Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Η ανασυγκρότηση μετά τον Εμφύλιο



Η ανάκαμψη στον αγροτικό τομέα, στη βιομηχανία και στη βιοτεχνία και το θαύμα στην ελληνική ναυτιλία

Ήδη κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου οι ελληνικές κυβερνήσεις (και ο «ξένος παράγοντας») είχαν ως διακηρυγμένους στόχους, ανάμεσα σε άλλα, τη νομισματική σταθερότητα και τη στενά συνυφασμένη με αυτήν ανασυγκρότηση της παραγωγικής μηχανής και την ταχύτερη δυνατή επάνοδο στα προπολεμικά επίπεδα παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Αυτά βέβαια υπό ακραία δυσμενείς συνθήκες, αφού, ελεύθερα κατά τον Εμ. Τσουδερό, «οι μισοί έχτιζαν και οι άλλοι μισοί γκρέμιζαν».
 
Ανασυγκρότηση δεν σημαίνει ανάπτυξη, είναι όμως προϋπόθεσή της. 
 Και όπως συνέβη συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις, η γρήγορη ανασυγκρότηση μετά από καταστροφές συντελέστηκε σχετικά γρήγορα.
 Σε αυτή συνέβαλε, στον αγροτικό τομέα, η βοήθεια στο πλαίσιο της UNRRA μέσω της οποίας εισήχθησαν ζώα και ζωοτροφές.
 Επίσης, η βιομηχανία και η βιοτεχνία χρηματοδοτήθηκαν από την UNRRA και την Τράπεζα της Ελλάδος.
 Εδώ προτεραιότητα είχαν οι επιχειρήσεις που παρήγαν καταναλωτικά αγαθά ή τροφοδοτούσαν άλλους κλάδους.
 
 Το αποτέλεσμα ήταν ότι η βιομηχανική παραγωγή πλησίασε το προπολεμικό επίπεδο προς τα τέλη του 1949 και το ξεπέρασε το επόμενο έτος.
 
 Επίσης, ένα θαύμα επιτελέσθηκε στη ναυτιλία με την πώληση περίπου 100 πλοίων τύπου «liberty» από τις ΗΠΑ σε Ελληνες εφοπλιστές για την ανασύσταση του ελληνικού εμπορικού στόλου.
 Οι αρχικές αποφάσεις για την αγορά των πλοίων αυτών έδωσαν το έναυσμα για μια εντυπωσιακή επέκταση του στόλου ελληνικής ιδιοκτησίας. 
Μέρος της επιτυχίας οφείλεται στην εξωστρέφεια των εφοπλιστών, που μετέφεραν το κέντρο βάρους των δραστηριοτήτων τους στο διεθνές εμπόριο, και απεδείχθη εξαιρετικά ανταγωνιστική.
 
Γιγαντιαία αμερικανική οικονομική βοήθεια
Στο κεφάλαιο εξωτερική βοήθεια πρέπει να προσθέσουμε την αμερικανική οικονομική βοήθεια (πλέον της στρατιωτικής) που χορηγήθηκε υπό την εποπτεία της αμερικανικής αποστολής και με όρους όσον αφορά την οικονομική πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν οι τότε κυβερνήσεις. 
Η γιγαντιαία για τα ελληνικά δεδομένα αλλά και σε ευρωπαϊκή σύγκριση βοήθεια κορυφώθηκε προς το τέλος του Εμφυλίου.
 
 Ο Εμφύλιος και το πελατειακό σύστημα δεν επέτρεψαν την καλύτερη χρήση της.
 
 Ομως, ο θετικός ρόλος της στην ανασυγκρότηση και, κατόπιν, στη σταθεροποίηση της οικονομίας ήταν σημαντικός, πράγμα που η αριστερή αρθρογραφία θα αμφισβητήσει με αντιφατικά επιχειρήματα: Οτι ευνοούσε έναν φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα, εμπόδισε την εκβιομηχάνιση (!), ευνόησε την κερδοσκοπία και ότι η ελληνική οικονομία ανέκαμψε μόνη της.
 
Ομως η ανασυγκροτημένη Ελλάδα παρέμενε μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα όπως και πριν από τον πόλεμο. 
Τη δομή της οικονομίας της χαρακτήριζε η κυριαρχία του αγροτικού τομέα με τη χαμηλή του παραγωγικότητα λόγω κατακερματισμένου κλήρου, ειδίκευσης σε μερικά παραδοσιακά προϊόντα, υστέρησης στις υποδομές. 
Το 1950 αντιπροσώπευε το 34% του ΑΕΠ και απασχολούσε ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού. 
Στη βιομηχανία με τις νανώδεις μονάδες και την οικογενειακή διαχείριση η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη.
 
Καθώς οι εχθροπραξίες τέλειωναν, η προσοχή ορισμένων, τουλάχιστον, ηγετικών προσωπικοτήτων στρέφεται προς το μέλλον. Τη φάση της ανασυγκρότησης έπρεπε να διαδεχθούν οι φάσεις της σταθεροποίησης και της ανάπτυξης ακόμη και για λόγους επιβίωσης του καθεστώτος. Η οικονομία έπρεπε πρώτα να σταθεροποιηθεί και αυτό σήμαινε δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του πληθωρισμού. Η αμερικανική αποστολή δεν διέθετε μόνο πόρους, που για την περίοδο 1947-1957 ξεπερνούσαν το ήμισυ των κρατικών επενδύσεων, αλλά και συνιστούσε την κατάρτιση οικονομικών προγραμμάτων, ενώ τέλος ενθάρρυνε τη δημιουργία αναγκαίων για τη σταθεροποίηση θεσμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια σταθεροποίησης ανανεώθηκε από τον Γ. Καρτάλη της τελευταίας κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα και συνεχίστηκε με αποφασιστικότητα και επιτυχία από τον Σπ. Μαρκεζίνη της κυβέρνησης Αλ. Παπάγου μετά το 1952.
 
Βαθύς μετασχηματισμός
Αλλά η σταθεροποίηση δεν αρκούσε, όπως δεν αρκούσε και η «αποκατάσταση» του παρελθόντος.
 Η χώρα έπρεπε να υποστεί ένα βαθύ μετασχηματισμό για να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής ή, όπως το διατύπωναν οικονομολόγοι, για να επιτύχει την απογείωση (take-off).
 
 Η έννοια–κλειδί στη σχετική συζήτηση ήταν η εκβιομηχάνιση.
Ο προσανατολισμός στην ανάπτυξη μέσω της εκβιομηχάνισης διαμορφώθηκε υπό την επίδραση ενός γενικότερου κλίματος: Ο δυτικός κόσμος βρισκόταν σ’ έναν αγώνα δρόμου με τον «σοσιαλιστικό». 
Οι αναπτυξιακές επιδόσεις θα ήταν αποφασιστικός παράγων για τη νομιμοποίηση των πολιτικών και οικονομικών καθεστώτων. 
Τότε, η ΕΣΣΔ ασκούσε ιδιαίτερη έλξη όχι τόσο ως νικήτρια του πολέμου, όσο γιατί ήταν το πρώτο μεγάλο παράδειγμα επιτυχημένης εκβιομηχάνισης μιας υπανάπτυκτης χώρας. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις του μοντέλου θα φανούν μετά από δεκαετίες, όπως άλλωστε θα αργήσει να γίνει γνωστό το ανθρώπινο κόστος του.
 Αλλά, τότε, λειτουργούσε ως ένα ισχυρό ανταγωνιστικό μοντέλο.
Η ανάπτυξη με εκβιομηχάνιση έθετε σειρά ολόκληρη προβλημάτων που έπρεπε να λυθούν. 
 
 Ποιες ακριβώς έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες;
 Με ποιους θεσμούς θα μπορούσαν να επιτύχουν οι προσπάθειες; 
Πώς θα εκπληρώνονταν οι αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις – π.χ. σταθερή κυβέρνηση και πολιτική που να βασίζεται σε επίσης σταθερούς κανόνες και να μην εξαντλείται σε έναν άναρχο παρεμβατισμό; 
Πώς θα εξασφαλίζονταν οι αναγκαίοι πόροι για την εκτέλεση μεγάλων έργων;
 
Με τα χρόνια τα ερωτήματα αυτά απαντήθηκαν. Αλλά, σε εκείνη τη δύσκολη περίοδο, κρίσιμο ήταν το ερώτημα ποιος τύπος εκβιομηχάνισης ήταν προσφορότερος για τη χώρα. Γιατί, δεν επρόκειτο απλώς για μια «τεχνική» επιλογή – να επενδύσουμε σε αυτόν ή εκείνο τον κλάδο. 
Κάθε απάντηση συνδεόταν με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών και τη θεμελιακή επιλογή ισορροπίας ανάμεσα σε κράτος και αγορά, δημόσια δράση και ιδιωτική επιχειρηματικότητα.
 
Μια ιδιαίτερη άποψη αντιπροσώπευε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος σε έκθεση που υπέβαλε στην κυβέρνηση στις αρχές του 1952 ύστερα από πρόσκληση του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα.
 Η έκθεση εντασσόταν στη διαμορφούμενη συναίνεση των ιθυνόντων ότι η Ελλάδα έπρεπε να περάσει σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης. Και από πολλές πλευρές έδινε συνέχεια σε προηγούμενες αναζητήσεις.
 Η «έκθεση Βαρβαρέσου» τόνιζε τους κινδύνους από την εκβιομηχάνιση μέσω μεγάλων επενδυτικών σχεδίων και μάλιστα υπό την αιγίδα του κράτους.
 Φοβόταν πως τέτοια σχέδια θα δημιουργούσαν μονοπώλια ή και θα κατέληγαν (λόγω της μικρής ελληνικής αγοράς) σε σπατάλη σπάνιων πόρων.
 Πρότεινε να δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη της γεωργίας, της ελαφράς βιομηχανίας, του τουρισμού και της ναυτιλίας. 
Από στενά οικονομική άποψη, το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας βρίσκονταν ακριβώς στη γεωργία και στην ελαφρά βιομηχανία, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η «ένταση εργασίας»: Η χώρα διέθετε ακριβώς φθηνά εργατικά χέρια και στενότητα διαθέσιμων κεφαλαίων. 
Η πρόταση αυτή συνεπαγόταν αναμφίβολα λιγότερο κράτος με ισχυρή έμφαση στο πλαίσιο λειτουργίας των αγορών και στις συνθήκες που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη της εγχώριας επιχειρηματικότητας.
 
Η δημιουργία της βαριάς βιομηχανίας
Την «αριστερή» αντίληψη αντιπροσώπευε το έργο του Δημήτρη Μπάτση και μάλιστα ήδη αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας. Το έργο του ήταν πρωτοποριακό γιατί έδειχνε πιθανούς δρόμους εκβιομηχάνισης. Ο Γ. Μπάτσης υποστήριζε ότι η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα έπρεπε να στηριχθεί στη βαριά βιομηχανία και ότι αυτό ήταν απολύτως δυνατό. Η χώρα διέθετε τα απαραίτητα μεταλλεύματα, πηγές ενέργειας και τη δυνατότητα να αποκτήσει το απαραίτητο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Συνοψίζοντας τις έως τότε διαθέσιμες τεχνικές έρευνες, κατέστρωσε μάλιστα ένα ολόκληρο πρόγραμμα. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος των ιδεών του θα πραγματοποιηθεί στις δύο δεκαετίες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, αν και όχι με τους όρους του, δηλαδή το κατά βάση σταλινικό οικονομικό πλαίσιο που δεχόταν. Θα επιτευχθεί η εκμετάλλευση των λιγνιτών για την ηλεκτροπαραγωγή, θα κατασκευαστούν υδροηλεκτρικά φράγματα, θα αξιοποιηθεί το αλουμίνιο, θα ιδρυθούν βιομηχανίες τσιμέντου και λιπασμάτων κ.λπ.
 
Τροποποιήσεις
Αυτές οι ανταγωνιστικές αντιλήψεις υπερκεράσθηκαν από τις πραγματικές εξελίξεις. Επικράτησε μεν η ελαφρά βιομηχανία, αλλά ταυτόχρονα η εξέλιξη δεν αφέθηκε απλώς στις δυνάμεις της αγοράς. 
Σε αλλεπάλληλα κύματα οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχειρούν να προωθήσουν μεγάλες επενδύσεις σε κλάδους της βαριάς βιομηχανίας (αλουμίνιο, πετροχημικά κ.λπ.) τροποποιώντας τις επιλογές της αγοράς με εθνικές προτεραιότητες. 
Χρησιμοποιούν προς τον σκοπό αυτό πάσης φύσης εργαλεία: κίνητρα προς την ιδιωτική επιχειρηματικότητα (με πρώτο τον νόμο 2687/1953 που θέσπισε σειρά κινήτρων και διασφαλίσεων για την ενθάρρυνση ξένων επενδύσεων), ειδικές συμβάσεις με ξένες εταιρείες, άμεσες κρατικές παραγωγικές πρωτοβουλίες, νέους χρηματοδοτικούς θεσμούς!
 Εκτελούν επίσης μεγάλα έργα υποδομής (υδροηλεκτρικά φράγματα κ.λπ.) και αναζητούνται συστηματικά ξένα κεφάλαια για τη χρηματοδότησή τους.
 Με άλλα λόγια, το κράτος αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής δομής της χώρας.
Το αποτέλεσμα θα είναι, με την αναπόφευκτη χρονική υστέρηση, η απογείωση της ελληνικής οικονομίας – μια εντυπωσιακή ανάπτυξη που κράτησε ώς τη μεγάλη κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70.
 Εν τούτοις, θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί ότι εκείνη η «χρυσή εποχή» περιείχε τους σπόρους της μεταγενέστερης κρίσης – κυρίως ένα πελατειακά διογκούμενο κράτος. 
Κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάπτυξη δεν έγιναν, όπως δείχνει το ιστορικό της Δημόσιας Διοίκησης, των κρατικών «φορέων» και της εκπαίδευσης.
 
Του Πάνου Καζάκου
*Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Συμβουλίου ΑΤΕΙ Καλαμάτας.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου