Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Κυριακὴ ΚΔ΄ (Ζ΄) Λουκᾶ (Ἐφ. 2,14-22) 19 Νοεμβρίου 2017 . Ποθος ειρηνης

«Ὁ Χριστός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2,14)


Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχῃ μία λέξι ποὺ ὅ­λοι ἔχουν στὰ χείλη, εἶνε ἡ λέξις εἰρήνη.  
Ποιός ἀπὸ μᾶς εἶ­νε «υἱὸς εἰρήνης» (Λουκ. 10,6), ἄ­ξιος νὰ τὴν ἀ­να­φέρῃ; Θά ᾽πρεπε νὰ κατεβῇ πά­λι ἀπὸ ψηλὰ ἕνας ἄγγελος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔ­ψα­λαν στὴ Βηθλεὲμ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐ­­πὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).  
«Εἰρήνη φίλη, τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶ­γμα καὶ ὄνομα», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός (P.G. 35,1132). 
Εἰρήνη! ἰδανικό, κορυφαῖο ἀγαθὸ τῆς ἀν­θρωπότητος.

 Ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἰερεμί­ας, θά ᾽ρθῃ ἐποχὴ ποὺ θὰ λένε· «Εἰρήνη εἰρήνη. καὶ ποῦ ἐ­στιν εἰρήνη;» (Ἰερ. 6,14). 
Καὶ σήμερα ἀκριβῶς ἐ­φαρμόζεται ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος· λέμε κ᾽ ἐμεῖς «εἰ­ρήνη εἰρήνη, καὶ ποῦ εἶσαι εἰρήνη;». Ἐρασταὶ τῆς εἰρήνης, ἂς ἐπιχειρήσουμε τώ­ρα ἕνα
νοερὸ περίπατο ζητώντας τὴν εἰρήνη.

* * *


⃝Καὶ πρῶτα ἂς ἐπισκεφθοῦμε τὰ παλάτια καὶ μέγαρα. Μπαί­νον­τας σὲ πολυτελεῖς αἴθουσες καὶ δωμάτια ἀναζητοῦμε τὴν εἰρήνη. Ἀλλὰ εἰ­ρήνη μέ­σα ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει. Τὸ ἀντρόγυνο, ποὺ κατοι­κεῖ ἐδῶ, ἐνῷ δὲν στεροῦνται τίποτα, δὲν εἶνε ἀγαπημένοι· βρίσκονται σὲ ψυ­χρότητα, ὁδηγοῦνται σὲ διάστασι. 
Κάθον­ται νὰ φᾶνε μὲ σερβίτσια σπάνια, μὲ ὑπηρέτες καὶ μα­γείρους, μὰ ὄρεξι δὲν ἔ­χουν. 
Φαρμάκι τὸ ψωμί, τὸ γλύκυ­σμα, ὅ,τι εἶνε πάνω στὸ τραπέζι. 
Αὐ­τὸ ποὺ ὅλα τὰ κά­νει ἄνοστα καὶ μεταβάλλει τὸ σπίτι σὲ κό­λασι εἶνε ἡ διχόνοια, οἱ ἔριδες καὶ φιλονικίες. 
Ἔτσι βλέπεις πλούσια σπίτια νά ᾽νε δυσ­τυχισμένα, ἡ γυναίκα νὰ τρέχῃ σὲ δικηγό­ρους γιὰ διαζύγιο, ὁ ἄν­τρας ν᾽ ἀναστενάζῃ καὶ νὰ ζητάῃ παρηγοριὰ στὶς ἀκρογιαλιές.
Καὶ τότε θυμᾶσαι τὸ σοφὸ Σολομῶντα ποὺ λέει, ὅτι προτιμότερο νὰ τρώῃ κανεὶς ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμὶ μὲ εἰ­ρήνη, παρὰ μοσχάρια μὲ φιλονικί­ες· «Κρείσσων ξενισμὸς μετὰ λαχάνων πρὸς φι­λίαν καὶ χάριν ἢ παράθεσις μόσχων μετὰ ἔ­χθρας» (Παροιμ. 15,17). 

Ἔχω ὡραῖ­ες ἀναμνήσεις βοσκῶν τῆς ὑπαίθρου στὰ ψη­λὰ βουνά, ποὺ τὸ ἀντρόγυνο κα­τοικεῖ ἀγαπημένο στὴν καλύβα, τρῶνε μονοιασμένοι πάνω στὰ χορτάρια τῆς γῆς –τὸ εἶδα, τὸ ἀπήλαυσα αὐτό–, κάνουν τὸ σταυ­ρό τους, εὐλογοῦν τὸ Θεό. Ἡ εἰρήνη τῆς καλύβας δὲν ἀνταλλάσσεται μὲ τὰ πλούτη τῶν ἀνακτόρων. Ἐκεῖ ὑπάρχει σχετικὴ εἰρήνη, στὰ μέγαρα ἡ εἰρήνη εἶνε μὲ τὸ σταγονόμετρο.  
Φεύγω τώρα ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ κατεβαίνω στὸ κέν­τρο τῆς πόλεως, ὅπου σφύζει ἡ οἰκονομι­κὴ ζωὴ μὲ τὰ ἰλιγγιώδη ποσὰ σὲ τράπεζες καὶ χρημα­τιστήρια, μὲ τὶς μεγάλες βι­ομηχανίες καὶ τὸ ἐμ­πόριο. Βλέπω ἀν­θρώπους νὰ τρέχουν μανιασμένοι. 
Τοὺς σταματῶ – δὲν σταματοῦν, τοὺς μιλῶ – δὲν κουβεντιάζουν. 
Μὰ ἀλογό­μυγα τοὺς ἔπιασε; τί συμβαίνει; 
Εἶνε ἄρ­ρωστος ὁ «θεός» τους. Αὐτοὶ Μεγάλη Παρασκευὴ δὲν κλαῖνε, δὲν πάσχουν μὲ τὸ Χριστό. Ἀλλὰ τώρα εἶνε ἄρρωστος ὁ «θεός» τους, ὁ μαμωνᾶς, τὰ τριάκοντα ἀργύρια, ἡ λίρα.
 Ὁ «ναός» τους, τὸ χρηματιστή­ριο, κλο­νίζεται. 
Ἀνεβαίνει ἡ λίρα – κατεβαίνει ἡ λίρα κ᾽ ἡ καρδιά τους πάει νὰ πάθῃ συγ­κοπή.  
Ζήτησα τὴν εἰρήνη στὰ παλάτια, δὲν τὴ βρῆ­κα· τὴ ζήτησα στὰ χρηματιστήρια καὶ τὸν ἐμ­πορικὸ κόσμο καὶ εἶδα ἀγωνία.

 Κάπου ἀλλοῦ σταματῶ· βλέπω ἕνα παλάτι μαρμάρινο, χτισμέ­νο μὲ χρήματα ὅλων τῶν ἐθνῶν. 
Ἀπ᾽ ἔ­ξω κυματίζουν σημαῖες, μὰ πάνω ἐκεῖ ἀπ᾽ τὸ μέγαρο ἕνα περιστέρι πετάει τρομαγμένο στοὺς οὐ­ρανούς.
 Τὸ μέγαρο αὐτό, ποὺ χτίστηκε μὲ τό­σες ἐλπίδες γιὰ μιὰ παγ­κόσμια εἰ­ρήνη, εἶνε γνω­στό· εἶνε ὁ Ὀργανισμὸς Ἡνωμένων Ἐθνῶν (Ο.Η.Ε.). Μπαίνω μέσα, βλέπω ὅλους μαζεμένους. Ἀ­νεβαίνουν στὸ βῆμα, μιλοῦν σὲ διάφορες γλῶσ­σες. Ὅλοι στὰ χείλη ἔχουν τὴ λέξι «εἰ­ρήνη». 
Τὸ μέγαρο ὅμως πρέπει νὰ ὀ­νομαστῇ ὄχι Ἡ­νωμένα Ἔθνη, ἀλλὰ Πύργος Βαβέλ. 
Μιλοῦν γιὰ εἰρήνη, ἐνῷ ὁ κόσμος σείεται. Δυστυχῶς ἁ­μάρτησαν πολύ. Ὅσο καὶ ἂν ποθοῦν τὴν εἰρήνη, βρίσκονται σὲ σάλο. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς, οἱ τελευταῖες γενεές, θὰ πληρώσουμε μιὰ μεγάλη ἁμαρτία, ἕνα τρομε­ρὸ ἔγκλημα. Ποιό; Κάποτε στὰ χωριά μας, ὅταν πέθαινε ἄνθρω­πος, ἕνα μῆνα ἔκλαιγαν. 
Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας συνέβη ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. 
Σκοτώθηκαν –μετρῆ­στε– 58 ἑκατομμύρια ἄνθρωποι!
 Γίνα­με Κάϊν· κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ «Κάϊν, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου;» (βλ. Γέν. 4,9). Αὐτὸ τὸ αἷμα, αὐ­­τὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔγιναν ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν, αὐτὰ σείουν τώρα τὴν οἰκουμέ­νη. Κάϊν Κάϊν, ἀνθρωπότης ἀνθρωπότης, ποῦ εἶ­νε τὰ παιδιά σου; 
Γι᾽ αὐτὸ τρέμουμε ἀπὸ ἀγωνία.  

 ⃝Θέλετε νὰ δῆτε στὴν κοινωνία ποῦ φαίνεται ἡ ἀγωνία;
 Πηγαίνετε στὰ φαρ­μακεῖα καὶ ρωτῆ­στε, ποιά φάρμα­κα ἔχουν τὴ μεγαλύτερη κατα­νάλωσι; 
Δύο εἴδη. Τὸ ἕ­να δὲν τὸ λέω δημοσί­ως· θὰ τὸ ἔλεγα ἂν εἶχα μπροστά μου μό­νο τοὺς μεγάλους, ποὺ τὰ χέρια τους στάζουν αἷμα ἀ­πὸ φόνους μικρῶν παιδιῶν.
 Τὸ ἄλλο εἶδος ποιό εἶνε; τὰ λεγόμενα ψυχοφάρμακα, τὰ καταπραϋντικὰ τῶν νεύρων καὶ τὰ ὑπνωτικά.
Εἶνε μικρὸ νὰ πέφτῃς τὸ βράδυ καὶ νὰ κοιμᾶ­σαι ἥσυχα καὶ νὰ ξυπνᾷς τὸ πρωὶ δροσᾶ­τος νὰ πιάνῃς δουλειά; Ὁ ὕπνος εἶνε δῶρο Θεοῦ. 
Οἱ πονηροί, ὅπως λέει κάπου ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν ἔχουν ὕπνο (βλ. Παροιμ. 4,16).
 Καὶ πράγματι στὴν ἐ­ποχή μας ὁ Θεὸς ἀφαίρεσε τὸν ὕπνο· βλέπεις νέους ἀνθρώπους, ἄντρες, γυναῖκες, ἐπιστήμονες, νὰ μὴ μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν κι ἀναγ­κάζονται νὰ παίρνουν χάπια. Ἀφαιρέθηκε ἡ ἡσυχία ἀπὸ τὴ γῆ. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν πουθενὰ εἰρήνη; Ὦ ἀ­δέρφια μου, ὑπάρχει κάπου. Ἀλλὰ θὰ μ᾽ ἀκούσετε; Θὰ τὸ πῶ ὁ ἐλάχιστος ἐγώ·  

Ὅσοι ζητᾶτε τὴν εἰρήνη σὲ πλούτη, δι­α­σκε­δάσεις, δόξες καὶ τιμές, σᾶς φωνάζουν ἡ Ἱστο­ρία, οἱ τάφοι, μυριάδες παραδείγμα­τα· εἰρήνη δὲν ὑπάρχει στὶς σχολὲς οὔτε τοῦ Ἐπι­κούρου οὔ­τε τοῦ Σαρδανάπαλου οὔ­τε τοῦ Νέρωνος οὔ­τε νεωτέρων ψευδοσωτή­ρων. Ὑ­πάρχει κάπου ἀλλοῦ. Ποῦ; Ἀφῆστε τοὺς δρόμους τοὺς σκολι­ούς, «εὐθεί­ας ποιεῖτε τὰς τρίβους» ὑμῶν (Ματθ. 3,3. Μᾶρκ. 1,3. Λουκ. 3,4).
 Ἐ­λᾶτε ν᾽ ἀνακαλύψουμε μαζὶ τὸ στε­νὸ ἀνηφο­ρικὸ δρομάκι ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Γολγο­θᾶ καὶ νὰ τὸ ἀνεβοῦμε. Κ᾽ ἐκεῖ τί θὰ δοῦμε; Θὰ δοῦμε τοὺς προφῆτες καὶ ἀποστόλους νὰ κηρύττουν τὴν εἰρήνη, ποὺ ἔφερε ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ· ἄλλος νὰ λέῃ «Οὗτος τὰς ἁ­μαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται…» (Ἠσ. 53,4)· ἄλλοι νὰ λένε, ὅτι ἐπὶ τῆς βασιλείας του θὰ ᾿ρθῇ μέρα ποὺ τὸ σίδερο, ἀντὶ μαχαίρι καὶ ὅ­πλο πολεμικό, θὰ γίνῃ γεωργικὰ ἐργαλεῖα (βλ. Μιχ. 4,3. Ἠσ. 2,4), ὁ λύκος θὰ βόσκῃ μὲ τὸ ἀρνί (βλ. Ἠσ. 11,6). 
Θὰ γίνῃ τότε μία πνευματικὴ ἄνθησι, καὶ ὁ ἀπόστολος θὰ δείχνῃ τὸν Ἐσταυρωμένο λέγον­τας· «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσ­πέσωμεν αὐ­τῷ», «αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2,14).  
Ποιά εἶνε ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ κατήλ­λαξε τοὺς ἀμφοτέρους (=ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες)» (Ἐφ. 2,15-16), νίκησε καὶ νέκρωσε τὴν ἁμαρτία.
 Ἔτσι εἰρήνευσε ὁ ἄνθρωπος. 
Ὅποιος ἔχει τὸ Χριστό, εἰρηνεύει μὲ τὸ Θεό· ὁ Θεὸς εἶνε γι᾿ αὐτὸν πατέρας. «Πάτερ ἡμῶν» (Ματθ. 6,9), λέει κι ἀ­κούει βαθειὰ μέσα του τὸ «ἀββᾶ ὁ πατήρ» (῾Ρωμ. 8,15. Γαλ. 4,6). Εἰρηνεύει ἐπίσης μὲ τὸν πλησίον, τὸν νιώ­θει ἀδελφό. 
Εἰρηνεύει ἀκόμη μὲ τὸν ἑαυτό του· ἄγγελος Κυρίου στὸ ἐξομολογητήριο σβήνει ὅσα ὁ διάβολος ἔγραψε στὸ μαῦρο πίνακα. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ… καθαρίζει ἡ­μᾶς ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. 1,7)· ἕνα ἠλεκτρόνιο ἀπὸ τὸ αἷμα του φτάνει! Εἰρηνεύει τέλος καὶ μὲ τὴ φύσι· ἔχουμε παρα­δείγματα ἁγίων –ἂς μὴν τὰ πιστεύουν οἱ μον­τέρνοι, ἐγὼ τὰ πιστεύ­ω–, ποὺ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἀκόμα καὶ τὰ θηρία, ἡμερεύουν κοντὰ σὲ ἁγίους.

* * *


Ἀδελφοί μου· ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστὸ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τῆς εἰρήνης. Ὄχι τῆς εἰ­ρήνης τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ὅταν λέει εἰρή­νη ἄλλα ἐννοεῖ. Εἰρηνεύετε λοιπὸν σύζυγοι με­ταξύ σας, παιδιὰ μὲ τοὺς γονεῖς, ἐργάτες μὲ τοὺς ἐργοδότες, εἰρήνευε πατρίδα μας, εἰ­ρηνεύετε οἱ πάντες. Ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρον· τὸ θεμέλιο τῆς εἰρήνης δὲν εἶνε ἡ ἀ­δικία, ἡ ἐκμετάλλευσι, ἡ βία· τὸ θεμέλιο τῆς εἰ­ρήνης εἶνε ὁ βράχος τοῦ Γολγοθᾶ, ὅπου μὲ αἷ­μα γράφτηκε τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλ­λήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17. Α΄ Ἰω. 3,11· 4,7). Διαφο­ρετικά, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγό­ριος ὁ Ναζιαν­ζηνός, «Κρείττων ἐ­παινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (P.G. 35,488c)· ἐγὼ τοὐλάχιστον προτιμῶ τὸν πόλεμο ἀπὸ μιὰ «εἰ­ρήνη» ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεό.  
Εἰρηνεύετε μὲ ὅλους· ἕναν μόνο νὰ πολεμᾶ­τε μὲ κάθε τρόπο, τὸ σατανᾶ. Νὰ κηρύξουμε πόλεμο ἐναντίον τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τῆς ἀ­βύσσου, τῆς αἱρέσεως, κάθε κακοηθείας. Καὶ τότε ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ «ἡ ὑπερέχουσα πάν­τα νοῦν» (Φιλιπ. 4,7) θὰ πλημμυρίζῃ τὶς καρδιές μας, 
Θὰ εἴμαστε υἱοὶ καὶ θυγατέρες εἰρήνης, ἕως ὅτου διαβαίνοντας τὴν «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶ­νος» (Ψαλμ. 83,7) φθάσουμε ἐκεῖ. 
Γιατὶ ἐδῶ ἡ εἰρήνη εἶνε σχετική· (καὶ αὐτὸς ὁ Χριστός, λέει τὸ Εὐ­­αγγέλιο, εἶπε· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται» (Ἰω. 12,27), πέρασε κ᾽ ἐκεῖνος ὠκεανὸ θλίψεως, ἀλ­λὰ στὰ βάθη του εἶχε εἰ­ρήνη). Κι ὅταν πλέον δια­βοῦ­­με τὴ χαράδρα κι ἀνεβοῦμε ψηλά, θ᾿ ἀκούσου­με ἄλλη μιὰ φορά· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου & Παύλου Ὑμηττοῦ – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 2-12-1962. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-10-2014.

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου