Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο πριν τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο



undefined

O A' Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε πεδίο εσωτερικής διαμάχης και πολιτικών μαχών για την Ελλάδα
Η χώρα παρέμεινε ουδέτερη τα πρώτα χρόνια του πολέμου μη θέλοντας να συγκρουσθεί με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Από τη μία πλευρά υπηρχε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο οποίος
στήριζε την ουδετερότητα της χώρας και στη χειρότερη των περιπτώσεων συστράτευση με τις δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ήτοι Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία κλπ.
Από την άλλη πλευρά υπήρχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος ως Πρωθυπουργός της χώρας πρότεινε τη στήριξη των Δυνάμεων της Αντάντ. Η βασική του πολιτική πεποίθησή, ήταν ότι άσχετα από την έκβαση του πολέμου στην κεντρική Ευρώπη, η Βρετανία θα παρέμενε κυρίαρχη στην Εγγύς Ανατολή.
Η διαφωνία μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού οδήγησε στην παραίτηση της Κυβέρνησης Βενιζέλου την 21η Φεβρουαρίου 1915. Στις εκλογές του Μαΐου η λαϊκή ετυμηγορία επανεκλέγει τον Βενιζέλο, ο οποίος με τη νέα εκλογή του επαναλαμβάνει τη δέσμευση που είχε αναλάβει η Ελλάδα ως σύμμαχος απέναντι στη Σερβία, εάν δεχθεί εκείνη επίθεση της Βουλγαρίας. Τα Ανάκτορα ανένδοτα εμμένουν στις θέσεις τους, πράγμα που οδηγεί τον Έλληνα Πρωθυπουργό σε νέα παραίτηση και αποχή του κόμματός του από τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915
Η διαμάχη αυτή για τη στάση της χώρας στον πόλεμο, στάθηκε ουσιαστικά η αιτία αλλά και η αφορμή για την απόσχιση των δύο μερών και τη δημιουργία δύο αντίθετων πολιτικών πόλων. Ο εθνικός διχασμός αποτελούσε, πλέον, γεγονός.
Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης
Στις 16 Αυγούστου του 1916 ο Βενιζέλος σχηματίζει το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη που το υποστηρίζει ο συμμαχικός στρατός που έχει στο μεταξύ αποβιβαστεί στη πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος έπειτα από τους αρχικούς δισταγμούς του τάσσεται με το κίνημα και στις 26 Σεπτεμβρίου μεταβαίνει στα Χανιά, όπου και σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη την τριανδρία, αποτελούμενη από τον ίδιο, το ναύαρχο Κουντουριώτη και το στρατηγό Δαγκλή και από εκεί μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη
Η Ελλάδα το 1916 είχε κοπεί στα δύο:
Από τη μια μεριά το κράτος της Θεσσαλονίκης που περιλάμβανε τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, απεφάσιζε να διενεργηθεί στρατολογία σε μεγάλη κλίμακα και οργάνωνε την μεραρχία του Αρχιπελάγους και κατόπιν τις μεραρχίες Κρήτης και Σερρών
Από την άλλη μεριά η κυβέρνηση των Αθηνών αντιπαρατασσόταν στους οπαδούς του Βενιζέλου με τους απολυθέντες στρατευσίμους που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς σε παρακρατικές ομάδες.
Στην προσπάθεια των Συμμάχων να θέσουν υπό τον έλεγχο τους τη νότια Ελλάδα, τα Γαλλικά θωρηκτά έμπαιναν στον Πειραιά και αποβίβαζαν 3000 άνδρες, ενώ βομβάρδιζαν περιοχές της Αθήνας γύρω από το Στάδιο και κοντά στα Ανάκτορα
Μετά από τελεσίγραφο των συμμάχων ο βασιλιάς αποσύρεται από το θρόνο, χωρίς να παραιτηθεί τυπικά, στις 2/15 Ιουνίου 1917, αφήνοντας στη θέση του το δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος έρχεται στην Αθήνα και σχηματίζει κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου και αμέσως κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις επισημοποιώντας την ανάλογη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης.
Παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση αυτή δημιούργησε ισχυρό στρατό, που συνέβαλε πρωταγωνιστικά για τη νίκη των συμμάχων στο Μακεδονικό μέτωπο και έγινε δυνατή η μεγάλη επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918, που οδήγησε στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Η συνθηκολόγηση, τέλος, της Γερμανίας στις 11 Νοεμβρίου 1918 θέτει τέλος στο Μεγάλο Πόλεμο που διήρκησε τέσσερα έτη και αιματοκύλησε την Ευρώπη
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δικαιώθηκε για την επιλογή του να συστρατευθεί στο πλευρό της Αντάντ, με αποτέλεσμα στη Διάσκεψη του Παρισιού από την πλευρά των νικητών πλέον, να υποβάλλει υπόμνημα με τις ελληνικές διεκδικήσεις, που περιλάμβαναν τη Θράκη, τη Βόρεια Ήπειρο αλλά και τη Σμύρνη.
Βέβαια το τι ακολούθησε είναι γνωστό, με το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών, να καταρρέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 1922 που οδήγησαν σε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία του ελληνισμού, τη Μικρασιατική Καταστροφή
Επιμέλεια: Δημήτριος Νίκογλου
Πηγές: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» & Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.


Λίγο πριν τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο


Ποιες συνθήκες ευνόησαν την ανάδυση του φασισμού και ναζισμού στην Ευρώπη μέχρι την έκρηξη του Β” Παγκοσμίου Πολέμου;


Οι άνθρωποι διαμορφώνουν συνείδηση της ύπαρξης τους μέσα στο γήϊνο χωροχρονικό περιβάλλον, του οποίου οι ίδιοι γίνονται διαμορφωτές, από κάποια χρονική στιγμή και μετά (όπως τουλάχιστον γνωρίζουμε έως τώρα) και ανατροφοδοτούν την συνείδησή τους μέσα από τις αλλαγές που επιφέρουν στο περιβάλλον τους, με το οποίο βρίσκονται σε μια συνεχή διαλεκτική σχέση, καθώς και με τις, διαλεκτικής μορφής -παραγωγικές-, σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους.
Υπό αυτή την έννοια οι συνθήκες που ευνόησαν την ανάδυση του φασισμού στην Ευρώπη είναι άμεσα εξαρτημένες από τον χωροχρονικό παράγοντα, αλλά και από τις μέχρι τότε μεταβολές που έχει υποστεί η ανθρώπινη συνείδηση μέσα από τις διαδικασίες των παραγωγικών σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπων και χωροχρόνου.

Σύμφωνα με το Σύντομο Κοινωνικοπολιτικό Λεξικό ο φασισμός είναι:
«Ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών και επιθετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο φασισμός υποστηρίζεται και χρηματοδοτείται από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Επιδιώκει τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, καταργεί τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες στο εσωτερικό και εφαρμόζει σωβινιστική εξωτερική πολιτική. Ο φασισμός είναι γέννημα της γενικής κρίσης του καπιταλισμού κι εμφανίζεται σε περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο…»[1]
Η Ευρώπη έχει βγεί το 1919 από έναν Α” Παγκόσμιο Πόλεμο όπου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν ήδη επιχειρήσει να μοιράσουν τον κόσμο και τις σφαίρες επιρροής τους και επειδή: «Οι ειρηνικές συμμαχίες προετοιμάζουν τους πολέμους και με τη σειρά τους ξεπηδούν από τους πολέμους…»[2] η συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών προετοίμασε ουσιαστικά τον επόμενο πόλεμο και την ανάδυση του φασισμού, υποχρεώνοντας τη Γερμανία να:
-Μετατραπεί σε ένα αδύναμο στρατιωτικά κράτος
-Να επιστρέψει την Αλσατία και τη Λοραίνη στη Γαλλία και να παραχωρήσει εδάφη της στην Κοινωνία των Εθνών, στη Δανία, στην Πολωνία και να μετατρέψει τη Ρηνανία σε αποστρατικοποιημένη ζώνη
-Ενώ της απαγορεύεται να ενωθεί με την Αυστρία και επιπλέον υποχρεούται να πληρώσει δυσβάστακτες οικονομικές κυρώσεις, ως αποζημίωση στους νικητές του πολέμου. [3] Αντί να κυριαρχήσει όπως ονειρευόταν.
Στο μεταξύ η νέα τάξη των εργατών που έχει εμφανιστεί δυναμικά τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, που με τη σειρά της οφείλει την ανάδυσή της στον καπιταλισμό, έχει αρχίσει να αντιδρά με τον συνδικαλισμό, το εργατικό κίνημα και τη δημιουργία εργατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων, στην αρνητική κατάσταση που διαμορφώνεται γι” αυτήν μέσα στη βιομηχανική κοινωνία.
 Ο όρος σοσιαλισμός έχει αρχίσει να ακούγεται ήδη από το 1830 στη Γαλλία, αλλά τώρα πια παίρνει μορφή συγκροτημένης και αξιόπιστης απάντησης στον καπιταλισμό, μέσα από τις επεξεργασμένες θέσεις των Μαρξ και Ενγκελς, που είναι αστοί και οι ίδιοι, αλλά προβληματίζονται με την υπάρχουσα κατάσταση.
Το 1917 το κομμουνιστικό κόμμα των Μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, καταλαμβάνει την εξουσία στη Ρωσία. Στο τέλος του πολέμου και τους μήνες που ακολούθησαν (φθινόπωρο 1918 – άνοιξη 1919) μία σειρά από επαναστατικά κινήματα ξέσπασαν στις ηττημένες χώρες, Γερμανία και Αυστροουγγαρία. Ολόκληρη η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη βρίσκεται υπό συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης, κοινωνικής αποσύνθεσης και πολιτικής αστάθειας, ενώ ο φόβος κοινωνικοπολιτικών ταραχών είναι έντονος ακόμα και στις νικήτριες του πολέμου, τη Βρετανία και τη Γαλλία.
Από εκεί και ύστερα η δημιουργία κομμουνιστικών κομμάτων, σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, τη δεκαετία του 1920, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και ενθαρρύνει τη δημιουργία μαζικών αντικομουνιστικών κομμάτων, προπάντων του φασιστικού στην Ιταλία (1919) και του ναζιστικού στη Γερμανία (1919)[4].
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο αντιδρά με κάθε τρόπο στα επαναστατικά κινήματα, στις απεργίες και στις κινητοποιήσεις.
Η ανελέητη καταστολή των κινημάτων στη Γερμανία και στην Ουγγαρία, οι συλλήψεις συνδικαλιστών και η κήρυξη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών στη Γαλλία ως παράνομης, η υποστήριξη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι από μεγαλογαιοκτήμονες και βιομηχάνους στην Ιταλία, καθώς και η επέμβαση του στρατού στην Ισπανία για να καταπνίξει το απεργιακό κίνημα, που έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις, αποτελούν εκδοχές της πολιτικής της αντεπανάστασης στην Ευρώπη την περίοδο 1919-1921.
«Για τον παλιό καπιταλισμό, όπου κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος συναγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων. Για τον νεότατο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου.»…[5]
Αν δεχθούμε την αρχική άποψη ότι η ανθρώπινη συνείδηση διαμορφώνεται και από τις παραγωγικές σχέσεις θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι όταν στην οικονομία (παραγωγικές σχέσεις) κυριαρχούν τα μονοπώλια και οι επεκτατικές τάσεις, γιατί όχι και στην πολιτική, που διαμορφώνουν αυτές οι παραγωγικές σχέσεις;
Δεν θα συμφωνήσω με τον Στάνλει Πέιν, ότι κοινό χαρακτηριστικό της εμφάνισης των φασιστικών κινημάτων είναι η παρουσία τους σε κράτη νεοσύστατα: «Ενα σχετικά καινούργιο κράτος, όχι παλιότερο από τρεις γενιές»[6].

Η Γερμανία πράγματι κατάφερε να αποκτήσει υπόσταση κράτους μόλις τον Ιανουάριο του 1871, μετά την κήρυξη του πολέμου κατά της Γαλλίας από τον Βίσμαρκ -με στόχο ακριβώς την ενοποίηση – και (σημαδιακό;) η Γερμανική Αυτοκρατορία ανακηρύχθηκε σε κράτος στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, κοντά στο κατεχόμενο Παρίσι, και με τη συνθήκη των Βερσαλλιών θα ταπεινωνόταν το 1919… Ενώ αντίστοιχα η Ιταλία κατάφερε την ενοποίηση ένα χρόνο πριν, το 1870.

Αλλά το εδαφικό καθεστώς της Δυτικής Ευρώπης είχε έως ένα σημαντικό βαθμό σταθεροποιηθεί με τις συνθήκες της Ουτρέχτης το 1713-1714 και η Ισπανία είχε πολύ νωρίτερα υπόσταση κράτους, εν τούτοις είχε φασιστικό καθεστώς έως τις μέρες μας, στο οποίο ο Στάνλεϊ Πέϊν δεν αναγνωρίζει καθαρά φασιστικά χαρακτηριστικά, αλλά περισσότερο στρατοκρατικά.
Μου δίνει την εντύπωση ότι «διϋλίζει τον κώνωπα» για το τι είναι φασισμός και κάτω από ποιους παράγοντες αναπτύχθηκε, σε σημείο που μοιάζει πως ευχαρίστως θα υποστήριζε ότι δεν υπήρξε καν τέτοιο φαινόμενο. Ιδιαίτερο δε μέλημα του είναι αν και κατά πόσο προχώρησε η καπιταλιστική οικονομία σε πρόοδο εκείνη τη περίοδο, με συχνές αναφορές στα συγχρονιστικά στοιχεία των φασιστικών καθεστώτων, ενώ αραιά και που κάνει την υπόμνηση ότι, «το κόστος εντούτοις ήταν μεγάλο».
Η Ευρώπη με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά και πριν από αυτή (όπως και όλες οι περιοχές του κόσμου πριν και μετά), βρίσκεται σε συνεχείς ανακατατάξεις για την κυριαρχία των εδαφών και των φυσικών πόρων. Με μία βασική διαφορά: ο πόλεμος κάποτε γινόταν για επιβίωση και αναζήτηση πραγματικά ζωτικού χώρου. Τώρα υπάρχει συσσώρευση κεφαλαίων και ανάγκη για επικερδείς τοποθετήσεις.
Η Γερμανία στην Κεντρική Ευρώπη, πριν από τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά, με πρωτοπορία μάλιστα στη χημική και την ηλεκτρική βιομηχανία σε όλη την ήπειρο, και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έχουν δημιουργηθεί μονοπωλιακά κεφάλαια, ενώ δεν διαθέτει ουσιαστικά αποικίες.

Το ίδιο ισχύει και για την Ιταλία στο θέμα των αποικιών.
Η ήττα της στον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο δεν της επιτρέπει να διοχετεύσει αυτά τα κεφάλαια. Επιπλέον πρέπει να βρει ένα τρόπο να εξωστρέψει την εσωτερική δυσαρέσκεια των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, που εξαθλιώθηκαν οικονομικά, μετά την ήττα της στον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, και να τα απομακρύνει από το όραμα να διεκδικήσουν κυριαρχία.

Οι Σπαρτακιστές, η πιο επαναστατική πτέρυγα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που την 1η Ιανουαρίου του 1919 ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας, ηττήθηκαν από τις συνασπισμένες δυνάμεις των σοσιαλδημοκρατών και των εθνικιστών, ενώ οι δύο ηγέτες τους, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν κατά την εξέγερση του Βερολίνου τον Ιανουάριο του 1919.[7]

Η έξυπνη προπαγάνδα του Χίτλερ που υποσχόταν ανατροπή των διεθνών περιορισμών της Γερμανίας και επέκταση στο «ζωτικό χώρο» της (στα εδάφη των όμορων σλαβικών κρατών), «απελευθέρωση» των γερμανόφωνων που ζούσαν εκτός Γερμανίας, εκδίωξη των Εβραίων, οικονομική και κοινωνική ανόρθωση και πλήρη απασχόληση, κοινωνική εξασφάλιση και εργασιακή ειρήνη κέρδισε την εμπιστοσύνη των μεσαίων στρωμάτων .[8]
Ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, της μεγαλοαστικής τάξης. Οι μεγαλοαστοί χρηματιστές ενδιαφέρονται για εξάπλωση και ο Χίτλερ τους την υπόσχεται απαλείφοντας το 1930 τα αντικαπιταλιστικά συνθήματα του κόμματός του. Στις 28 Ιανουαρίου του 1933 ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ τον διορίζει πρωθυπουργό, υποκύπτοντας στις πιέσεις ενός κύκλου μεγαλοβιομηχάνων, Πρώσων γαιοκτημόνων και τραπεζιτών.
Παράλληλα ο Μουσολίνι, πρώην σοσιαλιστής δημοσιογράφος, αναδεικνύεται εμπνευστής και ηγέτης του φασιστικού κόμματος της Ιταλίας.
 Το 1919 διατυπώνει το ιδρυτικό πρόγραμμα του φασιστικού κινήματος, πρόγραμμα ριζοσπαστικό και φιλολαϊκό, που απαιτεί ανάμεσα στα άλλα εφαρμογή της οκτάωρης εργασίας, καθώς και βαριά φορολογία του κεφαλαίου και των κληρονομιών.

Το σοσιαλιστικής απόχρωσης πρόγραμμα του Μουσολίνι ένα χρόνο αργότερα αντικαταστάθηκε από ένα σαφώς πιο συντηρητικό, χωρίς αναφορές σε οικονομικές επιβαρύνσεις των κυρίαρχων στρωμάτων, αλλά με έντονα εθνικιστικό λεξιλόγιο.

 Οι μεγαλογαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι εξασφάλισαν τον κοινωνικό συντηρητισμό του φασιστικού κόμματος χρηματοδοτώντας το.
Είχαν κάθε λόγο να στηρίξουν τη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας που ευαγγελίζονταν οι ακροδεξιοί, ενώ τα αυταρχικά δικτατορικά καθεστώτα απέσπασαν και την εύνοια της εκκλησίας, που μόνο με τρόμο σκεφτόταν το ενδεχόμενο επικράτησης του κομμουνισμού, άρα της αθεΐας.
Η ανάδυση του φασισμού και του αυταρχισμού γενικότερα σε όλη την Ευρώπη δεν απαντά ωστόσο στο φιλοσοφικό ερώτημα του Σπινόζα: «Γιατί άραγε αγωνίζονται οι άνθρωποι για τη δουλοσύνη τους ωσάν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους;».
Στο γιατί δηλαδή οι εξαθλιωμένες μεσαίες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις εργαζομένων και εργατών της Γερμανικής και της Ιταλικής κοινωνίας στήριξαν τα φασιστικά καθεστώτα, δίνοντας ακόμα και τις ζωές τους και στο γιατί τα κομμουνιστικά κόμματα, που υποτίθεται εκπροσωπούσαν το αντίπαλο δέος του καπιταλισμού, δεν ήταν ελκυστικά.
Δεν απαντά επίσης στο ερώτημα γιατί και η Σοβιετική Ενωση, για την οποία μάλλον ο Λένιν οραματιζόταν ένα διαφορετικό καθεστώς, κατέληξε να έχει ομοιότητες με τα φασιστικά καθεστώτα, ιδιαίτερα κατά την Σταλινική περίοδο. Δεν απαντά επίσης στον αντισημιτισμό της Γαλλίας παλαιότερα και της Ρωσίας, ούτε στο «κυνήγι μαγισσών» της Αναγέννησης.
Ουσιαστικά δηλαδή την απόδοση κάθε κακού και ευθύνης, πέρα και έξω από την ατομική μας ευθύνη και άρα και την ευκολία μας να αφήνουμε στα χέρια των άλλων τις τύχες μας και την εξουσία της ζωής μας, υπακούοντας τυφλά κάθε είδους ιδεολογία, που απευθύνεται στην άλογη και όχι έλλογη υπόστασή μας.

Γιατί όλα τα φασιστικά καθεστώτα εκεί απηύθυναν ουσιαστικά την προπαγάνδα τους, εκμεταλλευόμενα και την εξάπλωση της μαζικής κουλτούρας.
Η Τέχνη, ωστόσο, και η Επιστήμη που αποτελούν αντανάκλαση της συνείδησης των κοινωνιών, μέσα στις οποίες παράγονται, από τη μια εκφράζουν τις τάσεις της κοινωνίας που τις γεννά ή τις ερμηνεύουν, ενώ από την άλλη συχνά είναι προφητικές των τάσεων που πρόκειται να εμφανισθούν.
«Ο Γκαίτε ήταν προφήτης όταν έστηνε μπροστά στα μάτια του λαού του το παράδειγμα της συμφωνίας του Φάουστ με το διάβολο…[9] …Ο Φάουστ … ήταν διχασμένος και τοποθέτησε το «κακό» έξω από τον εαυτό του, με τη μορφή του Μεφιστοφελή, για να του χρησιμεύει σαν άλλοθι σε περίπτωση ανάγκης…
… η ηθική προσωπικότητα του Φάουστ παραμένει ομιχλώδης. Ο Φάουστ ποτέ δεν αποκτά πραγματική υπόσταση. Δεν είναι ένα αληθινό ανθρώπινο ον και δεν μπορεί να γίνει…».[10]
Θα συμφωνήσω με το Γιούγκ στο διχασμό του Φάουστ, αλλά ας μου επιτρέψει να θεωρήσω ότι ο άνθρωπος είναι γενικότερα διχασμένος εδώ και πολλούς αιώνες, γι” αυτό και δεν δημιουργεί τίποτα άλλο γύρω του, παρά αυτό που ενυπάρχει μέσα του, γιατί με τον «κομμουνισμό», τύπου Στάλιν, και τον φασισμό οδηγήθηκε σε ένα νέο πρωτοφανή διχασμό Δυτικού και Ανατολικού Μπλοκ, που τον ζήσαμε ως τις μέρες μας και στη χώρα μας με τον εμφύλιο.
Ο άνθρωπος παραπαίει διαρκώς ανάμεσα στο πόσο ζώο παραμένει ακόμα και πόσο άνθρωπος γίνεται, ανάμεσα στην υπερβολή της λογικής, προϊόν του εξανθρωπισμού του, και την υπερβολή του παραλόγου των συναισθημάτων και των ενστίκτων, απόρροια της ζωικής του προέλευσης, τα οποία δεν εννοεί να παραδεχθεί και να συμφιλιώσει εντός του.
Ισως, μάλιστα, να «παραέγινε άνθρωπος» και γι” αυτό ήδη από την περίοδο του Διαφωτισμού να μπορεί ο Γάλλος Σαντ να διατυπώνει την άποψη, πολύ πριν από το Φρόϋντ, ότι «η σεξουαλικότητα διαποτίζει τα υπόλοιπα ένστικτα και ικανοποιείται από την πλήρη κυριάρχηση του αντικειμένου της ηδονής, και αφού η κυριάρχηση τούτη γίνεται αισθητή σ” ολόκληρη της υπαρξιακή της ένταση τόσο από τον κυριαρχούμενο όσο κι από τον κυρίαρχο, στον τελευταίο αυτό συμπίπτει η ύψιστη έξαρση της ηδονής με την άκρα εκδίπλωση του αισθήματος της ισχύος» και ακόμη «το έγκλημα προέρχεται από τη φωνή της Φύσης μέσα στον άνθρωπο, είναι δηλαδή ριζωμένο στη βιοδομή του» και επιπλέον «ως αμιγής φύση ο άνθρωπος δεν γνωρίζει κανονιστικές αρχές».[11]
Ξεχνά ωστόσο ότι η Φύση γνωρίζει κανονιστικές αρχές και οικονομία και ότι τα ζώα ποτέ δεν επιχειρούν κυριαρχία για τη συσσώρευση κεφαλαίων, που ήδη έχει αρχίσει στην εποχή του Σαντ, ή την έξαρση της ηδονής με την κυριαρχία επί του κυριαρχούμενου. Πρώτη ηδονή για το ανθρώπινο είδος είναι ο θηλασμός -τροφή- και βγάλτε συμπέρασμα ποιο είδος στη φύση επιδιώκει κατ” αυτό τον τρόπο ηδονή από την εξασφάλιση της τροφής του έως την αναπαραγωγή του. Αυτά είναι καθαρά ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Και σίγουρα δεν ίσχυαν για τον άνθρωπο ούτε οι θεωρίες του Δαρβίνου που εκφράστηκαν στο «Περί της Καταγωγής των Ειδών» (1859), και χρησιμοποιήθηκαν, για να δικαιολογήσουν τον κοινωνικό δαρβινισμό, που ευνόησε την ανάδυση του φασισμού με την ιδέα περί «ξεχωριστής ευρωπαϊκής φυλής, προορισμένης να κυριαρχήσει».
Μετέπειτα το ρόλο ανέλαβε να φέρει εις πέρας η «άρια» από μόνη της, εκπροσωπώντας όλη την Ευρώπη. Στη Φύση κανένα ζώο δεν έχει εξοντώσει 6 εκατομμύρια όμοιους του (Εβραίους, τσιγγάνους, και ομοφυλόφιλους), με τρόπο φρικτό, ούτε έκανε ποτέ πόλεμο με 42 εκατομμύρια νεκρούς, για να κυριαρχήσει ως μοναδικό είδος.
Λίγο αργότερα στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου ένας ακόμα Γερμανός, ο Νίτσε, θα μιλήσει για τον «Υπεράνθρωπο» και τον θάνατο του Θεού.
«Είναι ένας αμετάβλητος ψυχολογικός νόμος ότι η προβολή που δεν προβάλλεται πια, γυρίζει πάντα στην πηγή της. Γι” αυτό όταν κανείς ανακαλύψει τη μοναδική ιδέα ότι ο Θεός είναι νεκρός, ή ότι δεν υπάρχει καθόλου, η ψυχική εικόνα του Θεού, που αντιπροσωπεύει μιαν ορισμένη δυναμική και ψυχική δομή, επιστρέφει στο υποκείμενο και δημιουργεί μία κατάσταση που κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι είναι αυτός ο ίδιος Θεός. Μ” άλλα λόγια, φέρνει στο προσκήνιο όλες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μονάχα τους ανόητους και τους τρελούς…»[12]
Και βρέθηκε ο «παρανοϊκός» Χίτλερ για να παίξει το ρόλο του Θεού, για χάρη των συμπατριωτών του.
«…όταν ένας αριθμός ανθρώπων συγκεντρώνεται με συναισθηματική φόρτιση επάνω σε ένα αντικείμενο τότε δημιουργείται ένα τεχνητό στοιχειακό, τεράστιο και ισχυρό σε αναλογία με το πλήθος και την ένταση των συναισθημάτων του. Αυτό το στοιχειακό έχει μία πολύ ευδιάκριτη νοητική ατμόσφαιρα, η οποία επηρεάζει αρκετά ισχυρά τα συναισθήματα κάθε προσώπου που συμμετέχει στο συλλογικό συναίσθημα. Τους δημιουργεί τηλεπαθητικές υποβολές, ηχώντας τη νότα της ύπαρξής του στα αυτιά τους και κατόπιν ενισχύει τη συναισθηματική δόνηση που το γέννησε αρχικά».[13]
Τα φασιστικά κινήματα, ειδικά το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας, χρησιμοποίησαν κατά κόρον τεχνικές προπαγάνδας, που προέρχονταν από χώρους εσωτεριστικούς, αποκρυφιστικούς ή μυστικιστικούς, για να δημιουργήσουν την κατάλληλη «νοητική ατμόσφαιρα» «κατάληψης». Αυτό κατά Γιούγκ θα ερμηνευόταν σαν πρόκληση δυνάμεων του συλλογικού ασυνείδητου, που έχουν απωθηθεί σαν «κακό» και θεριεύουν, ξεπερνώντας την ατομική βούληση και αποκτηνώνοντας[14] το άτομο, ενώ κατά τον Βίλχελμ Ράϊχ, μία τέτοια μυστικιστική εμπειρία, θα ερμηνευόταν σαν πρόκληση στο ανικανοποίητο γενετήσιο ένστικτο, που καταπιέζεται ήδη από την παιδική ηλικία.
Αυτό μη φανταστούμε ότι γίνεται προσχεδιασμένα, μπαίνοντας στον παραλογισμό των συνωμοτικών θεωριών. Ο Ερικ Ερικσον[15] έχει καταγράψει πως οι φυλές των Ινδιάνων Σιου και Γιούροκ, με εμπειρικό ένστικτο, διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους στη διάρκεια του θηλασμού και της εκμάθησης ελέγχου ή μη των βασικών αναγκών τους, προετοιμάζοντάς τα για μία κοινωνία κυνηγών, που μοιράζεται το κυνήγι ή για μία κοινωνία ψαράδων, που δεν μοιράζεται το ψάρεμα. Με αυτή την έννοια εννοεί και ο Ράϊχ, κατά τη γνώμη μου, τον έλεγχο του σεξουαλικού ενστίκτου.
Ο Ράϊχ αναφερόμενος στον αγκυλωτό σταυρό, το σύμβολο της ναζιστικής σημαίας, γράφει:
«Ο αγκυλωτός σταυρός βρίσκεται συχνά μαζί με ένα ρόμβο, ο πρώτος σα σύμβολο του αρσενικού, ο δεύτερος του θηλυκού στοιχείου. …ο αγκυλωτός σταυρός ήταν αρχικά γενετήσιο σύμβολο… οι λεξικογράφοι της αρχαίας ινδικής ονομάζουν σβάστικα τόσο τον κόκορα, όσο και τον φιλήδονο – πράγμα που μαρτυρεί την αφροδισιακή σημασία της λέξης. …Η επιρροή του αγκυλωτού σταυρού στην υποσυνείδητη αισθηματική ζωή δεν είναι φυσικά η αιτία της επιτυχίας της φασιστικής ομαδικής προπαγάνδας, αλλά ένας ισχυρός βοηθητικός μοχλός»[16].
Ωστόσο ο Στάνλεϊ Πέϊν απορρίπτει την ερμηνεία του Ράιχ για την ψυχολογία του φασισμού, σαν «περισσότερο διαισθητική παρά εμπειρική», ενώ την κατατάσσει στις «ακραίες φροϋδικές ψυχοσεξουαλικές εξηγήσεις».[17]
Αυτός ο χαρακτηρισμός μάλλον δικαιολογείται, γιατί ο Φρόιντ, παρά την αρχική επαναστατικότητα της θεωρίας του, παρέμεινε στο ότι «η αρχή της ηδονής συγκρουόμενη με την αρχή της πραγματικότητας καταλήγει στην καθυστέρηση ή την αναβολή της ικανοποίησης και στη μετουσίωση της σε σκέψη, δουλειά, παιχνίδι» και κατ” επέκταση στη δημιουργία του «πολιτισμού».
 Από εκεί και μετά ο Φρόιντ καταλήγει στο συμπέρασμα της ύπαρξης του Ενστίκτου του Θανάτου, εξίσου ισχυρού με το Ένστικτο της Ζωής, και ως τελικού σκοπού για απολύτρωση από τη συνεχή ένταση, λόγω των συγκρούσεων με την πραγματικότητα και του φόβου του θανάτου.
Αντίθετα ο Ράϊχ, διαφωνεί και μιλά για το Ένστικτο της Ζωής, που καταπιέζεται και διαστρέφεται μέσα από τη συσσώρευση της έντασης και αναζητά διέξοδο σε φαινόμενα τύπου φασισμού. Ενώ, κατά την άποψή του, όταν ο άνθρωπος έχει υγιές ένστικτο, ζει τη ζωή ολοκληρωμένα δεν φοβάται και δεν επιζητά το θάνατο, ούτε υποτάσσεται στον ανορθολογισμό και τον αυταρχισμό, ούτε είναι δυνατόν να οδηγηθεί σε «αγελαία», ανεύθυνη συμπεριφορά.
Οταν ένα ζώο το φυλακίσεις θα σε ξεσκίσει ή θα παραδοθεί παθητικά στο θάνατο, αν κουραστεί να παλεύει για την ελευθερία του. Και αυτό ακριβώς έκανε ο μέσος άνθρωπος που ακολούθησε τυφλά το φασισμό. Απωθώντας την ζωϊκή του υπόσταση ξαναβγαίνει στην επιφάνεια θεριεμένη και διεστραμμένη, οδηγώντας τον να σφαγιάζει το συνάνθρωπο του για το κέρδος και κάνοντας τον τυφλό όργανο υποταγής.
Ο διάβολος του Φάουστ για το Ράϊχ είναι το ανθρώπινο ζώο, που δεν αναγνωρίζεται από το άλλο του μισό, τον «θωρακισμένο» άνθρωπο. Κι όσο επιμένει να το αγνοεί δεν θα καταφέρει ουσιαστικά να αποκτήσει ποτέ αληθινή ανθρώπινη υπόσταση, αλλά θα αγωνίζεται για «τη δουλοσύνη του σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία του», τοποθετώντας πάντοτε τον «φτωχοδιάβολο» έξω από τον εαυτό του. Αυτή είναι η γνώμη μου, κι ας υποστηρίζει ο Στάνλεϊ Πέϊν, πως έτσι «ο αριθμός των πιθανών φασιστών θα ήταν τεράστιος».

 Μακάρι να διαψευστώ, γιατί στις μέρες μας, βλέπουμε και πάλι φαινόμενα ακραία, που δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν και έως πού θα φτάσουν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κ. Ράπτη, «Γενική Ιστορία της Ευρώπης» Β” τόμος ΕΑΠ
2. Στάνλει Πέϊν, «Η Ιστορία του Φασισμού. 1914- 1945», εκδόσεις Φιλίστωρ, 2000
1. Β.Ι. Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού», Εκδόσεις Θεμέλιο, 1981
2. Βίλχελμ Ράιχ, «Η μαζική ψυχολογία του Φασισμού», Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Τόμος Πρώτος, Αθήνα, 1974 (Ο Βίλχελμ Ράϊχ στη διάρκεια ανάδυσης του φασισμού ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας και εργαζόταν σαν κλινικός ψυχίατρος στη Βιέννη έτσι έζησε από αρκετά κοντά κάποιες ιστορικές στιγμές)
3. Ερικ Ερικσον, Η Παιδική Ηλικία και η Κοινωνία, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1975
4. Καρλ Γιουγκ, «Το αρχέτυπο του ολοκληρωτισμού», Εκδόσεις Σταγείρια, Θεσσαλονίκη, 1990 (Ο Καρλ Γιούγκ έζησε επίσης την περίοδο ανάδυσης του φασισμού, και εργάστηκε με αρκετούς γερμανούς σαν πελάτες του και είχε διαγνώσει εν μέρει το τι επίκειτο, παρακολουθώντας το υλικό συλλογικού ασυνειδήτου που έβγαινε στην επιφάνεια με τα όνειρά τους, μέσα από μύθους φυλετικούς)
5. Dion Fortune, «Πρακτικός Εσωτερισμός», Εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1990

[1] Σύντομο Κοινωνικοπολιτικό Λεξικό, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1986
[2]
Β. Ι. ΛΕΝΙΝ Ο Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1981, σελ. 148
[3]
Κ. Ράπτη, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος 2ος ΑΠΠ, 2000
[4]
Κ. Ράπτη, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος 2ος ΑΠΠ, 2000
[5]
Β. Ι. ΛΕΝΙΝ, Ο Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1981, σελ. 76
[6]
Στάνλεϊ Πέϊν, Η Ιστορία του Φασισμού 1914 -1945, Εκδόσεις Φιλίστωρ, 2000, σελ. 674
[7]
Κ. Ράπτη, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος 2ος ΑΠΠ, 2000
[8]
Κ. Ράπτη, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος 2ος ΑΠΠ, 2000
[9] Καρλ Γιούγκ, Το Αρχέτυπο του Ολοκληρωτισμού, Εκδόσεις Σταγείρια, 1990, σελ. 95
[10] Καρλ Γιούγκ, Το Αρχέτυπο του Ολοκληρωτισμού, Εκδόσεις Σταγείρια, 1990, σελ. 86-87
[11] Παναγιώτη Κονδύλη. Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Τόμος Β” Εκδόσεις Θεμέλιο σελ. 194-195
[12] Καρλ Γιούγκ, Το Αρχέτυπο του Ολοκληρωτισμού, Εκδόσεις Σταγείρια, 1990, σελ. 97
[13] Dion Fortune, Πρακτικός Εσωτερισμός, Εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1990, σελ. 33
[14] Η αποκτήνωση του ανθρώπου δεν σημαίνει ότι εξομοιώνεται με τα υγιή ένστικτα του ζώου, που σκοτώνει μόνο όταν υπάρχει ανάγκη επιβίωσης.
[15] Ερικ Ερικσον, Η Παιδική Ηλικία και η Κοινωνία, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1975
[16] Βίλχελμ Ράϊχ, Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1974, σελ. 147-149
[17] Στάνλεϊ Πέϊν, Η Ιστορία του Φασισμού 1914 -1945, Εκδόσεις Φιλίστωρ, 2000, σελ. 626

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου