Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

"ΔΙΧΟΝΟΙΑ " τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Η Διχόνοια, το μεγάλο διαχρονικό πάθος της φυλής μας

 Ἀδελφοί, «παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα» (Α΄ Κορ. 1,10)

Λένε, ἀγαπητοί μου, μερικοὶ στὴν ἐπο­χή μας, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε. Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο εἶ­νε ἡ ἀλήθεια κ᾽ ἡ ἀλήθεια δὲν παλιώ­νει. Εἶνε τὸ φῶς· «Ἐκ νυκτὸς ὀρ­θρίζει τὸ πνεῦ­μά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, ὅτι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9).
 Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· «Ὁ οὐρα­νὸς καὶ ἡ γῆ παρε­λεύσον­ται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Τὴν ἀλήθεια αὐτή, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε αἰ­ώνιος, τὴ
βλέπουμε καὶ στὴ σημε­ρι­­νὴ περικο­πὴ τοῦ ἀποστόλου. 

Προσέξατε τί λέει; Ἀπὸ τότε ποὺ γράφτηκαν αὐ­τὰ πέρασαν τόσοι αἰῶνες, ἀλλὰ εἶνε σὰν νὰ φωτογραφίζῃ τὴν ἐποχή μας, τὰ ἤθη – τὴ δική μας κατάστασι.

 Εἶνε δέκα στί­χοι ἀπὸ τὴν Πρώτη πρὸς Κορινθί­ους ἐπιστολή. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι, ἀνοῖξτε καὶ δια­βάστε –σᾶς τὸ δίνω σὰν κανόνα– ὄχι μόνο τοὺς δέκα στίχους ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐ­πιστολή, νὰ δῆτε ἐκεῖ τί διαμάντια ἔχει ὁ λό­γος τοῦ Θεοῦ, τί μεγάλες ἀλήθειες ἀναγ­καῖες ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ αὔ­ριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.  
Γράφει λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Κορινθίους.
 Τί ἦταν ἡ Κόρινθος
Τώρα εἶ­νε μία ἐπαρχιακὴ πόλις· τότε ἦταν κέντρο, μία ἀπ᾽ τὶς μεγαλύ­τερες πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἐκεῖ ἀγάλματα, μνημεῖα, ναοί, ἀγορά, πλοῦτος. Ἀλλ᾽ ὅπου πλοῦ­­τος, ἐκεῖ καὶ διαφθορά. Οἱ Κο­ρίνθιοι εἶχαν διάφορες κακίες. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐ­­λαττώματα ποὺ εἶχαν θὰ σταθῶ σὲ ἕνα.  
Λὲς καὶ εἶνε ἐλάττωμα ἑλ­ληνικό. Χρόνια – αἰ­ῶνες μᾶς βασανίζει.
 Ἂν γινόταν νὰ τὸ ξερ­ριζώσουμε, θὰ ἤ­μασταν τὸ εὐτυχέστερο ἔθνος. Τὸ εἶχαν κ᾽ οἱ Κορίνθιοι, καὶ κινδύνευε νὰ τοὺς διαλύσῃ. 
Εἶνε ἡ διχόνοια. 
Ὁ διάβολος ἔρ­ριξε στὶς καρδιές τους τὸ σπέρ­μα τῆς διχονοίας. Καὶ οἱ Κορίνθιοι –ἄσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐν­νοῶ οἱ λίγοι Χριστι­ανοὶ τῆς Κορίνθου– κόλλησαν ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ψώρα κ᾽ ἦταν κι αὐτοὶ χωρισμένοι.

* * *


Χωρισμένοι οἱ Χριστιανοί; Πάει ποτὲ στὸ μυαλό; Εἶνε κάτι τὸ ὀξύμωρο, μιὰ ἀντινομία. Χωρισμένοι αὐτοὶ ποὺ πιστεύ­ουν στὸ Χριστό, ποὺ ἔ­χουν ἔμβλημα τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17), ποὺ ἀ­κοῦνε στὴν ἐκκλησία «Ἀγαπήσω­­μεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» (θ. Λειτ.); αὐτοὶ ποὺ βγῆκαν ὅλοι ἀπὸ μιὰ κολυμβή­θρα, ποὺ κοινωνοῦν ἀπὸ τὸ ἴ­διο δισκοπότηρο, ποὺ περιμένουν μία αἰώνια πατρίδα; Αὐτοί, ποὺ θά ᾽πρεπε νά ᾽νε ἑνωμέ­νοι, εἶνε λοιπὸν χωρισμένοι; Μάλιστα. Οἱ Χρι­στιανοὶ ἐκεῖνοι διαιρέθηκαν. Ποιά ἡ αἰτία;  
Τὸ αἰώνιο ἑλληνικὸ φιλότιμο, ἡ αἰωνία νόσος τῆς φυλῆς μας· ἡ τάσις νὰ ὑ­περέχῃ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἡ κενοδοξία, ἡ ὑ­περηφάνεια. 
Μιὰ ὁμάδα ἔλεγε «Ἐμεῖς ἔχουμε ἀρχηγὸ τὸν Πέτρο».
 Ἄλλη ὁμάδα ἔλε­γε «Ἐ­μεῖς ἀρχηγὸ ἔχουμε τὸν Παῦλο». 
Ἄλλη ἔλεγε «Ἐμεῖς ἀρχηγὸ ἔχουμε τὸν Ἀπολ­λώ». 
Κι ἄλλοι ἔλεγαν «Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οὔ­τε τοῦ Κηφᾶ οὔτε τοῦ Ἀ­πολλὼ οὔτε τοῦ Παύλου· εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ», λὲς καὶ ὁ Χριστὸς ἀνήκει σὲ μιὰ μερίδα μόνο.  
Ἡ θρησκεία ἀνήκει σὲ ὅλους, ἀγαπητοί μου· εἶνε σὰν τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό. Δὲν μπο­ρεῖς νὰ πῇς «Ὁ ἥλιος εἶνε δικός μου», «ὁ ἀέρας εἶνε δικός μου», «τὸ νερὸ εἶνε δικό μου». Μερικὰ πράγματα τὰ δικαιοῦνται ὅλοι. Ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς ἐσὺ μονοπώλιο τὸ Χρι­στό, τὸν οὐρανό, τὴ θρησκεία. Κάτι τέτοιο γινόταν στὴν Κόρινθο καὶ εἶχαν διαιρεθῆ. Ὅταν τό ᾽μαθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔστειλε τὸ γράμμα αὐτό, ἐπιστολὴ γραμμένη μὲ δά­κρυα. Μιλάει σὰν τὴ μάνα, ποὺ ἀγαπάει ὅλα τὰ παιδιά της, καὶ τὸ ἄσχημο καὶ τὸ ἀσθενικὸ καὶ τὸ καθυστερημένο.
 Ὅπως ἡ μάνα ἔτσι καὶ ἡ Ἐκ­κλησία δὲν κομματίζεται. Ἀγαπάει ὅλα τὰ παιδιά της, ὅ­πως ἡ κλῶσσα ποὺ ὅλα τὰ πουλάκια τὰ κρατάει κοντά της. 
Ἔτσι εἶνε ἡ Ἐκκλησία. 
Κι ὅπως ἡ μάνα στενοχωριέται ὅταν δῇ τὰ παι­διά της νὰ τσακώνων­ται, ἔτσι κι ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος στενοχωριόταν ποὺ ἔβλεπε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μαλώνουν μεταξύ τους καὶ τοὺς λέει· «Παρακα­λῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀ­νόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…» (Α΄ Κορ 1,10). Ἐγὼ εἶμ᾽ ἀνάξι­ος, λέει, ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ σᾶς παρακαλῶ μὴ φα­τριάζετε, μὴ κομματίζεσθε· νὰ ἔχετε τὸν ἴδιο νοῦ, τὴν ἴδια γνώμη, νὰ εἶ­στε ὅλοι ἑνωμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

* * *


Πάλιωσε, λένε, τὸ Εὐ­αγγέλιο! 
Φύγετε λοιπὸν τώρα ἀπὸ τὴν ἀρχαία Κό­ρινθο κ᾽ ἐλᾶτε στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα ποὺ ζοῦ­με ἐμεῖς, καὶ πέστε μου· ὑπάρχει ὁμόνοια; Ὁ ἄγγελος τῆς ἐκ­κλησίας καὶ τῆς πατρίδος μας κλαίει καὶ θρηνεῖ· δὲν ὑ­πάρχει ὁμόνοια. 
Στὴν Ἀθήνα ὑ­πάρχει ἡ πλατεῖα Ὁμονοίας. Τὴν ὠ­νομάσα­με ἔτσι, ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖ τσακω­νόμαστε καὶ σπᾶ­νε κεφάλια. Ἀ­π᾽ τὸν καιρὸ ποὺ τὴν ὠνομάσαμε Ὁμόνοια, ἔχουν σκο­τωθῆ ἐκεῖ ἄν­θρωποι μὲ τὰκς καὶ βόμβες. Ὄχι Ὁμόνοια ἀλλὰ Διχό­νοια ἔπρεπε νὰ λέγεται. Μόνο τὸ ὄνομα ἔ­μει­νε. Ποῦ λοιπὸν θὰ βροῦμε τὴν ὁμόνοια;  
Ἂς πᾶμε στὸ σπίτι. 
Μέσ᾽ στὸ σπίτι ὑπάρχει ὁμόνοια; Μπορεῖτε νὰ μοῦ δείξετε ἕνα ἀντρό­γυνο ποὺ μέσ᾽ στὰ εἴκοσι – τριάντα χρόνια συμ­βιώσεως νὰ μὴν ἔχουν φιλονικίες; 
Δὲν περνάει ὁ πρῶτος μήνας τοῦ γάμου καὶ παρουσιάζον­ται τὰ μαῦρα σύννεφα στὸν οἰκογενειακὸ ὁρίζοντα. Ἔχουν πόλεμο ὁ ἄντρας κατὰ τῆς γυναίκας καὶ ἡ γυναίκα κατὰ τοῦ ἄντρα, τὰ ἀγόρια ἐναντίον τοῦ πατέρα καὶ τὰ κορίτσα ἐναν­τίον τῆς μάνας. Ποῦ εἶνε ἡ ὁμόνοια;  
Ἂν φύγουμε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πᾶμε στὸ χωριό;
 Ρωτῆστε ἐμένα ποὺ περιώδευσα.
Σπάνιο πρᾶγμα νὰ δῶ χωριὸ μονοιασμένο. Ἀναστένα­ζε ἡ ψυχή μου. Φεύγοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, περ­νώντας ἀπὸ βουνὸ σὲ βουνό, φθάνοντας σὲ κά­θε χωριὸ ρωτοῦσα· Ὑπάρχει ἐδῶ ὁμόνοια, κ. πρόεδρε; ὑπάρχει, παπᾶ, ὁμόνοια; –Ὄ­χι, σπά­νιο πρᾶγμα. 
Γιατί χωρίζουν τὰ χωριά; Γιὰ τὸ τίπο­τα· γιὰ τὸ νερό, γιὰ τὶς ὄρνιθες, γιὰ τὰ πρόβα­τα, γιὰ τὶς βοσκές· γιὰ μικροπράγματα, ποὺ ἂν τὰ κοσκινίσῃς θὰ δῇς ὅτι διάβολος εἶ­νε καὶ τίποτα περισσότερο. 

Βλέπεις οἰκογένειες νά ᾽νε χωρισμένες καὶ νὰ τρέχουν στὴν πόλι στὸ πρωτοδικεῖο καὶ στὸ ἐφετεῖο, καὶ μὲ τὸ μῖ­σος καὶ μὲ τὰ δικαστήρια νὰ χτίζουν σπίτια τῶν δικηγόρων, ἐνῷ αὐτοὶ κάθονται σὲ καλύβες.  
Στὸ σπίτι καὶ στὸ χωριὸ δὲν ὑπάρχει ὁμόνοια· μὰ μήπως ὑπάρχει στὶς πολιτεῖες; Κ᾽ ἐκεῖ ἔχει θρονιαστῆ ἡ διχόνοια. 
Ἂν θέλῃς νὰ μα­λώσῃς, βρίσκεις χίλιες ἀ­φορμές.
 Τὸ διαζύγιο εἶ­νε εὔκολο, τὸ δύσκολο εἶνε νὰ μο­νοιάσῃ τὸ ἀν­τρόγυνο. Ἀφορμὴ γιὰ διχόνοια στὶς πολιτεῖες εἶνε τὰ πολιτικά, τὰ φρονήματα, οἱ ἐκλογές, τὰ ἀθλητικά, ὣς καὶ τὸ φοὺτ-μπώλ ποὺ κάνει τὸ γήπε­δο πεδίο μάχης. 
Δὲν ἔπρεπε ἐμεῖς νὰ παίζου­με τέτοια παιχνίδια· αὐτὸ εἶνε ἕνα παιχνίδι δια­βολικό. Καὶ ξέρω, τὴν ὥρα αὐτὴ μερικοὶ θὰ κα­τεβάσουν τὰ μοῦτρα τους· ἀλλ᾽ ἐγώ, ἀγαπητέ μου, ἀδιαφορῶ καὶ σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια.  
Παντοῦ διχόνοια· ἂς πᾶμε τέλος πάντων κά­που νὰ βροῦμε τὴν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, ἂς πᾶ­με στὴν ἐκκλησιά. Περιοδεύω τὶς ἐνορί­ες, ἀλλὰ δύσκολα βρίσκω ἐνορία ἀγαπημένη. Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς τοὺς παπᾶδες, διάκους, ψαλτά­δες, νεωκόρους καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ἀγαπημένους. 
Μιὰ ἔριδα καὶ διαίρεσις βασιλεύει. 
 Σπάνιο πρᾶγμα νὰ βρῇς δυὸ παπᾶδες μονοια­σμένους, δυὸ θεολόγους ἀγαπημένους, δυὸ ἱε­ροκήρυκες ἀγαπημένους, δυὸ θρησκευτικοὺς συλλόγους ἀγαπημένους, δυὸ δεσποτάδες ἀ­γαπημένους.  
Διαίρεσις ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ ὁμόνοια, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ὅταν οἱ τσοπάνηδες ποὺ φυλᾶνε τὸ μαντρὶ εἶνε ξυπνητοὶ καὶ τὰ σκυ­λιὰ ἕτοιμα, δὲν τολμᾷ κανείς νὰ πλησιάσῃ· ἅμα αὐτοὶ ἀρχίσουν νὰ χτυπιοῦνται μεταξύ τους μὲ τὶς γκλίτσες, τότε ὅπως λέει ὁ λαὸς «στὴν ἀ­νεμοζάλη ὁ λύκος χαίρεται». 

Καὶ στὴ δική μας διαίρεσι, βρῆκαν ἀφορμὴ οἱ ἐχθροί, λύκοι διαφόρων χρωμάτων, ὅπως π.χ. οἱ χιλιασταὶ ἢ «μάρ­τυρες» τοῦ Ἰεχωβᾶ, μπῆκαν στὸ μαντρὶ ποὺ λέ­γεται Ἑλλάδα καὶ τρῶνε συνεχῶς πρόβατα. Ὅσο δύσκολο πρᾶγμα εἶνε ἡ ὁμόνοια, τόσο εὔκολο εἶνε ἡ διχόνοια· κι ὅσο μεγάλο θαῦ­μα εἶνε νὰ εἴμαστε μονοιασμένοι, τόσο κατάρα εἶνε ἡ διχόνοια.

* * *


Λένε, ἀγαπητοί μου, γιὰ κάποιον ξένο, ὅτι ὅ­ταν διάβασε τὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους εἶπε· Εἶδα ὡραῖα πράγματα, θαύματα, πολέμους, ἡρωισμοὺς ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἀλλοῦ. Ἀλ­λὰ ἔβγαλα ἕνα συμπέρασμα, καὶ μὴ σᾶς κακο­φανῇ· ἂν οἱ Ἕλληνες ἤσασταν ἑνωμένοι, θὰ εἴ­χατε θριαμβεύσει… Ἡ διχόνοια εἶνε ἡ κατάρα μας· αὐτὴ δυστυχῶς μᾶς ἔκανε σκορποχώρι. Ἂς ἀκούσουμε τί λέει στὸν Ἐθνικό μας ὕμνο ὁ ποιητής· «Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους / τὰ ξένα ἔθνη ἀ­ληθινά· / Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους, / δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά» (στρ. 147). Ἡ λευτεριὰ χάνεται ὅταν λείψῃ ἡ ὁμόνοια καὶ ἀγάπη.  
Ἂς ἀκούσουμε προπαντὸς τὸν ἀπόστολο Παῦ­λο, ποὺ μᾶς λέει· Ἀδελφοὶ Ἕλληνες, «παρακα­λῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἵνα πάντες τὸ αὐτὸ λέγητε καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχί­σματα». Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἂς εὐλο­γῇ ὅλους, ὥστε νὰ εἶστε ἕνα σῶμα, μία ψυχή, μία καρδιά, πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Προφήτου Ἠλιοὺ Ἁγ. Παρασκευῆς – Ἀθηνῶν τὴν 28-7-1963.

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου