονομική ανάπτυξη με την έννοια ενός Σχεδίου Μάρσαλ.
Για παράδειγμα, η περιβαλλοντικά ανεκτή επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η παραγωγή ποιοτικής διατροφής αλλά, η καινοτομία, οι μεταφορές και το λογισμικό θα μπορούσαν να είναι μια μελλοντική στρατηγική για την Ελλάδα.
Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης μέσα σε μια αυταρχική κοινότητα ανταγωνισμού δεν είναι βιώσιμο, διότι παράγει με τη σειρά του, -αυταρχικές αντιστάσεις με έντονη εθνικιστική και λαϊκιστική χροιά , μέσα από πολιτικούς φορείς που υποτίθεται εκπροσωπούν τα συμφέροντα των κοινωνικά ηττημένων.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ειδικότερα τα δεξιά λαϊκιστικά κινήματα έχουν ήδη καθιερωθεί ως πραγματικός συντελεστής ισχύος και μπορούν υπό προϋποθέσεις να απειλήσουν τις δημοκρατικές δομές.
Εντούτοις, οι επικρατούσες πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη δεν έχουν κατανοήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Ενίοτε αναμένεται τα αποθέματα νομιμοποίησης της ΕΕ να εξαντληθούν.
Η Ευρώπη έχει μέλλον μόνο εάν μεταβεί σε μια θεμελιώδης αλλαγή οικονομικού μοντέλου και φυσικά, σε έναν συνολικό εκδημοκρατισμό της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης της.
Μαυροζαχαράκης Μανόλης - Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας
απο το antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου