Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Πώς το «χρήμα από το ελικόπτερο» μπορεί να δώσει λύσεις

Η λύση των δωρεάν χρημάτων

 Η βρετανική κυβέρνηση πρέπει να βάλει χρήματα στις τσέπες των πολιτών και να τους δώσει κίνητρο να τα ξοδέψουν.
Απαραίτητο ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων.
Πως θα περιοριστεί η ενίσχυση των
εισαγωγών.
Ποιες είναι οι αδυναμίες του QE.
( Ποσοτική χαλάρωση (Quantitative easing - QE) ονομάζεται η νομισματική πολιτική κατά την οποία μια κεντρική τράπεζα δημιουργεί χρήμα αγοράζοντας χρεόγραφα, όπως κρατικά ομόλογα. Σκοπός αυτού του νομισματικού εργαλείου είναι η αύξηση της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα και η ελεγχόμενη αύξηση του πληθωρισμού, όταν έχει σταματήσει να είναι αποτελεσματικό το μέτρο της μείωσης των επιτοκίων (όταν αυτά έχουν φτάσει κοντά στο μηδέν ή έχουν γίνει αρνητικά))

Η Τερέζα Μέι, η πρωθυπουργός της Βρετανίας, έχει απορρίψει όλες τις οικονομικές πολιτικές του πρώην υπουργού Οικονομικών, Τζορτζ Όζμπορν.
Έχει υποσχεθεί «ένα στρατηγικό σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης που θα βάλει μπρος το σύνολο της οικονομίας».
Ποια μορφή πρέπει να έχει μια νέα οικονομική στρατηγική;
Το άμεσο πρόβλημα που πρέπει να ξεπεραστεί είναι η αβεβαιότητα που δημιουργεί το Brexit. Ποια είναι τα διαθέσιμα όπλα για την καταπολέμηση της; Ο στόχος του κ. Όζμπορν για την εκμηδένιση του δημοσιονομικού ελλείμματος ως το 2019-2020 έχει ήδη εγκαταλειφθεί, αλλά η αύξηση του δημόσιου χρέους με την έκδοση νέων κρατικών ομολόγων για ένα πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές θα ανησυχήσει τις αγορές.
Το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας βρίσκεται ήδη στο μηδέν και κρίνοντας από την ανακοίνωση της Πέμπτης δεν πρέπει να περιμένουμε κάποια αύξηση σύντομα.
Η ποσοτική χαλάρωση – η αγορά ομολόγων από την κεντρική τράπεζα έναντι μετρητών – λειτουργεί κυρίως πλουτίζοντας αυτούς που ήδη έχουν περιουσιακά στοιχεία.
Οπότε τα κλασσικά επεκτατικά εργαλεία για την αντιμετώπιση μιας πιθανής ύφεσης είναι φθαρμένα ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το ενδιαφέρον έχει στραφεί σε μη δοκιμασμένες πρακτικές όπως το λεγόμενο «χρήμα από το ελικόπτερο».
«Ας υποθέσουμε ότι μια ημέρα ένα ελικόπτερο πετάει πάνω από μια κοινότητα και ρίχνει χαρτονομίσματα από τον ουρανό» έγραφε ο Μίλτον Φρίντμαν το 1968.
Οι οπαδοί του σκληρού χρήματος θα θεωρήσουν τρελή την ιδέα της δωρεάς φρεσκοτυπωμένου χρήματος από την κεντρική τράπεζα.
Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει διαβεβαίωση ότι μεγάλο μέρος από αυτό το «χρήμα από το ελικόπτερο» δεν θα συσσωρευόταν, όπως συνέβη με το ρευστό που εκδόθηκε υπό τα προγράμματα QE και μένει αχρησιμοποίητο.
Αυτός είναι ο λόγος που οι σημερινοί υπέρμαχοι του «χρήματος από το ελικόπτερο» όπως ο Γούλιαμ Μπούιτερ και ο Άντερ Τέρνερ το αντιμετωπίζουν κυρίως ως μια νομισματική χρηματοδότηση επιπρόσθετων κυβερνητικών δαπανών.
Η κυβέρνηση θα πλήρωνε ένα επενδυτικό πρόγραμμα όχι με την έκδοση χρέους αλλά με τον δανεισμό χρήματος από την κεντρική τράπεζα. Αυτό θα αύξανε το έλλειμμα της κυβέρνησης, αλλά όχι και το εθνικό χρέος, από την στιγμή που ένα δάνειο της κεντρικής τράπεζας προς την κυβέρνηση δεν αποπληρώνεται. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση αποκτάει ένα στοιχείο ενεργητικού, αλλά όχι και μια αντίστοιχη υποχρέωση.
Ωστόσο, αυτή είναι μόνο μια δυνατή μορφή του χρήματος από το ελικόπτερο.

Ένας άλλος τρόπος για να επιτευχθεί η επιθυμητή αύξηση στις δαπάνες είναι αυτός που πρότεινε ο Ελβετός επιχειρηματίας, Σίλβιο Γκέσελ.
Η ιδέα του ήταν να μοιραστούν χρήματα κατευθείαν στα νοικοκυριά. Αλλά για να δοθεί ένα κίνητρο να τα ξοδέψουν αντί να τα συσσωρεύσουν, θα έπρεπε να υπάρχει ένα κόστος σε περίπτωση που δεν τα δαπανούσαν. Στην πρόταση του, τα χαρτονομίσματα που δεν είχαν δαπανηθεί θα σφραγίζονταν κάθε μήνα στο ταχυδρομείο, με μια χρέωση στον κάτοχο τους.
Πως μπορεί να γίνει αυτό σήμερα;
Θα μπορούσαν να εκδοθούν «έξυπνες κάρτες» με 1.000 στερλίνες για κάθε πολίτη που είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους.
Οι κάρτες θα μπορούσαν να προγραμματιστούν έτσι ώστε να μειώνεται αυτόματα η αξία του λογαριασμού κάθε εβδομάδα. Υπάρχουν 46 εκατ. ψηφοφόροι καταγεγραμμένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως εκ τούτου 46 δισ. στερλίνες νέου χρήματος θα μπορούσαν να διοχετευτούν στην οικονομία. Από την στιγμή που το μοτίβο των δαπανών θα καθοριστεί από τον κάθε κάτοχο της κάρτας, οι επιπτώσεις στις πωλήσεις και στις τιμές θα είναι εκτεταμένες.
Ο φόρος στην διακράτηση χρήματος τύπου Γκέσελ θα αύξανε την πολλαπλασιαστική του ισχύ. Η υποστήριξη ενός προγράμματος δημοσίων έργων από τον Κέυνς βασιζόταν στην ίδια ιδέα του να μπουν χρήματα στις τσέπες των εργατών που ήταν βέβαιο ότι θα δαπανούσαν τα περισσότερα από όσα έβγαζαν από τις δουλειές που θα άνοιγαν και έτσι θα δημιουργούσαν επιπλέον δαπάνες. Ο φόρος στο χρήματα τύπου Γκέσελ κάνει το ίδιο.
Ωστόσο, δεν θα συμβούλευα τον νέο υπουργό Οικονομικών, Φίλιπ Χάμοντ, να στοιχηματίσει τα πάντα στο χρήμα τύπου Γκέσελ.
 Υπάρχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα ότι η παρατεταμένη ύφεση και η μέτρια ανάκαμψη έχουν καταστρέψει ένα σημαντικό μέρος του βιομηχανικού δυναμικού.
Αν αυτό δεν έχει αφήσει καθόλου πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, τότε η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης χωρίς την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας για την κάλυψη της απλά θα οδηγούσε σε πληθωρισμό.
Κατά συνέπεια, η έκδοση χρήματος τύπου Γκέσελ στους καταναλωτές θα έπρεπε να γίνει μαζί με την νομισματική χρηματοδότηση ενός δημοσίου προγράμματος επενδύσεων.

Για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα 50 δισ. στερλίνες για τις μεταφορές, τα νοσοκομεία, την στέγαση και τα σχολικά κτίρια δεν θα αποκαθιστούσε απλώς την παραγωγικότητα στην βιομηχανία κατασκευών, θα αύξανε αυτόματα και την ζήτηση στον τομέα λιανικής.
Αν χτίσεις ένα σχολείο ή ένα νοσοκομείο δημιουργείς ζήτηση για όλο τον εξοπλισμό που χρειάζεται για να δουλέψουν.
Για να περιοριστεί η διαρροή επιπρόσθετης καταναλωτικής δύναμης στις εισαγωγές, η κυβέρνηση πρέπει να δείξει προτίμηση στις βρετανικές επιχειρήσεις.
Ένα πρόγραμμα υποδομών που χρηματοδοτείται από δανεισμό από την Τράπεζα της Αγγλίας που δείχνει προτίμηση στις βρετανικές εταιρείες θα έδινε στην κα. Μέι την στρατηγική ανάπτυξης που αναζητά.
Το επενδυτικό πρόγραμμα μαζί με τη χρήση του χρήματος τύπου Γκέσελ για δύο ή τρία χρόνια, θα έριχναν επιπλέον 100 δισ. στην οικονομία, τα 50 δισ. σε καταναλωτικά αγαθά και τα 50 δισ. σε παραγωγικά αγαθά.
Είναι μια στρατηγική τόσο για την καταπολέμηση της επόμενης ύφεσης όσο και για την εξισορρόπηση της βρετανικής οικονομίας.
Και αν είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα για ένα υπουργείο Οικονομικών που παραμένει εμποτισμένο στην λογική της λιτότητας του Όζμπορν, τότε πρέπει να το κάνει το Εργατικό κόμμα.
Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να μετατρέψουμε το Brexit σε πλεονέκτημα μας.
 
FT.COM

του Robert Skidelsky*

*Ο Robert Skidelsky είναι οικονομολόγος και συγγραφέας του «Keynes: The Return of the Master».

απο το Euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου