Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Κυριακὴ ΛΒ΄ [ΙΕ΄ Λουκ.] (Α΄ Τιμ. 4,9-15)-O ΘEOΣ ΣΩΖΕΙ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ!

«…Ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμ. 4,10)

Ὁ ἡρωισμὸς τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, ἀγαπητοί μου, προκαλεῖ τὸ θαυμασμὸ καθε­νὸς ποὺ μελετᾷ τὴ ζωή του.
 Γιατὶ ὁ ἀπόστο­λος αὐτός, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι βέβαια, ἀντιμετώπισε θύελλες καὶ καταιγίδες πειρασμῶν, ὑποβλήθηκε σὲ θυσίες καὶ κόπους μεγάλους, ἀ­γωνίστηκε ἐναντίον ἰουδαί­ων καὶ ἐθνικῶν, δέχτηκε ὀνειδισμοὺς κι ἄκουσε ὕβρεις, φυλα­κίστηκε, ξυ­λοκοπήθηκε, λιθοβολήθη­κε, κιν­δύνευσε πολλὲς φορές, πάλεψε μὲ
ἀν­θρω­πόμορφα θη­ρία· ἔβλεπε μπροστά του τὸ θάνατο, καὶ τόσο εἶχε ἐξοικειωθῆ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου ὥστε ἔγραφε «Καθ᾽ ἡμέραν ἀ­πο­θνῄ­­σκω», πεθαίνω καθημερινῶς (Α΄ Κορ. 15,31).­
Ἀληθινά! Ἡ ζωὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶ­νε ζωὴ ἑνὸς ἥρωα, ἑνὸς μεγάλου ἥρωα τῆς ­παγ­κοσμίου ἱστορίας, ποὺ ἀγωνίστηκε μὲ ἀ­κατάβλητο θάρρος ὄχι γιὰ ἕναν ἐπίγειο – ἐ­φή­μερο σκοπό, ἀλλὰ γιὰ τὴ διάδοσι τῆς πίστε­­ως τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐξάπλωσι τῆς Ἐκ­κλησίας του, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ ἀντλοῦσε τὸ θάρρος αὐτό; 

 Ποιά ἦταν ἡ μυστικὴ πηγή, ἀπ᾽ τὴν ὁποία ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος ἔπαιρνε ἀκατάπαυστα δυνάμεις γιὰ νὰ συνεχίζῃ τοὺς ἀγῶνες του;


* * *


Ὁ ἴδιος, ἀγαπητοί μου, στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἂν προσέξατε, ἀναφέρει κάτι τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν ἐξήγη­σι τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ φαινομένου. 
Γράφον­τας στὸ μαθητή του Τιμόθεο, τὸν πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς Ἐ­φέσου, λέει τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα λόγια· «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σω­τὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πι­­στῶν»· γι᾽ αὐτό, λέει, καὶ κοπιάζουμε καὶ ὑπομένουμε χλευασμούς, γιατὶ ἔχουμε στηρίξει τὴν ἐλ­πίδα μας στὸ ζωντανὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶνε σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἐ­κείνων ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτόν (Α΄ Τιμ. 4,10). Ἡ πίστι, νά ἡ ἄγκυρα τοῦ Παύλου· αὐτὴ εἶ­νε ποὺ τὸν κρατοῦσε, αὐτὴ τὸν στήριζε, αὐτὴ τὸν παρηγοροῦσε, αὐτὴ τὸν ἐνίσχυε· αὐτὴ τὴν ὥ­ρα τῶν φοβερῶν πειρασμῶν του δὲν τὸν ἄ­φηνε νὰ καταποντισθῇ καὶ νὰ χαθῇ. Πίστευε ὁ Παῦλος στὸ Θεό, στὸ «ζωντανὸ Θεό», ὄχι σὲ νεκρὰ καὶ ἄψυχα εἴδωλα, ποὺ δὲν βλέπουν, δὲν ἀκοῦνε, δὲν μιλᾶνε. Τὰ εἴ­δωλα εἶνε ὕλη ἀπὸ τὴ γῆ, μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, «ἀργύριον καὶ χρυσίον»· εἶνε «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 134,15), ἄνθρωποι τὰ κατασκεύασαν μὲ τὰ χέρια τους. 
Ὁ ἀπόστο­λος δὲν πίστευε στοὺς ἀπατηλοὺς «θεοὺς τῶν ἐ­θνῶν», σὲ πλάνες θεότητες ποὺ δὲν εἶνε τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ «δαιμόνια» (ἔ.ἀ. 95,5). Ὁ Παῦλος πίστευε στὸ «ζωντανὸ Θεό»· ἐ­κεῖνον ποὺ δὲν εἶνε δημιούργημα κανενός, ἀλλὰ εἶνε αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντός. 
Ὁ Θεὸς τοῦ Χριστιανοῦ, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς «θεοὺς» αὐτούς, τὰ ἄψυχα εἴδωλα, τὰ νεκρὰ καὶ κουφὰ καὶ τυφλὰ καὶ βουβὰ κι ἀμίλητα ἰν­δάλματα τοῦ κόσμου, εἶνε «Θεὸς ζῶν»· δηλα­δή, ἀκούει καὶ ἀπαντᾷ, βλέπει καὶ διακρίνει, παρακολουθεῖ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων ὅπως φαίνονται ἐξωτερικὰ καὶ σταθμίζει τὰ ἐσωτερικὰ κίνητρα ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα προέρχονται. Δὲν μένει ἀδιάφορος ἀπένταντι στὰ ποιήματά του, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του· μεριμνᾷ, συντηρεῖ καὶ κυβερνᾷ τὸν κόσμο του. 
Προστατεύει καὶ σῴζει ὅλους τοὺς ἀν­θρώπους, ἰδίως ὅμως ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν καὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά του καὶ τὶς θεῖες ἐντολές του. Ἡ πίστι λοιπόν, αὐτὴ στάθηκε ἡ μυστικὴ πη­γὴ τοῦ θάρρους, τῆς ὑπομονῆς, τῆς αὐταπαρ­νήσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλ­λων ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας, ποὺ καθένας τους σήκωσε τὸ δικό του σταυρό.

* * *


Αὐτὴ τὴν πίστι, ἀγαπητοί μου, νὰ καλλιεργήσουμε κ᾽ ἐμεῖς· καὶ νὰ τὴ φυλάξουμε βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μας, ἂν ἔχουμε ἀποφασίσει νὰ βα­δίσουμε σταθερὰ καὶ μέχρι τέλους τὸ δύσκολο δρόμο τῆς ἀ­ρετῆς. Ὁ Θεός μας εἶνε ὁ σωτήρας «πάν­των ἀν­θρώπων, μάλιστα πιστῶν»· σῴζει δηλαδὴ βέβαια ὅ­λους τοὺς ἀνθρώπους ἀφοῦ ὅλοι εἶνε δικά του πλάσματα, ἰδιαιτέρως ὅμως σῴζει ὅ­σους ἔ­χουν πίστι σ᾽ αὐτόν, τὸν γνώρισαν, τὸν ἐ­πικαλοῦνται κι ἀπολαμβάνουν τὴ χάρι του. 

Αὐτὴ ἡ βεβαίωσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ δὲν εἶνε μιὰ παρηγοριὰ μὲ λόγια ἀλλὰ βγαίνει μέσα ἀπ᾽ τὴ ζωή του, εἶνε γιὰ μᾶς ἡ καλύτερη βοήθεια ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς δοθῇ.  
Χωρὶς τὴν πίστι αὐ­τή, χωρὶς τὴν πεποίθησι ὅτι ἀπὸ πάνω μας στέκει προστάτης παντοδύναμος ὁ Κύριός μας, εἶ­νε δύσκο­λο –γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἀδύνατο– νὰ κάνουμε ἔστω καὶ ἕ­να βῆμα καὶ νὰ προχωρήσουμε. 
Μπροστὰ στὰ ἐμπόδια τοῦ κόσμου, τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀπειλὲς τοῦ ἐχθροῦ δειλία θὰ καταλάβῃ τὶς ψυχές μας, πα­νικὸς θὰ μᾶς κυριεύσῃ καὶ τρομα­γμένοι θὰ τραποῦμε σὲ φυγή, θὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀγῶνα ποὺ ἀρ­χίσαμε, θὰ προδώσουμε τὶς ἀρχὲς ποὺ θέσαμε στὸν ἑαυτό μας, θὰ γελοιοποιηθοῦμε στὰ μάτια τοῦ κόσμου ποὺ περίεργος μᾶς παρακολουθεῖ. Προστάτης πάνω μας εἶνε ὁ Θεός. 
 Ἀμφιβάλλουμε; Ἂν ἀμφιβάλλουμε, δὲν ἔχουμε πα­ρὰ νὰ μελετήσουμε τὴν ἱστορία, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, σύγχρονα παραδείγματα πιστῶν ἀν­θρώπων, γιὰ νὰ δοῦμε πῶς ὁ Θεὸς προστα­τεύει μὲ μιὰ τελείως ἐξαιρετικὴ φροντίδα καὶ εὔνοια τοὺς πιστούς του δούλους καὶ τοὺς σῴ­ζει μὲ χίλιους τρόπους ἀπὸ μύριους κινδύνους. 
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος βεβαι­­ώνει· «Οἶδε Κύριος εὐσεβεῖς ἐκ πειρασμοῦ ῥύεσθαι» (Β΄ Πέτρ. 2,9), γνωρίζει ὁ Κύριος τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους σῴζει στὴν κατάλληλη στιγμὴ τοὺς πιστούς του δούλους ἀπὸ τὸν πειρασμό. Ναί, τοὺς σῴζει! Τί καὶ ἂν ὁ σατανᾶς μαίνεται ἐναντίον τῶν πιστῶν Χριστιανῶν; τί καὶ ἂν οἱ πιστοὶ εἶ­νε λίγοι καὶ οἱ ἐχθροί τους πολλοὶ – ἀναρί­θμητοι; τί καὶ ἂν οἱ εὐσεβεῖς εἶνε σὰν τὰ ἄκακα ἀρνάκια καὶ οἱ ἐχθροί τους σὰν λύκοι ἕτοιμοι νὰ τοὺς κατασπαράξουν; τί καὶ ἂν οἱ πιστοὶ εἶνε ἀγράμματοι, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ καυ­χῶνται γιὰ τὶς γνώσεις τους καὶ τὶς ἐπιστῆμες ­τους; Ἀπ᾽ ὅλα ὁ Κύριος σῴζει τὰ παιδιά του. Ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν εἶνε μεγάλος. «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν;» (Ψαλμ. 76,14). Ποιός μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μαζί του; «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡ­­μῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν» (Βαρ. 3,36). Ποιός εἶνε ὅμοιος μ᾽ αὐτόν (βλ. Β΄ Παρ. 6,14. Ψαλμ. 34,10· 70,19· 85,8). Κανείς. Αὐ­τοὺς λοιπόν, ποὺ ἐλπίζουν σ᾽ αὐτόν, ἐφ᾿ ὅσον τὸν πιστεύουν καὶ τὸν ἐπικαλοῦν­ται, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ χαθοῦν. ­Αὐτὸς θὰ χαλινώσῃ τὴν ὁρμὴ καὶ τὴν ἐ­πιθετικότητα τοῦ σατανᾶ· αὐτὸς θὰ πυκνώσῃ τὴ μικρή τους φάλαγγα μὲ μαχητὰς ποὺ καθέ­νας τους θὰ μπορῇ νὰ τρέπῃ σὲ φυγὴ μυριάδες ἐ­χθρούς (πρβλ. Δευτ. 32,30, Ἰησ. Ναυὴ 23,10)· αὐτὸς θὰ ἀναδείξῃ τὰ ἀρνάκια σὲ λέοντας πῦρ πνέοντας (πρβλ. Β΄ Μακ. 9,7) καὶ θὰ τοὺς δώσῃ τὴ νίκη.
 Αὐτὸς θὰ «καται­σχύνῃ τοὺς σοφούς» (Α΄ Κορ. 1,27). Αὐτός… Ὤ, ἐὰν ἔ­λειπε ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ, οἱ Χριστιανοὶ θὰ εἶχαν σβήσει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς· γιατὶ ἦταν φύσει ἀδύνατον νὰ νικήσουν οἱ λίγοι τοὺς πολλούς, οἱ ἀσθενεῖς τοὺς ἰσχυρούς, οἱ μωροὶ τοὺς σοφούς (βλ. ἔ.ἀ. 1,25).  
Ὁ Θεὸς σῴζει τοὺς πιστούς! Καὶ πῶς ὄχι;
 Ἀφοῦ φροντίζει γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα –καὶ ἡ φροντίδα του ἐπεκτείνεται καὶ φτάνει μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα πλάσματα τῆς δημιουργίας του, μέχρι καὶ τὰ θηρία τῆς ζούγκλας, μέχρι καὶ τοὺς κακούργους καὶ τοὺς ἀχαρίστους–, πῶς δὲν θὰ φροντίσῃ καὶ δὲν θὰ προστατεύ­σῃ ἐκείνους ποὺ μέρα καὶ νύχτα ἔχουν τὴν καρδιά τους στραμμένη σ᾽ αὐτόν, καὶ ἀπ᾽ αὐ­τὸν περιμένουν βοήθεια, προστασία, ἔλεος, δικαί­ωσι; 
Εἶνε δυνα­τὸν ὁ Θεὸς νὰ «μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοών­των πρὸς αὐτὸν ἡ­μέρας καὶ νυκτὸς καὶ μακρο­θυ­μῶν ἐπ᾽ αὐ­τοῖς;». 
Ἀδύνατον.  
Ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. Μπορεῖ νὰ ἀναβάλλῃ, σύν­τομα ὅμως θὰ κάνῃ τὴν ἐπέμβασί σου. «Λέγω ὑμῖν ὅτι ποι­ήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (πρβλ. Λουκ. 18,7).

* * *


Μὲ τὴν πίστι αὐτή, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Θε­ὸς εἶνε «σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πι­στῶν», νὰ προχωροῦμε κ᾽ ἐμεῖς στὴ ζωή μας γε­μᾶ­τοι ἐλπίδα, ὅτι ὁ Κύριος θὰ μᾶς σώ­σῃ «ἀ­­π᾽ τὸ στόμα λιονταριοῦ» καὶ «ἀπὸ παν­τὸς ἔργου πονηροῦ» καὶ θὰ ἀσφαλίσῃ τὶς ψυχές ­μας «εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἐπουρά­νι­ον», σύμφωνα μὲ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπιστολή του στὸν Τιμόθεο· «ὁ Κύρι­ός μοι παρέστη καὶ ἐνεδυνά­μωσέ με… καὶ ἐρρύσθην ἐκ στόματος λέον­τος. καὶ ῥύσεταί με ὁ Κύριος ἀπὸ παντὸς ἔρ­γου πονηροῦ καὶ σώσει εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον» (Β΄ Τιμ. 4,17-18). Ἀμήν, γένοιτο!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι, φ. 234-235/1-11 Φεβρ. 1940, σ. 11-12).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου