Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ


Κεί­με­νο – Εἰ­κό­νες

Ἰ­ω­άν­νης Α. Σαρ­σά­κης

Στρατιωτικὸς

Ἐρευνώντας τὸν βίο καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ Ἁγίου Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, βρίσκουμε πολλὲς ἐνέργειές του οἱ ὁποῖες εἶναι ἄξιες ἀναφορᾶς καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τες ἱ­στο­ρι­κὲς πα­ρα­κα­τα­θῆ­κες. Συγ­κε­κρι­μέ­να θὰ ἤ­θε­λα νὰ στα­θῶ στὸν ξεκάθαρο χα­ρα­κτή­ρα καὶ τὴ Ρω­μαί­ϊκη λε­βεν­τιά του, τὰ ὁ­ποῖα ἐμ­φα­νῶς δι­α­κρί­νον­ται ἐ­ξε­τά­ζον­τας ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α ὡς Αὐ­το­κρά­το­ρα. Δι­ευ­κρι­νι­στι­κὰ θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­να­φέ­ρω ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Βα­τά­τζης, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ Δι­δυ­μό­τει­χο, (1) ὑ­πῆρ­ξε Αὐ­το­κρά­το­ρας τῆς Ρω­μα­νί­ας (1222–1254) μὲ ἕ­δρα τὴ Νί­και­α τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας τὴν ἐ­πο­χὴ ὅ­που ἡ Βα­σι­λί­δα τῶν πό­λε­ων εἶ­χε πέ­σει στὰ χέ­ρια τῶν Φράγ­κων ἀ­πὸ τὸ 1204. Στὰ 32 χρό­νια ποὺ βα­σί­λευ­σε πο­λέ­μη­σε ἐ­ναν­τί­ον Φράγ­κων καὶ Βουλ­γά­ρων καὶ κα­τά­φε­ρε νὰ ὀρ­θώ­σει καὶ νὰ ἰ­σχυ­ρο­ποι­ή­σει τὸ κρά­τος τῶν Ρω­μαί­ων. Ἐ­πι­στέ­γα­σμα αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­γῶνα ἦ­ταν, 7 χρό­νια με­τὰ τὸν θά­να­τό του ὁ στρα­τός τῆς Νί­και­ας νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σει τὴν Βα­σι­λεύ­ου­σα καὶ νὰ ξα­να­γί­νει ἡ Πό­λη τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου πρω­τεύ­ου­σα τῆς Ρω­μα­νί­ας. Οἱ ἀ­ρε­τὲς πού προ­α­νέ­φε­ρα γί­νον­ται εὐ­κό­λως ἀν­τι­λη­πτὲς σὲ ὅ­ποι­ον με­λε­τή­σει τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πάν­τη­ση ποὺ ἔ­στει­λε πρὸς τὸν Πά­πα Γρη­γό­ριο τὸν Θ΄ (2), ἡ ὑ­πό­ψη ἐ­πι­στο­λὴ σα­φέ­στα­τα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να κεί­με­νο ἐ­θνι­κῆς ἀ­ξι­ο­πρέ­πειας.

Μεταφερόμαστε λοιπὸν στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1230, τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀνωτέρω ποντίφικας φοβούμενος τὴν ὁρμητικότητα τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὴν στρατιωτικὴ ἰσχυροποίηση τοῦ Βασιλείου τῆς Νίκαιας, ἔστελνε ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς ἡ­γε­μό­νες τῆς Δύ­σης. Μέ­σῳ τῶν ἐ­πι­στο­λῶν, τοὺς ζη­τοῦ­σε νὰ πα­ρά­σχουν βο­ή­θεια πρὸς τοὺς Φράγ­κους κα­τα­κτη­τὲς τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πο­τε­λεῖς του ἡ­γε­μό­νες, ὁ Πά­πας ἔ­στει­λε ἐ­πι­στο­λὴ καὶ πρὸς τὸν Ἕλ­λη­να Αὐ­το­κρά­το­ρα, ἡ ὁ­ποί­α δὲν δι­ε­σώ­θη, μπο­ροῦ­με ὅ­μως νὰ ἐν­νο­ή­σου­με ἐν μέ­ρει τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της, ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Βα­τά­τζη.

Ἡ ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ ἐ­λε­ή­μο­να Βα­σι­λιά, πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε με­τὰ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἀ­θή­ναι­ον» τὸ 1872 ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη Σακ­κε­λι­ῶ­νο (3), ὁ ὁ­ποῖ­ος σχο­λιά­ζει ὅ­τι ¨ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ω­άν­νης ὁ­μι­λεῖ ὡς Ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας μὲ πε­ρη­φά­νια καὶ δρι­μύ­τη­τα κα­τὰ τῶν κα­τα­λα­βόν­των τὴν Βα­σι­λεύ­ου­σα Φράγ­κων¨. Ὁ Ἀν­τώ­νιος Μη­λι­α­ρά­κης (4) στὸ ἔρ­γο του ¨Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Νι­καί­ας καὶ τοῦ Δε­σπο­τά­του τῆς Ἠ­πεί­ρου¨ πα­ρα­θέ­τει τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­φοῦ πρῶ­τα σχο­λιά­ζει τὰ ἑ­ξῆς: ¨Εἰς ταῦ­τα ὁ Βα­τά­τζης ἀ­πήν­τη­σε δι᾿ ὕ­φους ὑ­πε­ρο­πτι­κοῦ καὶ δι᾿ εἰ­ρω­νεί­ας κα­τα­πλη­κτι­κῆς, εἰς οὐ­δὲν λο­γι­ζό­με­νος τὸ ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Πά­πα, καὶ ὁ­μι­λῶν πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ ὡς μο­νάρ­χου κρα­ται­οῦ, κε­κλη­μέ­νου εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν ἐκ Θε­οῦ καὶ ἐκ βα­σι­λι­κοῦ γέ­νους πα­λαιοῦ¨.

Ἀ­ξί­ζει πι­στεύ­ω ὁ ἀ­να­γνώ­στης νὰ με­λε­τή­σει τὴν ἐ­πι­στο­λὴ καὶ νὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­στεῖ ἀ­πὸ τὸ ὕ­φος, τὴν φι­λο­πα­τρί­α καὶ τὴν Ρω­μαί­ϊκη λε­βεν­τιὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Δι­δυ­μο­τει­χί­τη Αὐ­το­κρά­το­ρα. Ὅ­πως ἐ­πί­σης θὰ εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μο στὸν κα­θέ­να νὰ με­λε­τή­σει καὶ τὸν κα­τὰ πλά­τος βί­ο του.

Ἡ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Γ΄ Δού­κα Βα­τά­τζη σὲ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἀ­πό­δο­ση (5):

Ἰ­ω­άν­νης ἐν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ Βα­σι­λεὺς καὶ Αὐ­το­κρά­τωρ Ρω­μαί­ων ὁ Δού­κας, τῷ ἁ­γι­ω­τά­τῳ Πά­πα τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας Ρώ­μης Γρη­γο­ρί­ῳ. Ἂς ἔ­χω τὰς σω­τη­ρί­ους εὐ­χάς σου.

Αὐ­τοί, ποὺ ἔ­στει­λε ἡ ἁ­γι­ό­τη­τά σου καὶ μοῦ ἔ­φε­ραν αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­στο­λή σου, ἐ­πέ­με­ναν ὅ­τι εἶ­ναι γράμ­μα τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς σου. Ὅ­μως ἐ­γώ, ὁ Βα­σι­λιάς, ἀ­φοῦ δι­ά­βα­σα ὅ­σα εἶ­ναι γραμ­μέ­να, ἀρ­νή­θη­κα νὰ πι­στέ­ψω ὅ­τι εἶ­ναι δι­κό σου γράμ­μα, ἀλ­λὰ θε­ώ­ρη­σα ὅ­τι τὸ ᾿γραψε ἕ­νας ἄν­θρω­πος μὲ χα­μέ­να πέ­ρα γιὰ πέ­ρα τὰ μυα­λά του, ποὺ ὅ­μως ὁ ψυ­χι­κός του κό­σμος εἶ­ναι φου­σκω­μέ­νος ἀ­πὸ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ αὐ­θά­δεια δι­ό­τι πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ σχη­μα­τί­σου­με δι­α­φο­ρε­τι­κὴ γνώ­μη γιὰ τὸν γρά­ψαν­τα, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὴ βα­σι­λι­κή μου δύ­να­μη θε­ω­ρών­τας με σὰν ἕ­να ἀ­νώ­νυ­μο καὶ ἄ­δο­ξο καὶ ἀ­σή­μαν­το ἀν­θρω­πά­κι; Δὲν σοῦ μί­λη­σε κα­νεὶς γιὰ τὸ μέ­γε­θος τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τῆς δυ­νά­με­ώς μας;

Δὲ χρει­α­ζό­μα­σταν ἰ­δι­αί­τε­ρη σο­φί­α γιὰ νὰ γνω­ρί­σου­με κα­λὰ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ δι­κός σου θρό­νος. Ἂν βρι­σκό­ταν πά­νω σὲ σύν­νε­φα ἢ ἂν κά­που ¨με­τέ­ω­ρος¨, ἴ­σως ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χου­με με­τε­ω­ρο­λο­γι­κὲς γνώ­σεις γιὰ νὰ τὸν βροῦ­με, ἀλλ᾿ ἐ­πει­δὴ στη­ρί­ζε­ται στὴ γῆ καὶ δὲ δι­α­φέ­ρει κα­θό­λου ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πο­λοί­πους θρό­νους, ὅ­λος ὁ κό­σμος τὸν ξέ­ρει.

Μᾶς γρά­φεις ὅ­τι ἀ­πὸ τὸ δι­κό μας, τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Γέ­νος, ἄν­θη­σε ἡ σο­φί­α καὶ τὰ ἀ­γα­θά της καὶ δι­α­δό­θη­κε στοὺς ἄλ­λους λα­ούς. Αὐ­τὸ σω­στὰ γρά­φεις. Πῶς ὅ­μως ἀ­γνό­η­σες ἢ καὶ ἂν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι δὲν τὸ ἀ­γνό­η­σες, πῶς ξέ­χα­σες νὰ γρά­ψεις ὅ­τι, μα­ζὶ μὲ τὴ σο­φί­α, τὸ Γέ­νος μας κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο καὶ τὴ βα­σι­λεί­α; Ποι­ὸς ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι τὰ κλη­ρο­νο­μι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα τῆς δι­α­δο­χῆς πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον στὸ δι­κό μας Γέ­νος καὶ ὅ­τι ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε οἱ νό­μι­μοι κλη­ρο­νό­μοι καὶ δι­ά­δο­χοι;

Ἔ­πει­τα, σὺ ἀ­παι­τεῖς νὰ μὴν ἀ­γνο­ή­σου­με τὸ θρό­νο σου καὶ τὰ προ­νό­μιά του. Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­μεῖς ἔ­χου­με νὰ ἀν­τα­παι­τή­σου­με νὰ δεῖς κα­θα­ρὰ καὶ νὰ μά­θεις τὰ δι­και­ώ­μα­τα ποὺ ἔ­χου­με ἐ­μεῖς ἐ­πὶ τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τοῦ κρά­τους τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, τὸ ὁ­ποῖ­ο, ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, δι­α­τη­ρή­θη­κε γιὰ μί­α χι­λι­ε­τί­α καὶ ἔ­φτα­σε σέ μᾶς. Οἱ γε­νάρ­χες της βα­σι­λεῖς μου εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τῶν Δου­κῶν καὶ τῶν Κο­μνη­νῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ καὶ ὅ­λους τούς ἄλ­λους Βα­σι­λεῖς ποὺ εἶ­χαν Ἑλ­λη­νι­κὴ κα­τα­γω­γὴ καὶ γιὰ πολ­λὲς ἑ­κα­τον­τά­δες χρό­νια κα­τεῖ­χαν τὴν βα­σι­λι­κὴ ἐ­ξου­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Αὐ­τοὺς ὅ­λους, καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης καὶ οἱ ἱ­ε­ράρ­χες της, τοὺς προ­σκυ­νοῦ­σαν ὡς Αὐ­το­κρά­το­ρες τῶν Ρω­μαί­ων. Πῶς λοι­πὸν ἐ­μεῖς φαι­νό­μα­στε στὰ μά­τια σου ὅ­τι δὲν ἐ­ξου­σι­ά­ζου­με καὶ δὲ βα­σι­λεύ­ου­με σὲ κα­νέ­να τό­πο, πα­ρὰ χει­ρο­τό­νη­σες λὲς κι εἶ­ναι ἐ­πί­σκο­πός σου τὸν ἐκ Βρυ­έν­νης Ἰ­ω­άν­νη βα­σι­λιὰ στὴν Πό­λη; Ποι­ὸ δί­και­ο ἐ­πρυ­τά­νευ­σε στὴ συγ­κε­κριμένη αὐ­τὴ πε­ρί­στα­ση; Πῶς κα­τά­φε­ρε ἡ τι­μί­α σου κε­φα­λὴ καὶ ἐ­παι­νεῖ τὸ ἄ­δι­κο τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καὶ βά­ζει στὴ μοί­ρα τοῦ δι­καί­ου τὴ λη­στρι­κὴ καὶ αἱ­μο­χα­ρή κα­τά­κτη­ση τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης ἀ­πὸ τοὺς Λα­τί­νους;

Ἐ­μεῖς ἐ­ξα­ναγ­κα­στή­κα­με ἀ­πὸ τὴν πο­λε­μι­κὴ βί­α καὶ φύ­γα­με ἀ­πὸ τὸν τό­πο μας ὅ­μως δὲν πα­ραι­τού­μα­στε ἀ­πὸ τὰ δι­και­ώ­μα­τά μας τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τοῦ κρά­τους τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Καὶ νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ βα­σι­λεύ­ει εἶ­ναι ἄρ­χον­τας καὶ κύ­ριος ἔ­θνους καὶ λα­οῦ καὶ πλή­θους δὲν εἶ­ναι ἄρ­χον­τας καὶ ἀ­φεν­τι­κὸ σὲ πέ­τρες καὶ ξύ­λα, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α χτί­στη­καν τὰ τεί­χη καὶ οἱ πύρ­γοι.

Τὸ γράμ­μα σου πε­ρι­εῖ­χε καὶ τοῦ­το τὸ πα­ρά­ξε­νο ὅ­τι ἡ τι­μι­ό­τη­τά σου ἔ­στει­λε κή­ρυ­κες ποὺ δι­ήγ­γει­λαν τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, καὶ ὅ­τι πλή­θη πο­λε­μι­στῶν ἔ­σπευ­σαν γιὰ νὰ δι­εκ­δι­κή­σουν τὴν Ἁ­γί­α Γῆ. Σὰν μά­θα­με αὐ­τὴ τὴν εἴ­δη­ση, χα­ρή­κα­με καὶ γε­μί­σα­με μὲ ἐλ­πί­δες. Ἐλ­πί­ζα­με δη­λα­δὴ ὅ­τι αὐ­τοὶ οἱ δι­εκ­δι­κη­ταὶ τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων θὰ ἄρ­χι­ζαν τὴ δί­και­η δου­λειά τους ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πα­τρί­δα καὶ ὅ­τι θὰ τι­μω­ροῦ­σαν αὐ­τοὺς ποὺ τὴν αἰχ­μα­λώ­τι­σαν, για­τί βε­βή­λω­σαν τὶς ἁ­γί­ες Ἐκ­κλη­σί­ες, για­τί βε­βή­λω­σαν τὰ ἱ­ε­ρὰ σκεύ­η καὶ δι­έ­πρα­ξαν κά­θε εἶ­δος ἀ­νο­σι­ουρ­γί­ες κα­τὰ τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως τὸ γράμ­μα σου ὀ­νό­μα­ζε τὸν Ἰ­ω­άν­νη Βρυ­έν­νιο ποὺ ἀ­πε­βί­ω­σε ἐ­δῶ καὶ πο­λὺν και­ρὸ βα­σι­λιὰ τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, καὶ φί­λο καὶ τέ­κνο τῆς τι­μι­ό­τη­τάς σου, καὶ ἐ­πει­δὴ οἱ νέ­οι σταυ­ρο­φό­ροι σου στέλ­νον­ται γιὰ νὰ βο­η­θή­σουν, γε­λού­σα­με ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νοι τὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὰ παι­χνί­δια ποὺ παί­ζον­ται κα­τὰ τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων καὶ τοῦ Σταυ­ροῦ.

Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ τι­μι­ό­τη­τά σου, μὲ τὸ γράμ­μα ποὺ ἔ­στει­λες, μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ νὰ μὴν πα­ρε­νο­χλοῦ­με τὸν φί­λο σου καὶ υἱ­ὸν Ἰ­ω­άν­νη Βρυ­έν­νιο, γνω­ρί­ζου­με καὶ ἐ­μεῖς στὴν τι­μι­ό­τη­τά σου, ὅ­τι δὲν ξέ­ρου­με σὲ ποι­ὸ μέ­ρος τῆς γῆς ἢ τῆς θά­λασ­σας βρί­σκε­ται ἡ ἐ­πι­κρά­τεια αὐ­τοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη. Ἐ­ὰν ὅ­μως ἐν­νο­εῖς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, κα­θι­στοῦ­με γνω­στὸ καὶ στὴν ἁ­γι­ό­τη­τά σου καὶ σὲ ὅ­λους τούς Χρι­στια­νοὺς ὅ­τι πο­τὲ δὲ θὰ πά­ψου­με νὰ δί­νου­με μά­χες καὶ νὰ πο­λε­μοῦ­με αὐ­τοὺς ποὺ τὴν κα­τέ­κτη­σαν καὶ τὴν κα­τέ­χουν για­τί ἀ­λή­θεια, πῶς δὲ θὰ δι­α­πράτ­τα­με ἀ­δι­κί­α ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς νό­μους τῆς φύ­σης, καὶ στοὺς θε­σμοὺς τῆς Πα­τρί­δας μας, καὶ στοὺς τά­φους τῶν προ­γό­νων μας, καὶ στὰ θεί­α καὶ ἱ­ε­ρὰ τε­μέ­νη, ἂν δὲν πο­λε­μή­σου­με γι᾿ αὐ­τὰ μὲ ὅ­λη τὴ δύ­να­μή μας;

Ὡ­στό­σο, ἂν εἶ­ναι κα­νεὶς ποὺ ἀ­γα­να­κτεῖ γιὰ τού­τη τὴ θέ­ση μας, καὶ μᾶς δυ­σκο­λεύ­ει, καὶ ἐ­ξο­πλί­ζε­ται ἐ­ναν­τί­ον μας, ἔ­χου­με τὸν τρό­πο νὰ ἀ­μυν­θοῦ­με ἐ­ναν­τί­ον του: Πρῶ­τα-πρῶ­τα μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, καὶ με­τά, μὲ τὰ ἅρ­μα­τα καὶ τὸ ἱπ­πι­κὸ ποὺ ἔ­χου­με, καὶ μὲ πλῆ­θος ἀ­ξι­ό­μα­χων πο­λε­μι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι πολ­λὲς φο­ρὲς πο­λέ­μη­σαν τοὺς σταυ­ρο­φό­ρους. Τό­τε καὶ σύ, ἀ­πὸ τὴ με­ριά σου, σὰν μι­μη­τής, ποὺ εἶ­σαι, τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ σὰν δι­ά­δο­χος τοῦ κο­ρυ­φαί­ου τῶν Ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου, ἔ­χον­τας μά­λι­στα τὴ γνώ­ση γιὰ τὸ τί εἶ­ναι θεῖ­ο καὶ νό­μι­μο καὶ γιὰ τὸ τί ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους θε­σμούς, τό­τε λέ­ω, θὰ μᾶς ἐ­παι­νέ­σεις, ἀ­φοῦ δί­νου­με τὴ μά­χη γιὰ τὴν Πα­τρί­δα καὶ γιὰ τὴ σύμ­φυ­τη μὲ αὐ­τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α.

Καὶ αὐ­τὰ βέ­βαι­α θὰ συμ­βοῦν κα­τὰ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ βα­σι­λεί­α μου θέ­λει πο­λὺ καὶ πο­θεῖ νὰ δι­α­σώ­σει τὸν σε­βα­σμὸ ποὺ ἁρ­μό­ζει πρὸς τὴν ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης, καὶ νὰ τι­μᾶ τὸ θρό­νο τοῦ κο­ρυ­φαί­ου Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου καί, ἀ­πέ­ναν­τι τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς σου, νὰ ἔ­χει τὴ σχέ­ση καὶ τὴν τά­ξη τοῦ υἱ­οῦ, καὶ νὰ ἀ­πο­δί­δει σ᾿ αὐ­τὴ τὴν ἁρ­μό­ζου­σα τι­μὴ καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση. Αὐ­τὸ θὰ γί­νει ὅ­μως, μό­νο ἐ­ὰν καὶ ἡ δι­κή σου ἁ­γι­ό­τη­τα δὲν πα­ρα­βλέ­ψει τὰ δι­και­ώ­μα­τα τῆς δι­κῆς μας βα­σι­λεί­ας, καὶ ἂν δὲν γρά­φει σὲ μᾶς γράμ­μα­τα μὲ τέ­τοι­α ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα καὶ ἀ­πα­ξί­ω­ση.

Ὡ­στό­σο νὰ ξέ­ρει ἡ ἁ­γι­ό­τη­τά σου, ὅ­τι ὑ­πο­δε­χτή­κα­με χω­ρὶς λύ­πη τὸ ἀ­γροῖ­κο ὕ­φος τοῦ γράμ­μα­τός σου, καὶ φερ­θή­κα­με μὲ ἠ­πι­ό­τη­τα στοὺς κο­μι­στές του, μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με τὴν εἰ­ρή­νη μα­ζί σου.

Ση­μει­ώ­σεις

1. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Γ΄ Δού­κας Βα­τά­τζης γεν­νή­θη­κε στὸ Δι­δυ­μό­τει­χο τὸ 1193. Πε­ρὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του μᾶς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Γε­ώρ­γιος Ἀ­κρο­πο­λί­της (1217–1281) στὸ ἔρ­γο του ¨Χρο­νι­κὴ Συγ­γρα­φὴ¨ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν κύ­ρια ἱ­στο­ρι­κὴ πη­γὴ γιὰ τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νί­και­ας.

2. Ὁ Γρη­γό­ριος Θ’ δι­α­τέ­λε­σε Πά­πας στὴ Ρώ­μη ἀ­πὸ 1227 ἕ­ως 1241.

3. Ἰ­ω­άν­νης Σακ­κε­λι­ῶ­νος (1815–1891), φι­λό­λο­γος καὶ ἀρ­χει­ο­δί­φης ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος με­λε­τη­τὴς καὶ ἐκ­δό­της πολ­λῶν βυ­ζαν­τι­νῶν κει­μέ­νων.

4. Ἀν­τώ­νιος Μη­λι­α­ρά­κης (1841–1905), τὸ πε­ρι­σπού­δα­στο ἔρ­γο του ¨Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Νι­καί­ας καὶ τοῦ Δε­σπο­τά­του τῆς Ἠ­πεί­ρου¨ (1898), ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πιὸ με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη ἑλ­λη­νι­κὴ πη­γὴ γιὰ τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρία­ τῆς Νί­και­ας καὶ τὸ Δε­σπο­τᾶ­το τῆς Ἠ­πεί­ρου.

5. Ἡ ἐ­πι­στο­λή, πρω­τό­τυ­πη καὶ σὲ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἀ­πό­δο­ση, βρί­σκε­ται στὸ βι­βλί­ο ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε ὁ ἐκ­δο­τι­κὸς οἶ­κος ¨Ὀρ­θό­δο­ξος Κυ­ψέ­λη¨ μὲ τί­τλο: ¨Ἰ­ω­άν­νης Γ΄ Δού­κας Βα­τά­τζης ὁ Ἅ­γιος Αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου¨.

Βι­βλι­ο­γρα­φί­α

- Ἀ­κρο­πο­λί­της Γε­ώρ­γιος: Χρο­νι­κὴ Συγ­γρα­φή.

- Μη­λι­α­ρά­κης Ἀν­τώ­νιος: Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Νί­και­ας καὶ τοῦ Δε­σπο­τά­του τῆς Ἠ­πεί­ρου.

- Σαρ­σά­κης Α. Ἰ­ω­άν­νης: Ἰ­ω­άν­νης Γ΄ Δού­κας Βα­τά­τζης ὁ Ἅ­γιος Αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.

πηγη:enromiosini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου